Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Finances
containing
liquid
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
acid-test,
liquid
, quick ratio
δείκτης δυνατότητας κάλυψης υποχρεώσεων
liquid
asset held by the public
ρευστά περιουσιακά στοιχεία διακρατούμενα από το κοινό
liquid
assets investment authority
ικανότητα βραχυπρόθεσμης επένδυσης κεφαλαίων
liquid
capital market
κεφαλαιαγορά με υψηλή ρευστότητα
liquid
investment
ρευστή τοποθέτηση
liquid
investment
ρευστή τοποθέτηση; επένδυση άμεσα ρευστοποιήσιμη
liquid
investment
επένδυση άμεσα ρευστοποιήσιμη
liquid
market
ρευστή αγορά
liquid
reserves
ρευστά διαθέσιμα
liquid
reserves
αποθέματα σε ρευστό; ρευστά διαθέσιμα
liquid
savings
βραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις; ρευστές αποταμιεύσεις
liquid
share
ρευστή μετοχή
Liquid
Shares Locate Arrangements and Measures
ρυθμίσεις και μέτρα εντοπισμού ρευστών μετοχών
Liquid
Shares Locate Confirmation and Measure
επιβεβαίωση και μέτρα εντοπισμού σε ρευστές μετοχές
personal sector's
liquid
assets
ρευστά περιουσιακά στοιχεία
ιδιωτικού χαρακτήρα
quasi-
liquid
assets
ρευστά
περιουσιακά
στοιχεία ;ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; ρευστά
διαθέσιμα
στοιχεία ενεργητικού
short-term
liquid
assets
βραχυπρόθεσμα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά
διαθέσιμα
στοιχεία ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά
περιουσιακά
στοιχεία
the Commission shall avoid making transfers if it possesses cash or
liquid
assets in the currencies which it needs
Η Επιτροπή αποφεύγει να προβαίνει σε μεταφορές, αν κατέχει στοιχεία ενεργητικού διαθέσιμα ή ρευστοποιήσιμα στο νόμισμα που χρειάζεται
Get short URL