DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Information technology containing interrupted | all forms
EnglishGreek
armed interruptοπλισμένη διακοπή
armed interruptΟπλισμένη διακοπή
automatic interruptαυτόματη διακοπή
batch-processing interruptδιακοπή μαζικής επεξεργασίας
clock interruptχρονισμένο σήμα διακοπής
control routine interruptδιακοπή ρουτίνας ελέγχου
cycled interruptκυκλική διακοπή
data transfer interrupt signalσήμα διακοπής μεταφοράς δεδομένων
external interruptΕξωτερική διακοπή
external interruptsεξωτερικές διακοπές
external priority interruptsεξωτερικές διακοπές προτεραιότητας
global interrupt latency timeχρόνος αποκρίσεως σε ολική διακοπή
hardware interruptσήμα διακοπής υλικού
interrupt analyserαναλύτης διακοπών
interrupt analyzerαναλύτης διακοπών
interrupt characterχαρακτήρας διακοπής
interrupt characterχαρακτήρας παύσης εκτέλεσης
interrupt controllerκύκλωμα ελέγχου των διακοπών
interrupt controller circuitκύκλωμα ελέγχου διακοπών
interrupt handlerδιαχειριστής διακοπών
interrupt maskμάσκα διακοπής
interrupt processingεπεξεργασία διακοπών
interrupt registerκαταχωρητής διακοπών
interrupt requestαίτηση διακοπής
interrupt response taskέργο απόκρισης διακοπής
interrupt sequenceπληκτρολόγηση για διακοπή εκτέλεσης
interrupt service routineρουτίνα εξυπηρέτησης διακοπής
maskable interruptμασκαρισμένο σήμα διακοπής
maskable interruptsΔιακοπές με μάσκα
master-control interruptΔιακοπή βασικού-ελέγχου
parity interruptδιακοπή σφάλματος ισοτιμίας
Priority Interrupt Controllerελεγκτής διακοπής κατά προτεραιότητα
priority interrupt tableπίνακας προτεραιότητας διακοπών
process interrupt signalσήμα διακοπής διεργασίας
software interruptλογισμικό σήμα διακοπής
vectored interruptανυσματική διακοπή
vectored interruptΑνυσματική διακοπή