Subject | English | Greek |
gen. | Agreement concerning Insured Letters and Boxes | Ειδική Συμφωνία "περί επιστολών μετά δεδηλωμένης αξίας" |
insur. | to be insured with an institution | υπάγομαι σ'ένα φορέα |
insur., transp., construct. | compulsorily insured | ασφαλισμένος δυνάμει υποχρεωτικής ασφαλίσεως |
econ. | deposits which the insurers hold in the name of the insured | καταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων |
commun. | dispatch list for insured letters | φύλλο αποστολής επιστολών με δηλωμένη αξία |
insur. | domicile of the insured | κατοικία του ασφαλισμένου |
insur., lab.law. | full-time insured | ασφαλισμένος για εργασία πλήρους απασχόλησης |
insur., lab.law. | full-time unemployment insured | ασφαλισμένος για εργασία πλήρους απασχόλησης |
econ. | gross premiums paid by insured persons | ακαθάριστα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι |
fin. | to insure recovery of funds lent | διασφαλίζει την είσπραξη της απαιτήσεώς της |
econ., fin. | insured amount | ασφαλιζόμενο ποσόν |
fin. | insured bond | εγγυημένο δημοτικό ομόλογο |
fin. | insured closing letter | επιστολή εξασφάλισης δανειστή |
insur. | insured for one or more contingencies | ασφαλισμένος κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων |
commun. | insured item | ταχυδρομικό αντικείμενο δεδηλωμένης αξίας |
gen. | insured item | αποστολή με δηλωμένη αξία |
commun. | insured letter | επιστολή με δεδηλωμένη αξία |
insur. | insured object | ασφαλισμένο αντικείμενο |
insur. | insured on an optional continued basis | ασφαλισμένος δυνάμει προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως |
commun. | insured parcel | δέμα με δεδηλωμένη αξία |
insur. | insured party | ασφαλισμένος |
gen. | insured person | ασφαλισμένος |
fin., social.sc. | insured person not pursuing an occupation | ασφαλισμένος μη απασχολούμενος |
fin. | insured plan | εγγυημένο πρόγραμμα συνταξιοδότησης |
insur. | insured proportion | εγγυημένο ποσοστό |
econ. | insured risk | κάλυψη κινδύνου |
insur. | insured scheme | συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρία |
insur., lab.law. | insured unemployed | ασφαλισμένος άνεργος |
fin., commun. | insured value | δεδηλωμένη αξία |
econ. | interest,gains or losses distributed to the insured | τόκοι,κέρδη ή ζημίες που διανέμονται στους ασφαλισμένους |
insur. | joint insured clause | ρήτρα που μαρτυρεί ότι περισσότερα του ενός άτομα μοιράζονται το ασφαλιστήριο |
gen. | means of insuring transparency in disputes | διαφάνεια στις επίδικες υποθέσεις |
insur., lab.law. | non-insured person | εργαζόμενος ανασφάλιστος |
fin. | non-insured plan | μη ασφαλισμένο πρόγραμμα συνταξιοδότησης |
insur., lab.law. | non-insured unemployed | άνεργος χωρίς επίδομα ανεργίας |
insur., lab.law. | not unemployment-insured person | εργαζόμενος ανασφάλιστος |
insur. | original insured | ο αρχικά ασφαλισμένος |
insur., lab.law. | part-time insured | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση |
insur., lab.law. | part-time insured unemployment fund member | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση |
econ. | saving of the insured | αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων |
commun. | step of insured value | κλίμακα δηλωμένης αξίας |
insur. | sum insured | ασφαλιζόμενο ποσό |
gen. | the insured | ασφαλισμένος |
health. | the official is insured against the risk of occupational disease and against non-occupational risks | ο υπάλληλος καλύπτεται κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων |
law | the risk insured | ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος |
insur., transp., construct. | voluntarily insured | ασφαλισμένος προαιρετικά |
stat., insur. | voluntarily insured person | αυτασφαλισμένος |