DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Commerce containing first | all forms | exact matches only
EnglishGreek
first come, first served"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
first-stop shopκέντρο πρώτης επαφής