Subject | English | Greek |
gen. | Ad hoc Liaison Committee | Ad hoc Επιτροπή Συνδέσμου |
gen. | Ad hoc Liaison Committee for Aid to the Occupied Territories | ad hoc επιτροπή συνδέσμου για το συντονισμό της διεθνούς βοήθειας προς τα Κατεχόμενα Εδάφη' ad hoc επιτροπή συνδέσμου |
gen. | ad hoc Liaison Committee responsible for the coordination of international aid to the Occupied Territories | ad hoc επιτροπή συνδέσμου για το συντονισμό της διεθνούς βοήθειας προς τα Κατεχόμενα Εδάφη' ad hoc επιτροπή συνδέσμου |
immigr., transp., avia. | airline liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος σε αεροπορική εταιρεία |
immigr., transp., avia. | airport liaison officer | Αξιωματικός Σύνδεσμος στους Αερολιμένες |
polit. | Client Liaison Service | Υπηρεσία Σχέσεων με τους Πελάτες |
gen. | Drugs Liaison Officer | αξιωματικός σύνδεσμος στον τομέα των ναρκωτικών |
lab.law. | Education-Employment Liaison Centre | κέντρο επαφής εκπαίδευσης-εργασίας |
social.sc. | Employers' Liaison Committee | Επιτροπή-σύνδεσμος των Εργοδοτών |
polit. | EP-US Congress Liaison Office in Washington | Γραφείο συνδέσμου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον |
immigr. | European immigration Liaison Officer | αξιωματικός σύνδεσμος για τη μετανάστευση |
gen. | European liaison committee for agro-food commerce | Ευρωπαϊκός σύνδεσμος εμπορίων γεωργικών ειδών διατροφής |
transp. | European Liaison Committee of Common Market Forwarders | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σύνδεσης Πρακτόρων και Βοηθητικών Επαγγελμάτων Μεταφορών της Κοινής Αγοράς |
transp. | European Liaison Committee of Common Market Forwarders | ευρωπαϊκός σύνδεσμος μεταφορέων της κοινής αγοράς |
gen. | European Peacebuilding Liaison Office | Ευρωπαϊκό Γραφείο Σύνδεσμος για την οικοδόμηση της ειρήνης |
gen. | Europol liaison officer | Αξιωματικός Σύνδεσμος της Europol |
gen. | Europol liaison officers | αξιωματικός σύvδεσμoς της Europol |
UN | Geneva Liaison Office | Γραφείο Συνδέσμου με το Ευρωπαϊκό Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών |
UN | Geneva Liaison Office | Γραφείο συνδέσμου στη Γενεύη |
gen. | ground liaison officer | μη ιπτάμενος αξιωματικός αεροπορίας |
gen. | ground liaison officer | αξιωματικός εδάφους |
el. | Higher Level Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσης Υψηλού Επιπέδου |
energ.ind., nucl.phys. | High-level Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσης Υψηλού Επιπέδου; Επιτροπή-σύνδεσμος Υψηλού Επιπέδου; Επιτροπή Σύνδεσης Υψηλού Επιπέδου |
immigr. | Immigration Liaison Officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
immigr. | immigration liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος μετανάστευσης |
UN | Interim ILO Liaison Officer to Myanmar | προσωρινός αξιωματικός σύνδεσμος ΔΟΕ στο Μιανμάρ |
gen. | Joint Liaison Committee | Μικτή Επιτροπή Συνδέσμου |
gen. | Joint Liaison Committee | Μεικτή Επιτροπή Συνδέσμου |
fin. | liaison account | λογαριασμός τάξεως |
gen. | liaison agreement | συμφωνία ανταλλαγής αξιωματικών συνδέσμων' συμφωνία ανταλλαγής συνδέσμων |
transp. | liaison aircraft | αεροσκάφος σύνδεσης |
gen. | Liaison and Observation Team | Ομάδα Σύνδεσης και Παρατήρησης |
fin. | liaison authority | αρχή επαφής |
insur., transp., construct. | liaison body | οργανισμός συνδέσεως |
social.sc., health. | liaison body | οργανισμός-σύνδεσμος |
food.ind., chem. | Liaison Bureau of the European EEC Union of Aromatic Products | Γραφείο Συνδέσμου των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων ΕΟΚ Αρωματικών Προϊόντων |
interntl.trade. | Liaison Bureau of the Rubber Industries of the European Economic Community | Γραφείο Συνδέσμου των Βιομηχανιών Καουτσούκ στην ΕΟΚ |
agric., food.ind. | Liaison Centre of the Meat Processing Industries of the EEC | Κέντρο Διασύνδεσης των Μεταποιητικών Βιομηχανιών Κρέατος της ΕΟΚ |
gen. | liaison committee | επιτροπή σύνδεσης |
social.sc. | liaison committee bringing together the various voluntary organisations engaged in the fight against poverty | επιτροπή σύνδεσης μεταξύ των εθελοντικών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας |
social.sc. | liaison committee bringing together the various voluntary organisations engaged in the fight against poverty | επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της φτώχειας |
transp. | Liaison Committee for the Manufacture of Automobile Equipment and Spare Parts | Επιτροπή Σύνδεσης για την Κατασκευή Εξοπλισμού και Εξαρτημάτων Αυτοκινήτων |
transp. | Liaison Committee for the Motor Industry in the EEC Countries | Επιτροπή Σύνδεσης για την Κατασκευή Αυτοκινήτων των Χωρών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
transp., industr. | Liaison Committee of Automobile Manufacturers | Επιτροπή σύνδεσης των βιομηχανιών αυτοκινήτων |
transp., industr. | Liaison Committee of Automobile Manufacturers | Επιτροπή συνδέσμου των κατασκευαστών αυτοκινήτων |
gen. | Liaison Committee of Development NGOs to the EU | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ |
gen. | Liaison Committee of Development NGOs to the EU | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης |
econ. | Liaison Committee of Development NGOs to the European Communities | επιτροπή συνδέσμου μη κυβερνητικών οργανισμών |
gen. | Liaison Committee of Development Non Governmental Organisations to the European Union | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ |
gen. | Liaison Committee of Development Non Governmental Organisations to the European Union | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης |
industr. | Liaison Committee of EEC Twine and Cordage Industries | Επιτροπή σύνδεσης των βιομηχανιών σχοινοποιΐας-σπαγκοποιϊας της ΕΟΚ |
industr. | Liaison Committee of Ferroalloy Industries in the European Economic Community | Επιτροπή σύνδεσης των βιομηχανιών κραμάτων σιδήρου της ΕΟΚ |
industr. | Liaison Committee of Ferroalloy Industries in the European Economic Community | Επιτροπή συνδέσμου παραγωγών σιδηροκραμάτων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας |
transp., industr. | Liaison Committee of Motor Vehicle Manufacturers | Επιτροπή συνδέσμου των κατασκευαστών αυτοκινήτων |
transp., industr. | Liaison Committee of Motor Vehicle Manufacturers | Επιτροπή σύνδεσης των βιομηχανιών αυτοκινήτων |
gen. | Liaison Committee of Non-Governmental Development Organisations | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ |
gen. | Liaison Committee of Non-Governmental Development Organisations | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης |
econ. | Liaison Committee of Non-Governmental Organisations | επιτροπή συνδέσμου μη κυβερνητικών οργανισμών |
construct. | Liaison Committee of the Architects of the United Europe | Επιτροπή σύνδεσης των αρχιτεκτόνων της ενωμένης Ευρώπης |
industr. | Liaison Committee of the Cement Industries in the EEC | Επιτροπή Συνδέσμου των Τσιμεντοβιομηχανιών της Κοινότητας |
industr. | Liaison Committee of the EU Twine, Cordage and Netting Industries | συντονιστική επιτροπή της ευρωπαϊκή ένωσης παραγωγών σπάγγων, σχοινιών και δικτύων |
met. | Liaison Committee on Steel | Επιτροπή Συνδέσμου Χάλυβα; Επιτροπή - σύνδεσμος "Χάλυβας" |
industr. | Liaison Committee on Steel | επιτροπή συνδέσμου χάλυβα |
fin., commun. | liaison giro account | τρέχων ταχυδρομικός λογαριασμός ανταλλαγής |
gen. | liaison group | ομάδα συνδέσμου |
social.sc. | Liaison Group on the Elderly | ομάδα συνδέσμου για τους ηλικιωμένους |
gen. | Liaison Group on the Elderly | Ομάδα συνδέσμου για τους ηλικιωμένους |
gen. | liaison interpreter | μεσολαβών διερμηνέας |
gen. | liaison interpreter | διερμηνέας-σύνδεσμος |
agric., health., anim.husb. | liaison laboratory | εργαστήριο σύνδεσμος ή εργαστήριο συνδέσμου |
agric. | liaison laboratory | εργαστήριο συνδέσμου |
law | liaison magistrate | δικαστικός-σύνδεσμος |
law, immigr. | liaison magistrate | δικαστής σύνδεσης |
immigr. | liaison office | Γραφείο Συνδέσμου |
health., UN | liaison office | γραφείο σύνδεσης |
med. | liaison office | γραφείο συνδέσμου |
gen. | Liaison Office of the Council of Europe in Brussels | Γραφείο συνδέσμου του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Βρυξέλλες |
industr. | Liaison Office of the European Ceramic Industry | υπηρεσία σύνδεσης της ευρωπαϊκής κεραμοποιίας |
UN | Liaison Office of the General Secretariat of the Council of the European Union | Γραφείο συνδέσμου στη Γενεύη |
UN | Liaison Office of the General Secretariat of the Council of the European Union | Γραφείο Συνδέσμου με το Ευρωπαϊκό Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών |
immigr. | liaison officer | υπάλληλος-σύνδεσμος |
immigr. | liaison officer | αξιωματικός σύνδεσμος |
gen. | liaison officer | αξιωματικός-σύνδεσμος |
IT | liaison officer network | δίκτυο αξιωματικών-συνδέσμων |
gen. | liaison officers | αξιωματικός σύvδεσμoς |
law | liaison official | εθνικός υπάλληλος-σύνδεσμος |
unions. | Liaison to Non-EU bodies | Σύvδεσμoς με oργαvισμoύς εκτός ΕΕ |
econ. | liaison with the...Member States | σχέσεις με...τα κράτη μέλη |
commun. | multiplexer system on ISDN liaisons | σύστημα πολυπλεκτών επί συνδέσεων |
gen. | national liaison authority | εθνική αρχή σχέσεων |
social.sc. | National Liaison Committee | τριμερής εθνική επιτροπή σύνδεσης |
immigr. | national liaison officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
gen. | NATO Liaison Team | Μόνιμη ομάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ στο Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ |
gen. | NATO Liaison Team | Μονάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO permanent liaison team at the EU Military Staff | Μονάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO permanent liaison team at the EU Military Staff | Μόνιμη ομάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ στο Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ |
gen. | network of liaison offices on civil protection | μόνιμο δίκτυο συνδέσμων για την προστασία των πολιτών |
UN | New York Liaison Office | Γραφείο Συνδέσμου Νέας Υόρκης με τα Ηνωμένα Έθνη |
UN | New York - United Nations Liaison Office | Γραφείο Συνδέσμου Νέας Υόρκης με τα Ηνωμένα Έθνη |
gen. | NGDO-EU Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης |
gen. | NGDO-EU Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ |
gen. | NGO Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης |
gen. | NGO Liaison Committee | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ |
immigr., transp., avia. | Nordic liaison officer | σκανδιναβός αξιωματικός σύνδεσμος |
UN | Office for Liaison with the European Office of the United Nations | Γραφείο Συνδέσμου με το Ευρωπαϊκό Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών |
UN | Office for Liaison with the European Office of the United Nations | Γραφείο συνδέσμου στη Γενεύη |
UN | Office of the General Secretariat of the Council of the European Communities for liaison with the international organisations in Geneva | Γραφείο συνδέσμου στη Γενεύη |
UN | Office of the General Secretariat of the Council of the European Communities for liaison with the international organisations in Geneva | Γραφείο Συνδέσμου με το Ευρωπαϊκό Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών |
commer., fin. | Payment Systems Users Liaison Group | ομάδα σύνδεσης των χρηστών των συστημάτων πληρωμών |
commer., fin. | Payment Systems Users Liaison Group | ομάδα σύνδεσης χρηστών των συστημάτων πληρωμής |
commer., fin. | Payment Systems Users Liaison Group | επιτροπή-σύνδεσμος των χρηστών συστημάτων πληρωμών |
ed. | personnel, training and liaison adviser | σύμβουλος προσωπικού, κατάρτισης και σύνδεσης |
life.sc., lab.law. | port meteorological liaison officer | μετεωρολογικός σύνδεσμος λιμένων |
fin. | SAM Liaison Group | ομάδα-σύνδεσμος |
immigr. | state liaison officer | Σύνδεσμος Μετανάστευσης (αξιωματούχος) |
crim.law., immigr., tech. | Technical Liaison Committee | Τεχνική επιτροπή σύνδεσης |
social.sc., health. | Tripartite Liaison Group | τριμερής ομάδα συνδέσμου |
UN | United Nations Military Liaison Officer | Στρατιωτικός Αξιωματικός Σύνδεσμος στα Ηνωμένα Έθνη |