DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing ground | all forms | exact matches only
EnglishGreek
air-ground leverμοχλός αέρα-εδάφους
aircraft on groundπιεστικότητα αποκατάστασης βλάβης αεροσκάφους
aircraft on groundκατάσταση AOG
central ground sequencerκεντρική συσκευή ακολουθίας εδάφους
engine ground runningλειτουργία στροβιλοκινητήρων στο έδαφος
ground balk valveβαλβίδα αναστολής στο έδαφος
ground baulk valveβαλβίδα αναστολής στο έδαφος
ground depending power take-offλήψη ισχύος εξαρτώμενη από το έδαφος
ground dowel pinκοπίλια συναρμογής
ground electrodeσώμα
ground electrodeγη
ground independent power take-offλήψη ισχύος κινητήρα
ground lockπείροι ασφάλισης εδάφους
ground-running engineστροβιλοέλικα που συνιστάται να λειτουργεί κατά την τροχοδρόμηση
ground-running engineκινητήρας τροχοδρόμησης
ground servicing barμπάρα εξυπηρέτησης εδάφους
ground spark plug electrodeσώμα
ground spark plug electrodeηλεκτρόδιο γείωσης
ground spark plug electrodeγη
ground spark plug electrodeγείωση
ground speed power take-offλήψη ισχύος εξαρτώμενη από την ταχύτητα
ground spoiler control boxμηχανισμός ελέγχου φθορέων άνωσης
ground wormλειασμένος ατέρμονας κοχλίας
hub height above groundύψος άξονα περιστροφής από το έδαφος
maximum thrust on groundμέγιστη ώση στο έδαφος