DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing liquid | all forms | exact matches only
EnglishGreek
acid-test, liquid, quick ratioδείκτης δυνατότητας κάλυψης υποχρεώσεων
liquid asset held by the publicρευστά περιουσιακά στοιχεία διακρατούμενα από το κοινό
liquid assets investment authorityικανότητα βραχυπρόθεσμης επένδυσης κεφαλαίων
liquid capital marketκεφαλαιαγορά με υψηλή ρευστότητα
liquid investmentρευστή τοποθέτηση
liquid investmentρευστή τοποθέτηση; επένδυση άμεσα ρευστοποιήσιμη
liquid investmentεπένδυση άμεσα ρευστοποιήσιμη
liquid marketρευστή αγορά
liquid reservesρευστά διαθέσιμα
liquid reservesαποθέματα σε ρευστό; ρευστά διαθέσιμα
liquid savingsβραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις; ρευστές αποταμιεύσεις
liquid shareρευστή μετοχή
Liquid Shares Locate Arrangements and Measuresρυθμίσεις και μέτρα εντοπισμού ρευστών μετοχών
Liquid Shares Locate Confirmation and Measureεπιβεβαίωση και μέτρα εντοπισμού σε ρευστές μετοχές
personal sector's liquid assetsρευστά περιουσιακά στοιχεία ιδιωτικού χαρακτήρα
quasi-liquid assetsρευστά περιουσιακά στοιχεία ;ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; ρευστά διαθέσιμα στοιχεία ενεργητικού
short-term liquid assetsβραχυπρόθεσμα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά διαθέσιμα στοιχεία ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά περιουσιακά στοιχεία
the Commission shall avoid making transfers if it possesses cash or liquid assets in the currencies which it needsΗ Επιτροπή αποφεύγει να προβαίνει σε μεταφορές, αν κατέχει στοιχεία ενεργητικού διαθέσιμα ή ρευστοποιήσιμα στο νόμισμα που χρειάζεται