Subject | English | Greek |
fin. | accruals and deferred income | ρυθμιστικοί λογαριασμοί παθητικού |
commun., IT | alarm loop-deferred intervention | βρόχος συναγερμού-ετεροχρονισμένης επέμβασης |
market. | amortisation of deferred charges | προϋπολογισμένες επιβαρύνσεις |
insur. | child's deferred assurance | ασφάλιση ανηλίκων που προβλέπει την καταβολή ασφαλίσματος σε περίπτωση θανάτου μετά από συγκεκριμένη ηλικία |
fin. | contingent deferred sales charge | προμήθεια πώλησης |
fin. | contingent-deferred sales load | έξοδα πώλησης μεριδίων ΟΣΕΚΑ |
fin. | contingent-deferred sales load | προμήθεια |
fin. | contingent-deferred sales load | προμήθεια εξαγοράς |
fin. | contingent-deferred sales load | έξοδα εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων |
law | defer a case to be dealt with at a later date | αναβάλλω την εκδίκαση υποθέσεως |
law | to defer the application of the measures | αναβάλλω την εφαρμογή των μέτρων |
law | to defer the decision | αναβάλλει την απόφασή της |
commun. | deferred acknowledgement of receipt | ετεροχρονισμένη επιβεβαίωση λήψης |
gen. | deferred acquisition costs | μεταφερόμενα έξοδα πρόσκτησης |
insur. | deferred annuity | μελλοντική πρόσοδος |
fin. | deferred annuity | καθυστερημένη συμβατική πρόσοδος |
gov., insur., social.sc. | deferred annuity | αναβαλλόμενη πρόσοδος |
account. | deferred asset | προϋπολογισμένα έξοδα |
social.sc., sec.sys. | deferred beneficiary | εν αναμονή δικαιούχος |
fin. | deferred bond | ομολογία με μελλοντική καταβολή τόκων |
commun., IT | deferred call | καθυστέρηση κλήσης |
commun., IT | deferred call distribution | καθυστερημένη διανομή κλήσης |
commun., IT | deferred call distribution | ετεροχρονισμένη διανομή κλήσης |
market. | deferred charge | αναβληθείσα επιβάρυνση |
account. | deferred charge | προϋπολογισμένα έξοδα |
market. | deferred charges | προϋπολογισμένες επιβαρύνσεις |
fin. | deferred credit | αναβληθείσα πίστωση |
account. | deferred credit | προεισπραχθέν έσοδο |
law, fin. | deferred creditor | πιστωτής χωρίς εξασφάλιση |
law, fin. | deferred creditor | κοινός πιστωτής |
account. | deferred debit | προϋπολογισμένα έξοδα |
fin. | deferred debit card | κάρτα προθεσμιακής χρέωσης |
fin. | deferred debit card | κάρτα χρέωσης |
transp., avia. | deferred defect | βλάβη, ελάττωμα υπό αναστολή |
commun. | deferred delivery | καθυστερημένη παράδοση |
IT | deferred delivery | μεταχρονισμός παράδοσης |
IT | deferred delivery | μεταχρονισμένη παράδοση |
IT, tech. | Deferred delivery cancellation | ακύρωση μεταχρονισμένης παράδοσης |
fin. | deferred delivery month | μήνας προθεσμιακής παράδοσης |
fin. | deferred dividend | μέρισμα αναγγελθέν αλλά μη καταβληθέν |
comp., MS | deferred enforcement | παράταση επιβολής (A stage of deployment that allows a noncompliant computer full access to the network until a date and time after which network access becomes restricted. Deferred enforcement provides a client computer sufficient time to remediate before health policy is enforced) |
gen. | Deferred entry/ deferred exit | Καθυστερημένη είσοδος/καθυστερημένη έξοδος |
account. | deferred expenditure | προϋπολογισμένα έξοδα |
fin. | deferred futures | προθεσμιακά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
agric. | deferred grazing | Προσωρινή απαγόρευση βόσκησης βόσκηση επιβραδυνόμενης έναρξης |
agric. | deferred grazing area | βοσκότοπος που χρησιμοποιείται σαν παρακαταθήκη χορτονομής |
account. | deferred income | προεισπραχθέν έσοδο |
gen. | Deferred income | Προεισπραττόμενο εισόδημα εισόδημα που έχει εισπραχθεί αλλά αφορά μελλοντική χρήση |
fin. | deferred income taxes | αναβληθέντες φόροι εισοδήματος |
fin. | deferred interest | καθυστερημένος τόκος |
fin. | deferred interest debenture | ομολογία με μελλοντική καταβολή τόκων |
market. | deferred liability | υποχρεώσεις μειωμένης προτεραιότητας |
comp., MS | deferred loading | σταδιακή φόρτωση (A pattern of data loading where related objects are not loaded until a navigation property is accessed) |
commun. | deferred mail | ταχυδρομική αποστολή με μεταχρονολογημένη εκτέλεση |
commun., IT | deferred message delivery | διανομή σε ταχυδρομικό κουτί |
fin. | deferred month | μήνας προθεσμιακής παράδοσης |
fin. | deferred payment | πληρωμή εκ των υστέρων |
fin., lab.law. | deferred payment | προθεσμιακή πληρωμή |
market., fin. | deferred payment | πληρωμή επί προθεσμία |
fin. | deferred payment | αναβολή της πληρωμής |
fin., account. | deferred payment of capital, reserves and provisions of the ECB | καθυστερημένη καταβολή του κεφαλαίου,των αποθεματικών και των εξομοιωμένων λογαριασμών της ΕΚΤ |
fin. | deferred payment of customs duties | αναβολή της καταβολής δασμών |
insur. | deferred period | περίοδος αναμονής |
commun., IT | deferred printout | μεταχρονισμένο εκτύπωμα |
commun., IT | deferred printout | απογραμμικό εκτύπωμα |
empl. | deferred profit sharing plan | σύστημα ετεροχρονισμένης συμμετοχής των μισθωτών στα κέρδη |
empl. | deferred profit sharing scheme | σύστημα ετεροχρονισμένης συμμετοχής των μισθωτών στα κέρδη |
social.sc., busin., labor.org. | deferred profit sharing/investment funds | ετεροχρονισμένη συμμετοχή στα κέρδη / επενδυτικά κεφάλαια |
comp., MS | deferred query | αναβληθέν ερώτημα (A LINQ query that is not evaluated until it is iterated over, either with a foreach statement (C) or a For Each statement (Visual Basic), or by manually using the underlying GetEnumerator and MoveNext methods) |
fin. | deferred rate resetting | έκθεση καθορισμού επιτοκίου |
fin. | deferred rate-setting contract | σύμβαση καθορισμού επιτοκίου σε μεταγενέστερη ημερομηνία |
fin. | deferred rebate | εκπτώσεις σε μεταγενέστερα στάδια |
fin., econ. | deferred repayment | αναβολή απόσβεσης' ετεροχρονισμός της απόσβεσης |
fin., econ. | deferred repayment terms | αναβολή απόσβεσης' ετεροχρονισμός της απόσβεσης |
account. | deferred revenue | προεισπραχθέν έσοδο |
fin. | deferred sales charge | προμήθεια πώλησης μεριδίου |
fin. | deferred settlement | προθεσμιακός διακανονισμός |
transp. | deferred settlement of carriage charges | προθεσμιακή πληρωμή των μεταφορικών τελών |
fin. | deferred share | μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | deferred share | προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | deferred share | μετοχή άνευ μερίσματος |
commun., IT | deferred shelf alarm | μη επείγων συναγερμός |
fin. | deferred stock | μετοχή άνευ μερίσματος |
fin. | deferred stock | μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | deferred stock | προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
tax., account. | deferred tax account | λογαριασμός φορολογικής εξισορρόπησης |
account. | deferred tax asset | αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση |
account. | deferred tax assets | αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία |
account. | deferred tax liabilities | αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις |
tax. | deferred taxation | ετεροχρονισμένη φορολογία |
tax. | deferred taxes | ετεροχρονισμένη φορολογία |
IT | deferred updating | καθυστερημένη ενημέρωση |
fin., tax. | interest on deferred payment | τόκος υπερημερίας |
fin., account. | miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές |
fin., account. | miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες οφειλές και απαιτήσεις εξοφλητέες σε μελλοντικές χρήσεις |
fin., account. | miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | διάφορα έξοδα |
fin., account. | miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες οφειλές |
fin., account. | miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | λογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα |
fin., account. | other assets and deferred charge | άλλα στοιχεία ενεργητικού και επιβαρύνσεις μελλοντικών χρήσεων |
fin., account. | other assets and deferred charge | άλλα στοιχεία ενεργητικού,προπληρωμένα έξοδα και δεδουλευμνο κεφάλαιο |
fin., account. | other assets and deferred charge | άλλες εισπράξεις |
fin., account. | other assets and deferred charge | διάφορα έξοδα |
fin., account. | other liabilities and deferred credits | άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές |
fin., account. | other liabilities and deferred credits | άλλες οφειλές |
fin., account. | other liabilities and deferred credits | διάφορα έξοδα |
fin., account. | other liabilities and deferred credits | άλλες οφειλές και απαιτήσεις εξοφλητέες σε μελλοντικές χρήσεις |
fin., account. | other liabilities and deferred credits | λογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα |
market. | prepayments and deferred income | λογαριασμοί διακανονισμού |
tax. | profit on which tax has been deferred | κέρδος που τελεί υπό αναστολή φόρου |
commun., IT | right for deferred transmission | δικαίωμα ετεροχρονισμένης μετάδοσης |
fin. | single-premium deferred annuity | πρόσοδος από μελλοντική εφάπαξ καταβολή ασφαλίστρου |
gen. | staged, deferred dismantling | σταδιακός παροπλισμός |