DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Environment containing ground | all forms | exact matches only
EnglishGreek
below-ground biomassυπόγεια βιομάζα
biological effect of biocides in surface and ground watersβιολογικό αποτέλεσμα του βιοκτόνου στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα
breeding groundχώρος κλωσήματος
breeding groundχώρος επώασης
burial groundχώρος ενταφιασμού
burial groundχώρος ταφής
burial groundραδιενεργό νεκροταφείο
clearing of the groundεκχέρσωση
concentration of radioactivity near the groundσυγκέντρωσις ραδιενεργείας πλησίον του εδάφους
contamination of ground water suppliesμόλυνσις των υπογείων υδάτων
aerial deposition of dry particles particulate deposits on the above-ground parts of plantsαπόθεση ξηρών σωματιδίων στα υπέργεια τμήματα των φυτών
deposition on ground surfacesαπόθεσις επί της επιφανείας του εδάφους
dilution of a ground-level plumeαραίωση του πλουμίου στην επιφάνεια του εδάφους
fishing ground Area of sea or freshwater where fish are caughtαλιευτικό πεδίο
1999 Gothenburg Protocol to Abate Acidification, Eutrophication and Ground-level OzoneΠρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος
ground-based monitoring networkεδαφικό δίκτυο παρακολούθησης
ground-based systemεπίγειο σύστημα
ground coverχλωροτάπης δάσους
ground effectεδαφικό φαινόμενο
ground fuelκαύσιμα εδάφους
ground gameχερσαίο θήραμα
ground level concentrationόχληση
ground level concentrationσυγκέντρωση στο επίπεδο του εδάφους
ground level concentration of pollutantsόχληση
ground-level ozoneΣυγκέντρωση όζοντος στην επιφάνεια του εδάφους
ground-level ozoneόζον της τροπόσφαιρας; τροποσφαιρικό όζον' όζον επιπέδου εδάφους
ground-level ozoneτροποσφαιρικό όζον
ground nesterπτηνό που κατασκευάζει φωλιά στο έδαφος
ground nesting birdπτηνό που κατασκευάζει φωλιά στο έδαφος
ground surfaceεπιφάνεια εδάφους
ground swellφουσκοθαλασσιά
ground swellαποθαλασσία
ground vegetationχλωροτάπης δάσους
ground waterυπόγεια ύδατα
ground water layerυπόγεια ύδατα
ground water pumpingάντληση υπόγειων υδάτων
ground weather radarεπίγειο ραντάρ
high voltage was measured to ground with an electrostatic voltmeterΗ υψηλή τάση μετρήθηκε ως προς τη γη με ένα ηλεκτροστατικό βολτόμετρο.
in-ground encapsulationενδοεδαφικός εγκιβωτισμός
Protocol to Abate Acidification, Eutrophication and Ground-level OzoneΠρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος
Protocol to the 1979 Convention on Long-Range Transboundary Air Pollution to abate Acidification, Eutrophication and Ground-Level OzoneΠρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος
spawning groundτόπος αναπαραγωγής
spawning groundπεριοχή αναπαραγωγής ωοτοκίας
spawning ground Area of water where fish come each year to produce their eggsπεριοχή αναπαραγωγής
spawning ground for fishτόπος αναπαραγωγής για τα ψάρια
steeply sloping groundεπικλινές έδαφος
support ground laboratoryεργαστήριο υποστήριξης από το έδαφος
waste disposal in the ground The planned discharge, deposit or burial of refuse or other unserviceable material into the surface of the earth, as in a landfillδιάθεσση αποβλήτων στο έδαφος
waste disposal in the groundδιάθεσση αποβλήτων στο έδαφος
water infiltration into the groundαπορρόφηση νερού από το έδαφος
water infiltration into the ground The movement of surface water into soil or rock through cracks and poresαπορρόφηση νερού από το έδαφος