DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing initial | all forms | exact matches only
EnglishGreek
country of initial marketingχώρα της πρώτης διαθέσεως του προϊόντος
heading to which the initial expenditure was chargedκονδύλι το οποίο επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνη
heading to which the initial expenditure was chargedγραμμή η οποία επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνη
initial allocationαρχικό κονδύλιο
initial allocation entered in the budgetαρχικό κονδύλιο που εγγράφεται στον προϋπολογισμό
initial appropriationsαρχικές πιστώσεις
initial capitalιδρυτικό κεφάλαιο
initial capitalαρχικό κεφάλαιο
initial capital of the ECBαρχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ
initial capital taxφόρος εισφοράς
initial connection chargeαρχικό τέλος
initial dividendπρώτο μέρισμα
initial equityαρχική επιχορήγηση
initial expenditureαρχική δαπάνη
initial fundιδρυτικό κεφάλαιο
initial investmentαρχική επένδυση
initial marginαρχικό περιθώριο
initial marginαρχική κατάθεση
initial marginαρχική εγγύηση
initial margin requirementαρχική απαίτηση περιθωρίου
initial marginsαρχικά περιθώρια
initial maturityαρχική προθεσμία λήξης
initial maturityαρχική διάρκεια
initial note rateαρχικό επιτόκιο υποθήκης
initial offering priceαρχική τιμή προσφοράς
initial or original marginελάχιστη κατάθεση εγγύησης; περιθώριο εγγύησης; περιθώριο ασφάλισης
initial public offeringΑρχική δημόσια προσφορά
initial public offeringάμεση διαπραγμάτευση
initial public offeringεισαγωγή στο χρηματιστήριο
initial quotaαρχική ποσόστωση
initial series of loansμια πρώτη σειρά δανείων
initial settlement dateαρχική ημερομηνία λήξης
initial shareμετοχή αμοιβής
initial shareμετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράς
initial shareμετοχή έναντι εισφοράς σε είδος
minimum initial purchaseελάχιστη αρχική αγορά