Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Danish
Dutch
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Portuguese
Slovak
Spanish
Swedish
Terms containing
day working
|
all forms
|
in specified order only
Subject
English
Greek
econ., lab.law.
available working days
διαθέσιμες ημέρες εργασίας
econ., lab.law.
available working days
διαθέσιμες εργάσιμες ημέρες
econ.
continuous working day
συνεχές ωράριο
lab.law.
day working
ημέρα εργασίας
lab.law.
day working
έργο ημέρας
fin.
ECB working day
εργάσιμη ημέρα ΕΚΤ
econ., lab.law.
estimated working days available
διαθέσιμες ημέρες εργασίας
stat.
index of production for working day
δείκτης παραγωγής ανά εργάσιμη ημέρα
law, lab.law.
non-working day
ημέρα ανεργίας
lab.law.
per working day
ανά εργάσιμη ημέρα
lab.law.
split working day
διακεκομμένο ωράριο
commun.
traffic per average working day
μέση τιμή της κίνησης ανά εργάσιμη ημέρα
commun.
traffic per average working day
κίνηση της μέσης εργάσιμης ημέρας
gov.
working day
εργάσιμη ημέρα
gen.
working day
εργάσιμη μέρα
fin.
working day zero
εργάσιμη ημέρα 0
Get short URL