Subject | English | Greek |
insur. | accidental bodily injury | τυχαία σωματική βλάβη |
agric. | alcohol injury | αλκοολική ζύμωση φρούτων |
fin. | allegation of injury | ισχυρισμός περί ζημίας |
med. | axial compression injury | βλάβη σπονδυλικής στήλης από εγκάρσια συμπίεση |
gen. | blast injury | τραυματισμός από εκρηκτικό κύμα πιέσεως |
gen. | blow-out injury | τραύμα εξ αντιτυπίας |
gen. | blunt injury | τυφλό τραύμα |
health. | bodily injury | σωματικός τραυματισμός |
med. | bodily injury | σωματική βλάβη |
nat.sc., agric. | bud freezing injury | πάγημα οφθαλμών |
health., anim.husb. | catastrophic bone injury | καταστρoφικό κάταγμα οστού |
med. | cerebellar injury | παρεγκεφαλιδικό τραύμα |
med. | closed head injury | κλειστή κάκωση κεφαλής |
agric. | cold injury | διατάραξη λόγω ψύχους |
agric. | cold injury | ασθένεια οφειλόμενη στο ψύχος |
med. | cold injury | κρυοβλάβη |
med. | cold injury | κρυοαλλοίωσις |
polit. | Committee on the Community action programme on injury prevention 1999-2003 | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών 1999-2003 |
econ. | compensation for industrial injuries | αποζημιώσεις για εργατικά ατυχήματα |
med. | contortionists'injuries | κακώσεις των συστροφιστών |
med. | controlled injury zone | επιτηρούμενη ραδιενεργώς επικίνδυνη ζώνη |
med. | current of injury | ρεύμα τραύματος |
med. | current of injury | ρεύμα βλάβης |
health. | date of injury | ημερομηνία του ατυχήματος |
med. | degenerative cervical spine injury | αυχενική εκφυλιστική αλλοίωση |
med. | delusion of injury | παραλήρημα προκαταλήψεων |
fin. | determination of the injury | καθορισμός της ζημίας |
med. | diffuse axonal injury | διάχυτη νευραξονική αλλοίωση |
med. | disease caused by injury | νόσηση από κάκωση |
nat.sc., agric. | early frost injury | πρώιμος παγοραγάς |
health., lab.law. | employment injury | εργατικό ατύχημα |
med. | employment injury benefits | παροχές για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες |
med. | experience of subjective injury | εμπειρία υποκειμενικής ζημίας |
med. | extension injury | βλάβη σπονδυλικής στήλης από έκταση |
health. | fatal injury | θανατηφόρο ατύχημα |
health. | fatal injury | θανάσιμος τραυματισμός |
health., transp., mil., grnd.forc. | fatalities and weighted serious injuries | θάνατοι και σταθμισμένοι σοβαροί τραυματισμοί |
med. | flexion injury | βλάβη σπονδυλικής στήλης από κάμψη |
med. | foetal injury | εμβρυϊκή κάκωσις |
med. | foetal injury | εμβρυϊκή βλάβη |
life.sc., agric. | frost injury | παγοραγάς |
agric. | gas injury | βλάβη από τα αέρια |
agric. | gas injury | βλάβη λόγω υψηλής συγκέντρωσης τοξικού αερίου |
med. | gastric ulcus caused by cold injury | έλκος του στομάχου προκληθέν από το κρύο |
med. | gastritis caused by thermic injury | οξεία γαστρίτιδα σε εγκαύματα |
law, crim.law. | grievous bodily injury | βαριά σωματική βλάβη |
law | grievous bodily injury | βαρεία σωματική βλάβη |
agric. | hail injury | ζημιές από χαλάζι |
med. | head injury | κάκωση κεφαλής |
med. | head injury | τραύμα κεφαλής |
med. | head injury | κρανιοεγκεφαλικό τραύμα |
gen. | Head Injury Criteria value | Τιμή του Κριτηρίου Τραυματισμού Κεφαλής |
med. | hearing injury | ακουστικό τραύμα |
life.sc., agric. | heat injury | ζημίαι λόγω θερμότητος |
med. | ideas of injury | προκαταλήψεις |
insur., lab.law. | industrial injuries insurance | ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων |
insur., lab.law. | industrial injuries insurance | ασφάλεια εργατικών ατυχημάτων |
health., lab.law. | industrial injury | εργατικό ατύχημα |
med. | injuries caused by smoking | βλάβες οφειλόμενες στο κάπνισμα |
insur. | injury benefit | επίδομα επαγγελματικής ασθένειας |
insur. | injury benefit | επίδομα εργατικού ατυχήματος |
insur. | injury benefit | ημερήσια επιδόματα λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας |
med. | injury by collision | τραυματισμός από πρόσκρουση |
med. | injury caused by contrast medium | κάκωσις προκληθείσα από αδιαφανή ουσία |
stat., social.sc. | injury due to operations of war | κάκωση οφειλόμενη σε πολεμικές επιχειρήσεις |
insur., lab.law. | injury pension | σύνταξη εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας |
med. | injury potential | δυναμικό τραύματος |
med. | injury potential | δυναμικό βλάβης |
transp. | injury rate | δείκτης θανατηφόρων ατυχημάτων |
environ. | injury to the environment | προσβολή του περιβάλλοντος |
med. | injury to the intima | τραυματισμός του έσω χιτώνα των αγγείων |
law, crim.law. | injury to the person | προσβολή κατά του προσώπου |
agric. | insect injury | ζημιά από έντομα |
fin. | insurance against personal injury including incapacity for employment | ασφάλιση σωματικών βλαβών περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία |
insur. | intentional self-injury | ηθελημένος αυτοτραυματισμός |
gen. | internal injury | εσωτερικός τραυματισμός,εσωτερικό τραύμα |
med. | internal injury of the knee joint | εσωτερική διαταραχή τμήματος ή οργάνου |
med. | internal knee-joint injury | τραυματισμός εσωτερικών ιστών γόνατος |
obs., med. | International Classification of Diseases, Injuries, and Causes of Death | Διεθνής ταξινόμηση των νόσων, των κακώσεων και των αιτιών θανάτου |
health. | ischaemia-reperfusion injury | βλάβη από επαναιμάτωση |
health. | ischaemia-reperfusion injury | βλάβη απó επαναιµάτωση µετά απó ισχαιµία |
nat.sc., agric. | late frost injury | εαρινή παγοραγάς |
agric. | low temperature injury | ασθένεια οφειλόμενη στο ψύχος |
agric. | low temperature injury | διατάραξη λόγω ψύχους |
lab.law., industr. | manual handling of loads involving a risk of musculoskeletal injury to workers | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους |
chem. | may cause cryogenic burns or injury. | Περιέχει αέριο υπό ψύξη· μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψύχους ή τραυματισμούς. |
transp. | neck injury criterion | κριτήριο κακώσεων του αυχένα |
transp., polit. | neck injury criterion | κριτήριο τραυματισμού του αυχένα |
health., unions. | occupational injury | επαγγελματική κάκωση |
health., unions. | occupational injury | επαγγελματική βλάβη |
gen. | ocular injury | οφθαλμικός τραυματισμός |
med. | open head injury | ανοιχτή κάκωση κεφαλής |
law | order the Community to make good any injury caused | επιδικάζω αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας |
med. | otic blast injury | κώφωση από έκρηξη |
med. | pediatric traumatic brain injury | σύνδρομο του απότομου τραντάγματος |
med. | peripheral nerve injury | κάκωση των περιφερειακών νεύρων |
law | personal injury | προσωπική βλάβη |
forestr. | personal injury | σωματική βλάβη |
law | personal injury | βλάβη της προσωπικότητας |
gen. | personal injury | προσωπική ζημιά |
transp. | personal injury accident | ατύχημα με τραυματίες |
transp. | personal injury accident | ατύχημα με σωματικές βλάβες |
med. | physical injury | σωματικές κακώσεις |
law, insur. | physical injury | σωματική βλάβη |
med. | physical injury | σωματική κάκωση |
law | place where the damage or injury was sustained | τόπος επελεύσεως της ζημίας |
law | place where the event which resulted in damage or injury occurred | τόπος όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός |
med. | pre-existing corneal injury | προϋπάρχουσα βλάβη του κερατοειδή χιτώνα |
health. | prevention of injuries | πρόληψη των τραυματισμών |
health., transp., polit. | Programme of Community Action on Injury Prevention | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών |
med. | Programme of Community action on injury prevention in the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
law | questions of injury | θέματα σχετικά με προκαλούμενες ζημιές |
med. | radiation injury | τραύμα από ακτινοβολία |
gen. | radiation injury | βλάβη από ακτινοβολία |
law, fin. | recurrence of injury | επανεμφάνιση της ζημιάς |
interntl.trade. | regional injury | ζημία σε περιοχή της Κοινότητας |
health. | Regulatory Committee on the Minimum Safety and Health Requirements for Handling Heavy Loads where there is a Risk of Back Injury for Workers | επιτροπή κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με το χειρισμό βαρέων φορτίων που συνεπάγεται οσφυϊκούς κινδύνους για του εργαζόμενους |
health. | reperfusion injury | βλάβη απó επαναιµάτωση µετά απó ισχαιµία |
health. | reperfusion injury | βλάβη από επαναιμάτωση |
gen. | repetitive strain injuries | κακώσεις λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης |
law | right of direct recourse of the authority concerned against a third party responsible for injury or damage | άμεσο δικαίωμα προσφυγής κατά τρίτου υπευθύνου ζημίας |
health., lab.law. | risk of back injury | κίνδυνοι για τη ράχη και την οσφυϊκή χώρα |
med. | rotation injury | βλάβη σπονδυλικής στήλης από περιστροφή |
commer., fin. | self-inflicted injury | ζημία προκαλούμενη με ιδία ευθύνη |
health. | serious injury | σοβαρός τραυματισμός |
econ., market. | serious injury | σοβαρή ζημία |
transp. | slight injury | ελαφρός τραυματισμός |
med. | strain injury | βλάβη οφειλόμενη σε υπερπροσπάθεια |
forestr. | stress-related injury | τραυματισμός από καταπόνηση |
nat.sc., agric. | summer frost injury | καλοκαιρινή παγοραγάς |
med. | testicle injury | τραύμα όρχεως |
health. | thermal injury | θερμική βλάβη |
econ., market. | threat of serious injury | κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας |
med. | three-cavity injury | τραυματισμός τριών κοιλοτήτων |
lab.law. | threshold value at which physical injury can be expected to occur | όριο πέραν του οποίου επέρχονται σωματικές βλάβες |
med. | tissue injury | ιστική βλάβη |
med. | tissue injury | βλάβη ιστού |
health. | trifle injury | ασήμαντη βλάβη |
econ. | ultimate beneficiary,i.e.the person whose injury or damage is indemnified | τελικός δικαιούχος,δηλ.το πρόσωπο του οποίου ο τραυματισμός ή η ζημία αποζημιώνεται |
med. | vaccination induced injury | γενικευμένη αντίδραση μετά από εμβολιασμό |
med. | vesical injury | κάκωση ουροδόχου κύστης |
med. | whiplash injury | οξύ διάστρεμμα τραχήλου |
med. | whiplash injury | κάκωση από μαστίγιο |