DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing inventory | all forms | exact matches only
EnglishGreek
annual inventory of agricultural products in public storageετήσια απογραφή των γεωργικών προϊόντων στη δημόσια παρέμβαση
entry in the permanent inventoriesεγγραφή στα βιβλία διαρκούς απογραφής
entry of the goods in the inventoriesαναγραφή αγαθών στα βιβλία απογραφών
European Customs Inventory of Chemical Substancesευρωπαϊκός τελωνειακός κατάλογος χημικών ουσιών' ευρωπαϊκό τελωνειακό ευρετήριο χημικών oυσιών
extended custodial inventory programmeπρόγραμμα φύλαξης αποθεμάτων τραπεζογραμματίων
extended custodial inventory programmeπρόγραμμα ΕCI
inventory adjustmentπροσαρμογή απογραφής
inventory adjustmentδιευθέτηση απογραφής
inventory fundκεφάλαιο απογραφής
inventory fundκεφάλαιο αναφοράς
inventory of conflicts of interestαπογραφή των συγκρούσεων συμφερόντων
inventory rundownαφαίρεση από το απόθεμα
inventory rundownμείωση των αποθεματικών
inventory rundownαποσύρω από την αποθεματοποίηση
keeping of inventoriesτήρηση βιβλίων διαρκούς απογραφής
permanent inventoryβιβλία διαρκούς απογραφής 2. μόνιμη λογιστική αποθήκης π.χ. πρώτων υλών
permanent inventory showing quantity and valueτήρηση κατ'αριθμό και κατ'αξία
property in the inventoryαπογραφέντα αγαθά