DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing input | all forms | exact matches only
EnglishGreek
annual data linked to the annual input-output tableετήσια στοιχεία που συνδέονται με τον ετήσιο πίνακα εισροών-εκροών
annual input-output tableετήσιοι πίνακες εισροών-εκροών
exclusive by-products,which are used as inputs for the manufacture of other productsαποκλειστικά υποπροϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται σαν εισροές για την παραγωγή άλλων προϊόντων
five-yearly input-output tablesανά πενταετία πίνακες εισροών-εκροών
home market inputσυντελεστής παραγωγής από την εγχώριο αγορά
imported inputεισαγόμενος συντελεστής παραγωγής
input-output analysisεισροές,εκροές
input-output analysisανάλυση εισροών-εκροών
input-output tableπίνακας εισροών-εκροών
input-output table at basic pricesπίνακας εισροών-εκροών σε βασικές τιμές
input-output table at mixed pricesπίνακας εισροών-εκροών σε μεικτές τιμές
input-output table at producers'prices table excluding deductible VATπίνακας εισροών-εκροών σε τιμές παραγωγούπίνακας χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ
input priceτιμή εισροών
input productsμέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα
labor inputο παράγων εργασία
labor inputεισροή συντελεστή εργασίας
low-input economyοικονομία χαμηλών εισροών
low-input silvicultural methodμέθοδος δασικής καλλιέργειας χαμηλής εισροής
output and inputέσοδα και έξοδα
physically incorporated inputσυντελεστής παραγωγής φυσικώς ενσωματωμένος
preliminary annual data,compiled prior to the completion of the input-output tableπροκαταρκτικά ετήσια στοιχεία που συγκεντρώνονται πριν την κατάρτιση του πίνακα εισροών-εκροών
primary inputαρχική εισροή