DictionaryForumContacts

   English Greek
Terms for subject Law containing energy of | all forms
EnglishGreek
Agreement between Canada and the European Atomic Energy Community for cooperation in the area of nuclear researchΣυμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας Ευρατόμ και του Καναδά για συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής έρευνας.
Agreement of participation by the European Atomic Energy Community in the International Thermonuclear Experimental Reactor ITER Conceptual Design Activities, together with Japan, the Union of Soviet Socialist Republics, and the United States of AmericaΣυμφωνία συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας στις δραστηριότητες της μελέτης γενικής σύλληψης του διεθνούς θερμοπυρηνικού πειραματικού αντιδραστήρα ITER, μαζί με την Ιαπωνία, την Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
Final act of the European Energy Charter ConferenceΤελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας