DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing gross | all forms | exact matches only
EnglishGreek
gross commanded areaακαθάριστος αρδεύσιμος διά βαρύτητος έκτασις
gross energyολική ενέργεια τροφής
gross irrigable areaακαθάριστος αρδεύσιμος έκτασις
gross leesοινολάσπη
gross lift areaακαθάριστος αρδεύσιμος δι'ανυψώσεως του ύδατος έκτασις
gross production of wood under barkπαραγωγή ακατέργαστου ξύλου χωρίς φλοιό
gross scaleακάθαρτοςμεικτόςκυβισμός
gross value added at factor costακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε κόστος συντελεστών της σχετικής εκμετάλλευσης
standard gross margin SGMτυπικό ακαθάριστο κέρδος
standard gross marginτυπικό ακαθάριστο κέρδος
tonnage expressed in gross tonnes GTχωρητικότητα εκφραζόμενη σε ολική χωρητικότητα