Subject | English | Greek |
fin. | to achieve cost-effective resource-raising | αντλώ πόρους υπό συμφέροντες όρους |
fin. | to achieve cost-effective resource-raising | αντλώ πόρους με καλή σχέση κόστους-απόδοσης |
construct. | adjusted effective temperature | "διορθωμένη ενεργός θερμοκρασία" |
el. | aerial effective area | ενεργός επιφάνεια κεραίας |
chem., el. | air vent effective area | ενεργός διατομή αεραγωγού |
el. | anisotropic effective mass | Ανισότροπη ενεργός μάζα |
fin. | annual effective yield | πραγματική ετήσια απόδοση |
el. | antenna effective area | ενεργός επιφάνεια κεραίας |
tax. | average effective tax rate | μέσος πραγματικός φορολογικός συντελεστής |
earth.sc., life.sc. | biologically effective ultraviolet radiation | υπεριώδης ακτινοβολία Β |
earth.sc., life.sc. | biologically effective ultraviolet radiation | υπεριώδης ακτινοβολία μέσου μήκους κύματος |
mech.eng. | brake mean effective pressure | μέση δραστική πίεση στην πέδη |
gen. | Busan Partnership for Effective Development Cooperation | Σύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία |
gen. | Busan Partnership for Effective Development Cooperation | Παγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία |
law | to cease to be effective | παύουν να ισχύουν |
law | commercial real and effective establishment | πραγματική και ενεργός εμπορική εγκατάσταση |
IT | Committee for implementation of the programme for the effective integration of information and communication technologies ICT in education and training systems in Europe eLearning Programme | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος για την αποτελεσματική ενσωμάτωση των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών ΤΠΕ στα ευρωπαϊκά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης πρόγραμμα eLearning |
law, immigr. | Committee for the production of statistics in connection with the system for comparison of fingerprints for the effective application of the Dublin Convention Eurodac | Επιτροπή για την εκπόνηση στατιστικών στο πλαίσιο του συστήµατος για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωµάτων για την αποτελεσµατική εφαρµογή της σύµβασης του ∆ουβλίνου Eurodac |
earth.sc. | corrected effective temperature | διορθωμένη πραγματική θερμοκρασία |
econ. | cost-effective | οικονομικά αποδοτικός |
econ. | cost effective analysis | προβλέψεις αποδοτικότητας |
commun., IT | cost-effective coverage of densely populated areas | κάλυψη πυκνοκατοικημένων περιοχών με αποτελεσματική σχέση κόστους/εσόδων |
energ.ind. | cost-effective energy technology | ενεργειακή τεχνολογία αποδοτική συγκριτικά με το κόστος της |
gen. | cost-effective method | μέθοδος αποδοτική από πλευράς κόστους |
immigr. | Council Regulation EC No 2725/2000 of 11 December 2000 concerning the establishment of "Eurodac" for the comparison of fingerprints for the effective application of the Dublin Convention | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του "Eurodac" για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου |
social.sc. | delaying the effective age of retirement | μετατόπιση της ηλικίας συνταξιοδότησης' άνοδος της ηλικίας συνταξιοδότησης |
gen. | Determination of mass of effective pile per unit area that can be shorn away from the substrate | Προσδιορισμός της μάζας του πέλους ανά μονάδα επιφανείας που μπορεί να αποχωριστεί με κόψιμο από τη βάση |
el. | effective absorbing area | ενεργός επιφάνεια απορρόφησης |
el. | effective absorbing area of the receiving aerial | ενεργός επιφάνεια απορρόφησης κεραίας δέκτη |
el. | effective absorbing area of the receiving antenna | ενεργός επιφάνεια απορρόφησης κεραίας δέκτη |
industr., construct., chem. | effective absorption coefficient | Συντελεστή ενεργού απορροφήσεως |
el. | effective acceptor-atom density | ενεργός πυκνότητα ατόμων-αποδεκτών |
law | effective access to justice | ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη |
fin. | effective action | αποτελεσματικό μέτρο |
IT, dat.proc. | effective address | Διεύθυνση ενεργού εντολής |
IT, dat.proc. | effective address | διεύθυνση ενεργού εντολής |
el. | effective aerial gain | ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | effective aerial height | ενεργό ύψος κεραίας |
gen. | effective aerodynamic atmosphere, effective depth of atmosphere for aerodynamic lift | δραστική αεροδυναμική ατμόσφαιρα |
industr., construct. | effective alkali | ενεργό άλκαλι |
fin. | effective amount | πραγματικό ποσό |
el. | effective antenna gain | ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | effective antenna height | ενεργό ύψος κεραίας |
el. | effective aperture | ενεργό άνοιγμα |
el. | effective aperture area | ενεργός επιφάνεια ανοίγματος |
cultur., life.sc. | effective area | ωφέλιμος επιφάνεια αεροφωτογραφίας |
commun. | effective area | διατομή απορρόφησης |
commun. | effective area | ενεργός επιφάνεια |
el. | effective area | ενεργό άνοιγμα |
life.sc., construct. | effective area of mota well | ενεργός ζώνη φρέατος "Mota" |
life.sc. | effective atmosphere | ενεργή ατμόσφαιρα |
el. | effective attenuation | ενεργός εξασθένιση |
el. | effective average | ενεργός μέσος όρος |
commun. | effective bandwidth | πραγματική διαπερατή ζώνη |
commun. | effective bandwidth | ενεργό ζωνικό εύρος |
fin. | effective base | πραγματική φορολογική βάση |
el. | effective beamwidth | ενεργό εύρος δέσμης |
transp., tech., law | effective belt anchorage | ενεργός αγκύρωση ζώνης ασφαλείας |
transp., mech.eng. | effective braking power | ποσοστό πέδησης |
transp., mech.eng. | effective braking power | πεδούμενο βάρος |
IT | effective byte location | Ενεργός θέση ψηφιολέξης |
earth.sc. | effective cadmium cut-off | ενεργό κατώφλι ενέργειας του καδμίου |
commun. | effective call | επιτυχής κλήση |
commun. | effective call attempt | πλήρης απόπειρα κλήσης |
polit. | effective capacity | ωφέλιμος όγκος ψυκτικού θαλάμου |
mech.eng. | effective capacity | ενεργός παροχή όγκου |
el. | effective capacity | Πραγματική χωρητικότης |
el. | effective capacity | ενεργός χωρητικότητα |
earth.sc., construct. | effective capacity | υδαταποθήκευσις |
earth.sc., construct. | effective capacity | ωφέλιμος υδατοχωρητικότης |
med. | effective capillary blood pressure | θετική τριχοειδής πίεσις του αίματος |
nat.sc. | effective cation exchange capacity | ενεργός κατιοανταλλακτική ικανότητα |
life.sc. | effective chimney height | πραγματικό ύψος καπνοδόχου |
transp. | effective circumference of wheel tyres | πραγματική περιφέρεια των τροχών |
patents. | effective claiming of seniority | έγκυρη διεκδίκηση της αρχαιότητας |
transp., nautic. | effective clearing of the ship | απόσταση ασφαλείας από το πλοίο |
astronaut., transp. | effective coefficient of friction | Δραστικός συντελεστής τριβής |
life.sc., construct. | effective cohesion | ενεργή συνοχή |
earth.sc., chem. | effective collision cross-section | ενεργός διατομή συγκρούσεων |
polit. | effective, compatible procurement methods | αποτελεσματικές και συμβατές μέθοδοι προμηθειών |
econ. | effective competition | ουσιαστικός ανταγωνισμός |
econ. | effective competition | αποτελεσματικός ανταγωνισμός |
law, chem. | effective concentration x% | αποτελεσματική συγκέντρωση x% |
el. | effective conductivity | ενεργός αγωγιμότητα |
fin. | effective convexity | πραγματική κυρτότητα |
fin. | effective convexity | ενεργός κυρτότητα |
law, polit., agric. | effective coordination of efforts | αποτελεσματικός συντονισμός των προσπαθειών |
commun. | effective coverage range | ενεργός περιοχή κάλυψης |
el. | effective current | αποτελεσματικό ρεύμα |
el. | effective current | βατικό ρεύμα |
el. | effective current | ενεργό ρεύμα |
commun., el. | effective cut-off frequency | πραγματική συχνότητα αποκοπής |
commun., el. | effective cut-off frequency | οριακή συχνότητα |
met., mech.eng. | effective cutter diameter | διάμετρος φρέζας |
met., mech.eng. | effective cutter diameter | ονομαστική διάμετρος |
earth.sc., mech.eng. | effective cutting force | ενεργός δύναμη κοπής |
earth.sc., mech.eng. | effective cutting power | ενεργός ισχύς κοπής |
earth.sc., mech.eng. | effective cylinder capacity | ενεργός όγκος κυλίνδρου |
earth.sc., mech.eng. | effective cylinder capacity | πραγματικός υδραυλικός όγκος |
commun. | effective data transfer rate | ενεργός ρυθμός μετάδοσης |
fin. | effective date | ημερομηνία έναρξης ισχύος |
commun., IT | effective date of connection | ημερομηνία σύνδεσης |
econ., market. | effective date of cover | ημερομηνία ενεργοποίησης της εγγύησης |
econ., market. | effective date of cover | ημερομηνία έναρξης ισχύος της κάλυψης |
law | effective date of notification | αποτελέσματα της κοινοποίησης |
gen. | Effective dead time | Μέτρο νεκρού χρόνου |
stat. | effective degrees of freedom | αποτελεσματικοί βαθμοί ελευθερίας |
gen. | effective delayed neutron fraction | ενεργό κλάσμα καθυστερημένων νετρονίων |
mater.sc., el. | effective demand | πραγματική ισχύς κατά την αιχμή του συστήματος |
econ. | effective demand | ενεργός ζήτηση |
mater.sc., el. | effective demand | πραγματική ζήτηση |
mater.sc., el. | effective demand factor | σχέση πραγματικής κατά την αιχμή προς την εγκαταστημένη ισχύ |
mater.sc., el. | effective demand factor | συντελεστής πραγματικής ζήτησης |
demogr. | effective demand for housing | ζήτηση κατοικιών |
earth.sc. | effective density | ειδικόν βάρος σώματος εν βυθίσει |
mech.eng. | effective diameter | διάμετρος παρειών |
el. | effective dielectric constant | ενεργός διηλεκτρική σταθερά |
el. | effective diffusion constant | πραγματική σταθερά διάχυσης |
el. | effective diffusion constant | ενεργός σταθερά διάχυσης φορέων |
el. | effective diffusivity | πραγματική διαχυτικότητα |
el. | effective diffusivity | ενεργός σταθερά διάχυσης ατόμων |
el. | effective dimension of the rain volume | ενεργός διάσταση σταγόνας βροχής |
el. | effective dimensions of a magnetic circuit | ενεργές διαστάσεις μαγνητικού κυκλώματος |
el. | effective distance | ενεργός απόσταση |
el. | effective distance of the path | ενεργός απόσταση διαδρομής |
el. | effective donor-atom density | ενεργός πυκνότητα ατόμων-δοτών |
el. | effective dopant density | ενεργός πυκνότητα νόθευσης |
el. | effective doping density | ενεργός πυκνότητα νόθευσης |
health., el. | effective dose | ενεργός δόση |
health. | effective dose | αποτελεσματική δόση |
gen. | effective dose commitment | ενεργός δόση εκ των πραγμάτων λαμβανομένη |
health. | effective dose equivalent | ενεργή ισοδύναμη δόση |
chem. | effective dose x% | αποτελεσματική δόση x % |
gen. | Effective doubleword lοcation | Ενεργός θέση διπλής λέξης |
el. | effective drift length | ενεργό μήκος ολίσθησης |
earth.sc., mech.eng. | effective driving medium pressure | ενεργός πίεση υγρού κίνησης |
fin. | effective duration | πραγματική διάρκεια |
fin. | effective duration | ωφέλιμη διάρκεια |
life.sc., R&D. | effective duration | διάρκεια της έκθεσης |
fin. | effective duty | πράγματι εφαρμοζόμενος δασμός |
el. | effective dynamic range | ενεργός δυναμική περιοχή |
life.sc. | effective earth-curvature factor | ενεργός παράγοντας καμπυλότητας της γης |
el. | effective Earth-radius factor | ενεργός παράγοντας ακτίνας γης |
life.sc., el. | effective Earth's radius | πραγματική ακτίνα της γης |
life.sc., el. | effective Earth's radius | πραγματική ακτίνα γης |
fin. | Effective EE | πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία |
earth.sc., mech.eng. | effective efficiency | ωφέλιμη απόδοση |
earth.sc., mech.eng. | effective efficiency | ολική απόδοση |
gen. | effective energy | ισοδύναμη ενέργεια |
gen. | effective energy | ενεργός ενέργεια |
life.sc., agric. | effective evapotranspiration | πραγματική εξαέρωση |
life.sc., agric. | effective evapotranspiration | πραγματική εξαερωτική εξίδρωση |
econ., fin. | effective exchange rate | σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία |
law | effective execution | αποτελεσματική εκτέλεση |
mech.eng. | effective exit velocity | δραστική ταχύτητα εξόδου |
fin. | effective expected exposure at a specific date | πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία |
fin. | Effective Expected Positive Exposure | πραγματικό αναμενόμενο θετικό άνοιγμα |
fin., tax. | effective export market | αγορά φερέγγυων εξαγωγών |
mech.eng. | effective face width | ενεργό πλάτος παρειάς δοντιού |
mech.eng. | effective face width of bevel gear | ενεργό πλάτος παρειάς δοντιού κωνικού οδοντωτού τροχού |
stat., social.sc. | effective fertility | ενεργός γονιμότητα |
mech.eng. | effective field capacity | πραγματική ικανότητα λειτουργίας |
transp., el. | effective field ratio | σχέση ενεργού πεδίου |
el. | effective field strength | ενεργός ένταση πεδίου |
industr., mech.eng. | effective filtration area | επιφάνεια διηθήσεως |
industr., mech.eng. | effective filtration area | δρώσα επιφάνεια διηθήσσεως |
astronaut., transp. | effective flash frequency | Αποτελεσματική συχνότητα αναλαμπών συχνότητα κατά την οποία το πλήρες σύστημα φώτων αποφυγής σύγκρουσης του αεροπλάνου να φαίνεται από απόσταση |
earth.sc. | effective focal spot | ενεργό εστιακό σημείο |
life.sc. | effective force | ενεργός δύναμις |
agric., mech.eng. | effective freezing time | πραγματικός χρόνος κατάψυξης |
el. | effective gain | ενεργός απολαβή |
el. | effective gap length | ενεργό μήκος διάκενου |
el. | effective gate voltage | ενεργός τάση πύλης |
health. | effective germinative capacity | δραστική φυτρωτικότης δασικών σπόρων |
transp. | effective grain size | ενεργός διάμετρος κόκκων |
tech. | effective gramme | ενεργό γραμμάριο |
el. | effective great circle path profile | ενεργός προβολή διαδρομής στο επίπεδο μέγιστου κύκλου |
fin. | effective gross income | πραγματικό ακαθάριστο εισόδημα |
el. | effective ground constants | ενεργές σταθερές εδάφους |
gen. | effective half life | ενεργός χρόνος υποδιπλασιασμού |
mech.eng., construct. | effective head | καθαρόν ύψος πτώσεως |
el. | effective height | ενεργόν ύψος |
el. | effective height | ενεργό ύψος |
mater.sc. | effective height of jet | ύψος βολής νερού |
transp. | effective helix angle | πραγματική γωνία έλικος |
transp., mech.eng. | effective horse power | ισχύς πέδης |
transp., mech.eng. | effective horse power | ιπποδύναμη πέδης |
earth.sc., transp. | effective horsepower | ωφέλιμη ισχύς |
earth.sc., mech.eng. | effective hydraulic power | ωφέλιμη υδραυλική ισχύς |
earth.sc., mech.eng. | effective hydraulic power | ενεργός υδραυλική ισχύς |
immigr. | effective in practice | αποτελεσματικός -ή, -ό στην πράξη |
el. | effective induction area of the control current loop | ενεργό εμβαδόν επαγωγής στο βρόχο του ρεύματος ελέγχου |
el. | effective induction area of the output loop | ενεργό εμβαδόν επαγωγής στο βρόχο εξόδου |
life.sc., el. | effective inflow | ωφέλιμη παροχή |
life.sc., el. | effective inflow | καθαρή παροχή |
el. | effective initial voltage | αρχική τάση σε ενέργεια |
el. | effective inner resistance | ενεργός εσωτερική αντίσταση |
mech.eng. | effective input flow | ενεργός παροχή όγκου εισόδου |
el. | effective input noise bandwidth | ενεργό ζωνικό εύρος θορύβου εισόδου |
IT, tech. | effective instruction | Ενεργός εντολή |
transp., avia. | effective intensity | ενεργός ένταση |
account. | effective interest method | μέθοδος του αποτελεσματικού επιτοκίου |
fin. | effective interest rate | τρέχον επιτόκιο ; πραγματικό επιτόκιο ; πραγματικό εσωτερικό επιτόκιο |
account. | effective interest rate | αποτελεσματικό επιτόκιο |
fin. | effective intervention rate | τρέχουσα τιμή παρέμβασης |
immigr. | effective investigation | αποτελεσματική διερεύνηση |
commun. | effective isotropically radiated power | ισοδύναμη ισότροπα ακτινοβολούσα ισχύς |
gen. | effective kilogram | ενεργό χιλιόγραμμο |
commun. | effective language | γλώσσα εκτέλεσης |
polit., law | effective legal protection | πραγματική δικαστική προστασία |
med. | effective length | πραγματικό μήκος |
mater.sc., met. | effective length | μήκος λυγισμού |
med. | effective length | ενεργό μήκος |
chem. | effective length of a screw | ωφέλιμο μήκος κοχλία |
chem. | effective length of a screw | ωφέλιμο μήκος βίδας |
el. | effective length of the aerial | ενεργό μήκος κεραίας |
el. | effective length of the antenna | ενεργό μήκος κεραίας |
met. | effective length of the magnetic circuit | ωφέλιμο μήκος μαγνητικού κυκλώματος |
industr., construct., chem. | effective length of weld | αποτελεσματικό μήκος ραφής |
el. | effective lifetime | πραγματική διάρκεια ζωής |
corp.gov., transp., avia. | effective manager | διευθύνων υπόλογος |
el. | effective margin | ενεργό περιθώριο |
earth.sc. | effective mass | ενεργός μάζα |
el. | effective-mass anisotropy | Ανισότροπη ενεργός μάζα |
earth.sc., el. | effective mass factor | συντελεστής ενεργού μάζας |
el. | effective mass of the stylus tip | ενεργός μάζα ακίδας |
fin. | effective maturity | πραγματική ληκτότητα |
tech., el. | effective measuring range | περιοχή μετρήσεων |
med. | effective metabolism | δραστικός μεταβολισμός |
transp., mil., grnd.forc. | effective mileage | ωφέλιμη διαδρομή |
commun., IT | effective mode volume | όγκος ενεργού ρυθμού |
commun., el. | effective monopole radiated power | ενεργή ακτινοβολούμενη ισχύς κατακόρυφης μικρής κεραίας |
commun., el. | effective monopole radiated power in a given direction | ενεργή ακτινοβολούμενη ισχύς κατακόρυφης μικρής κεραίας |
gen. | effective multilateralism | αποτελεσματική πολυμερής προσέγγιση |
commun. | effective network bandwidth | ενεργό ζωνικό εύρος δικτύου |
life.sc. | effective nocturnal radiation | πραγματική νυκτερινή ακτινοβολία |
industr., construct., chem. | effective numerical aperture | Eνεργός τιμή διαφράγματος |
IT | effective operand address | Ενεργός διεύθυνση τελεστέου |
gen. | Effective operation speed | Ενεργός ταχύτης λειτουργίας |
law, min.prod. | effective or notional occupation | κατοχή πραγματική ή ιδεατή |
earth.sc., transp. | effective output | ωφέλιμη ισχύς |
med. | effective output | πραγματική ισχύς |
earth.sc., mech.eng. | effective output flow | ωφέλιμη παροχή όγκου εξόδου |
earth.sc., mech.eng. | effective output flow | ενεργός παροχή όγκου εξόδου |
el. | effective overall noise band | συνολική ενεργή ζώνη θορύβου |
transp., el. | effective overload output of a heat engine | ισχύς πραγματική υπερφόρτισης θερμικού κινητήρα |
astronaut., transp. | effective page | έγκυρων σελίδων |
transp. | Effective Parts Marking | επισήμανση μερών του οχήματος |
transp. | effective payload | πραγματικό ωφέλιμο φορτίο |
agric. | effective penetration | ωφέλιμη διείσδυση |
agric. | effective penetration | πραγματική διείσδυση |
transp., avia., environ. | effective perceived noise in decibels | πραγματικά αντιληπτός θόρυβος σε decibel |
el. | effective permeability | ενεργός διαπερατότητα |
tech., industr., construct. | effective pile | ενεργό πέλος |
tech., industr., construct. | effective pile | αποτελεσματικό πέλος |
tech., industr., construct. | effective pile height | αποτελεσματικό ύψος πέλους |
tech., industr., construct. | effective pile length | αποτελεσματικό μήκος πέλους |
tech., industr., construct. | effective pile thickness | ενεργό-αποτελεσματικό πάχος πέλους |
mech.eng. | effective piston area | δρώσα επιφάνεια εμβόλου |
mech.eng. | effective piston area on piston rod side | δρώσα επιφάνεια εμβόλου στην πλευρά του βάκτρου εμβόλου |
earth.sc. | effective pitch | ενεργό βήμα |
gen. | effective point of release | ισοδύναμο σημείο εκλύσεως |
life.sc. | effective porosity | ενεργόν πορώδες |
mech.eng. | effective power | ισχύς ρυμουλκήσεως |
life.sc. | effective precipitation | αποτελεσματική βροχόπτωση |
earth.sc. | effective profile drag | πραγματική αντίσταση αεροτομής |
el. | effective propagation path length | ενεργό μήκος διαδρομής διάδοσης |
transp. | effective propeller thrust | ενεργός ώση έλικας |
law | effective, proportionate and dissuasive criminal penalty | αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις |
health., el. | effective quality factor | ενεργός συντελεστής ποιότητας |
commun. | effective radiated power | ενεργή ακτινοβολούμενη ισχύς |
commun. | effective radiated power | ενεργός ακτινοβολούμενη ισχύς σε δεδομένη κατεύθυνση |
nat.sc. | effective radiated power | φαινομένη ακτινοβολούμενη ισχύς |
commun. | effective radiated power in a given direction | ενεργός ακτινοβολούμενη ισχύς σε δεδομένη κατεύθυνση |
commun. | effective radiated power in a given direction | ενεργή ακτινοβολούμενη ισχύς |
life.sc. | effective radiation | πραγματική ακτινοβολία |
tech., construct. | effective radius of a well | ενεργός ακτίς φρέατος |
el. | effective radius of curvature | ενεργή ακτίνα καμπυλότητας |
el. | effective radius of the Earth | ισοδύναμη ακτίνα της γης |
life.sc., el. | effective radius of the Earth | πραγματική ακτίνα της γης |
el. | effective radius of the Earth | ενεργός ακτίνα της γης |
el. | effective radius of the Earth | ενεργή ακτίνα γης |
life.sc., el. | effective radius of the Earth | πραγματική ακτίνα γης |
earth.sc., environ. | effective rainfall | πραγματική βροχόπτωση |
life.sc. | effective rainfall | ενεργός βροχόπτωσις |
mech.eng. | effective rake angle | γωνία αποβλίττου |
stat. | effective range | αποτελεσματική σειρά |
tech., el. | effective range | περιοχή μετρήσεων |
fin. | effective rate | τρέχον επιτόκιο |
fin. | effective rate | πραγματικό επιτόκιο |
fin. | effective rate of interest | τρέχον επιτόκιο ; πραγματικό επιτόκιο ; πραγματικό εσωτερικό επιτόκιο |
energ.ind., construct. | effective rated output expressed in kW | ωφέλιμη ονομαστική ισχύςσε kW |
energ.ind. | effective rated output expressed in kW | ωφέλιμη ονομαστική ισχύς εκφραζόμενη σε kW |
energ.ind., construct. | effective rated output expressed in kW | ονομαστική ισχύς εξόδου |
energ.ind. | effective rated output | ωφέλιμη ονομαστική ισχύς |
el. | effective reactance | αντίδραση X |
el. | effective reactance | άεργος αντίσταση |
el. | effective receiver bandwidth | ενεργό ζωνικό εύρος δέκτου |
el. | effective receiver input noise power | ενεργή ισχύς θορύβου στην είσοδο δέκτη |
commun., IT | effective reduction | αποτελεσματική σμίκρυνση |
earth.sc. | effective reflex surface | ανακλαστική επιφάνεια |
IT | effective refractive index | ενεργός δείκτης διάθλασης |
med. | effective refractory period | απόλυτη ανερέθιστη περίοδος |
law, h.rghts.act. | effective remedy | αποτελεσματική προσφυγή |
earth.sc. | effective removal cross section | ισοδύναμη ενεργός διατομή απομακρύνσεως |
earth.sc. | effective removal cross section | ενεργός διατομή απομακρύνσεως |
earth.sc. | effective resonance integral | ενδεικνυόμενο ολοκλήρωμα εκλεκτικότητας |
sec.sys. | effective retirement age | πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης |
transp. | effective right of independent action | πραγματικό δικαίωμα για ανεξάρτητες ενέργειες |
transp., tech., mech.eng. | effective running time | πραγματικός χρόνος λειτουργίας |
earth.sc., el. | effective scalar permeability for plane waves | ενεργός βαθμωτή διαπερατότητα για επίπεδα κύματα |
law | effective scope of the utility model | πραγματική εμβέλεια του υποδείγματος χρησιμότητας |
el. | effective selectivity | ενεργή επιλεκτικότητα |
el. | effective selectivity curve | καμπύλη ενεργής επιλεκτικότητας |
el. | effective sending level | ενεργό επίπεδο εκπομπής |
life.sc. | effective size of grain | ενεργός διάμετρος κόκκων |
el. | effective sky-noise temperature | ενεργή θερμοκρασία θορύβου ουρανού |
life.sc. | effective snow melt | απορρέον ύδωρ τήξεως χιόνος |
el. | effective solar array area | ενεργή επιφάνεια ηλιακής συστοιχίας |
transp. | effective span | πραγματικό άνοιγμα |
transp. | effective span | αληθές άνοιγμα |
life.sc. | effective stack height | πραγματικό ύψος καπνοδόχου |
commun. | effective status | αποτελεσματική κατάσταση' ενεργός κατάσταση |
commun. | effective status | ενεργός κατάσταση |
commun. | effective status | αποτελεσματική κατάσταση |
agric. | effective stocking | μελλοντικόν ξυλαπόθεμα |
earth.sc., construct. | effective storage | υδαταποθήκευσις |
earth.sc., construct. | effective storage | ωφέλιμος υδατοχωρητικότης |
life.sc. | effective strain energy criterion for failure | κριτήριο θραύσης βασιζόμενο στην ενεργό τιμή ενέργειας παραμορφώσεως |
transp. | effective stress | ενεργός τάση |
mech.eng. | effective stroke | ωφέλιμη διαδρομή |
el. | effective stylus tip radius | ενεργός ακτίνα ακίδας αναπαραγωγής |
mech.eng., el. | effective synchronous reactance | ισοδύναμη σύγχρονη αντίδραση |
earth.sc. | effective temperature | πραγματική θερμοκρασία |
earth.sc., mech.eng. | effective theoretical head | το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί από μιά αντλία με πεπερασμένο αριθμό πτε στον ωθητή,το πραγματικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος |
earth.sc. | effective thermal cross-section | ενεργός διατομή Βέστκοτ |
earth.sc. | effective thermal cross-section | ενεργός θερμική ενεργός διατομή |
health. | effective threshold of audibility in noise | κατώφλι απόκρυψης |
met. | effective throat thickness | πάχος συγκόλλησης |
met. | effective throat thickness concave fillet weld | ωφέλιμο πάχος ραφής |
industr., construct., chem. | effective throat thickness | αποτελεσματικό πάχος εσωραφής |
lab.law. | effective time | Πραγματικός χρόνος παραγωγής |
mech.eng. | effective torque | ωφέλιμη ροπή στρέψεως |
mech.eng. | effective torque | ενεργός ροπή στρέψεως |
earth.sc., tech. | effective tractive effort | αποδοτική δύναμη έλξεως |
market. | effective trade programme | πρόγραμμα εμπορικής αποτελεσματικότητας |
IT | effective transmission speed | Ενεργός ταχύτητα μετάδοσης |
mech.eng., el. | effective turns per phase | ενεργές σπείρες ανά φάση |
stat. | effective unit | αποτελεσματική μονάδα |
life.sc. | effective unit weight | πραγματικόν βάρος μονάδος |
earth.sc., chem. | effective value | πραγματική τιμή |
earth.sc., chem. | effective value | ενεργός τιμή |
transp., mech.eng. | effective velocity | ταχύτητα μέσου όρου |
transp., mech.eng. | effective velocity | μέση ταχύτητα |
life.sc. | effective velocity | πραγματική ταχύτης |
market. | effective voice in management | ενεργός συμμετοχή στη διοίκηση |
el. | effective voltage | ενεργός τάση |
el. | effective voltage | τάση σε ενέργεια |
earth.sc., el. | effective voltage | ενεργή τάση |
life.sc., construct. | effective water use | πραγματική υδατοκατανάλωσις |
agric., construct. | effective water use | πραγματική κατανάλωση |
life.sc., transp. | effective waterway | ενεργόν πλάτος υδατορρεύματος |
health. | effective wavelength | ισοδύναμο μήκος κύματος |
health. | effective wavelength | ενεργό μήκος κύματος |
tech. | effective weight | βάρος πραγματικό |
med. | effective weight | πραγματικό βάρος |
earth.sc., construct. | effective weight of steining | ενεργόν βάρος επενδύσεως |
tech., mech.eng. | effective weighting factor | πραγματικός συντελεστής βαρύτητας |
tech., mech.eng. | effective weighting factor | ενεργός συντελεστής στάθμισης |
agric. | effective width | χρήσιμο πλάτος διασποράς |
agric. | effective width | ωφέλιμο πλάτος διασποράς |
construct. | effective width | ενεργό πλάτος |
agric. | effective width | ενεργό πλάτος διασποράς |
med. | effective width | πραγματικό εύρος |
mech.eng. | effective width angle | ενεργή γωνία πλάτους |
el. | effective width of filled states | πραγματικό πλάτος των πλήρων σταθμών ενεργείας |
life.sc., el. | effective wind | συνιστάμενος άνεμος |
life.sc., el. | effective wind | ενεργός άνεμος |
IT | effective word location | Ενεργός θέση λέξης |
earth.sc., mech.eng. | effective work | ωφέλιμο έργο |
lab.law. | effective working time | καθαρός χρόνος εργασίας |
fin. | effective yield | χρηματιστηριακή απόδοση |
account. | efficient and effective audit approach | αποδοτική και αποτελεσματική στρατηγική ελέγχου |
interntl.trade. | equitable or effective imposition or collection of direct taxes in respect of services or service suppliers | δίκαιη ή αποτελεσματική επιβολή ή συλλογή άμεσων φόρων, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή τους φορείς παροχής υπηρεσιών |
life.sc. | essential effective rainfall | κυρίως ενεργός βροχόπτωσις |
gen. | Global Partnership for Effective Development Co-operation | Παγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία |
gen. | Global Partnership for Effective Development Co-operation | Σύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία |
law | to have an effective remedy | διαθέτω μία αποτελεσματική προσφυγή |
market. | to hinder effective competition | παρεμποδίζουν τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού |
el. | hole effective mass | ενεργός μάζα οπής |
fin. | index of effective exchange rate | σταθμισμένος δείκτης τιμών συναλλάγματος |
mech.eng. | indicated mean effective pressure | ενδεικνυόμενη μέση ενεργός πίεση |
law | is effective | γεννά αποτελέσματα; τίθεται σε ισχύ; ισχύει |
tax., empl. | labour effective tax rate on total employment | πραγματικός συντελεστής φορολογίας της εργασίας στο σύνολο της απασχόλησης |
tech., industr., construct. | length of effective pile | αποτελεσματικό μήκος πέλους |
industr., construct. | loom effective speed | πραγματική ταχύτητα αργαλειού |
tax. | marginal effective tax rate | οριακός πραγματικός φορολογικός συντελεστής |
life.sc. | maximum effective rainfall | μεγίστη ενεργός βροχόπτωσις |
stat., scient. | mean effective dose | διάμεσος αποτελεσματικής δόσης |
mech.eng. | mean effective pressure | μέση ενεργός πίεση |
health., nat.sc. | median effective concentration | μέση αποτελεσματική συγκέντρωση |
health., nat.sc. | median effective concentration | διάμεσος τιμή αποτελεσματικής συγκέντρωσης |
stat., scient. | median effective dose | διάμεσος αποτελεσματικής δόσης |
stat. | median effective dose | μεσαία αποτελεσματική δόση |
med. | minimal effective dose | ελάχιστη δραστική δόση |
el. | minimum effective value | ελάχιστη ενεργός τιμή |
market., fin. | net effective income | καθαρό εισόδημα |
el. | nominal effective cut-off frequency | ονομαστική ενεργός συχνότητα αποκοπής |
fin., econ. | nominal effective exchange rate | σταθμισμένη ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία |
econ., fin. | Nominal effective exchange rate | ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία |
med. | pharmacologically effective dosis | φαρμακολογικά αποτελεσματική δόση |
social.sc. | postponing the effective age of retirement | μετατόπιση της ηλικίας συνταξιοδότησης' άνοδος της ηλικίας συνταξιοδότησης |
law | principle of effective judicial control | αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου |
law, h.rghts.act., UN | Principles on the effective investigation and documentation of torture and other cruel, inhuman or degrading treatment or punishment | Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης |
law, h.rghts.act., UN | Principles on the effective investigation and documentation of torture and other cruel, inhuman or degrading treatment or punishment | Αρχές για την αποτελεσματική διερεύνηση και τεκμηρίωση των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας |
law, h.rghts.act., social.sc. | Principles on the effective prevention and investigation of extra-legal, arbitrary and summary executions | Αρχές για την αποτελεσματική πρόληψη και διερεύνηση των παράνομων, αυθαίρετων και συνοπτικών εκτελέσεων |
immigr. | Protocol on cooperation between the Ministry of Merchant Marine of the Hellenic Republic and the Ministry of Public Order of the Republic of Albania in relation with the performance of joint patrols by the border police and the Hellenic Coast Guard for the more effective policing of the sea border between the two countries | Πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δημόσιας τάξης της Δημοκρατίας της Αλβανίας σχετικά με την εκτέλεση κοινών περιπολιών από την αστυνομία συνόρων και το Ελληνικό Λιμενικό Σώμα για την αποτελεσματικότερη αστυνόμευση της θαλάσσιας μεθορίου μεταξύ των δύο χωρών |
patents. | real and effective industrial or commercial establishment | πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση |
stat. | real effective exchange rate | πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία |
h.rghts.act. | Report on progress towards effective EU citizenship | Έκθεση σχετικά με την πρόοδο για την επίτευξη πραγματικής ιθαγένειας της ΕΕ |
obs., h.rghts.act. | Report on progress towards effective EU citizenship | Έκθεση για την ιθαγένεια της Ένωσης |
law, h.rghts.act. | right to an effective remedy | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής |
law, h.rghts.act. | right to an effective remedy and to a fair trial | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου |
econ. | significant impediment to effective competition | σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού' σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό |
energ.ind., el. | specific effective radiant ultraviolet power | ειδική ενεργός ισχύς υπεριώδους ακτινοβολίας |
corp.gov. | suitable, adequate and effective | κατάλληλος, επαρκής και αποτελεσματικός |
earth.sc., el. | temperature coefficient of effective permeability | θερμοκρασιακός συντελεστής ενεργού διαπερατότητας |
met. | the dimension on a convex fillet weld corresponding to the effective throat thickness of the same size mitre fillet weld convex fillet weld | λαιμός |
law | the penalties must be effective, proportionate and dissuasive | οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα |
el. | total effective aerial gain | ολική ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | total effective antenna gain | ολική ενεργός απολαβή κεραίας |
el. | total effective aperture | ολικό ενεργό άνοιγμα |
gen. | total effective vehicle mass | συνολική πραγματική μάζα οχήματος |
life.sc. | wellbore effective storage capacity | ενεργός αποθηκευτική χωρητικότητα γεώτρησης |
el. | width of the effective overall noise band | εύρος ολικής ενεργού ζώνης θορύβου |