Subject | English | Greek |
food.ind. | agglomerated white crystalline powder | συσσωματωμένη άσπρη κρυσταλλική σκόνη |
earth.sc. | crystalline basement | κρυσταλλικó υπóβαθρο |
med. | crystalline capsule | περιφάκιο (capsula lentis) |
med. | crystalline capsule | φακοκύστη (capsula lentis) |
med. | crystalline capsule | κάψα φακού οφθαλμού (capsula lentis) |
agric., chem. | crystalline cellulose | κρυσταλλική κυτταρίνη |
chem. | crystalline ferrous sulphate | πράσινο βιτριόλι |
chem. | crystalline ferrous sulphate | κρυσταλλικός θειικός υποσίδηρος |
agric., chem. | crystalline fertilizer | λίπασμα σε κρυσταλλική μορφή |
agric. | crystalline fertilizer | κρυσταλλικό λίπασμα |
chem. | crystalline form | κρυσταλλική μορφή |
chem. | crystalline form | κρυσταλλική δομή |
met. | crystalline fracture | κρυσταλλική θραύση |
industr., construct., chem. | crystalline glaze | Γκλαζούρα από κρυσταλλίνη |
med. | crystalline humor | υαλοειδές σώμα (corpus vitreum) |
earth.sc. | crystalline laser host material | συνθετικό υλικό ξενιστή λέιζερ |
med. | crystalline lens | φακός οφθαλμού |
med. | crystalline lens | κρυσταλλοειδής φακός οφθαλμού |
chem. | crystalline mass | κρυσταλλική μάζα |
industr., construct., chem. | crystalline melting point | σημείο τήξης κρυστάλλων |
gen. | crystalline plastic | κρυσταλλικό πλαστικό |
chem. | crystalline polymer | κρυσταλλικό πολυμερές |
gen. | crystalline powder | κρυσταλλική κόνις |
gen. | crystalline precipitate | κρυσταλλικό ίζημα |
chem. | crystalline quartz | κρυσταλλικός χαλαζίας |
health. | crystalline rocks of cocaine base | κρύσταλλοι ελεύθερης βάσης κοκαϊνης |
chem. | crystalline salt | κρυσταλλικό άλας |
el. | crystalline semi-conductor solid | κρυσταλλικός στερεός ημιαγωγός |
energ.ind. | crystalline silicon photovoltaic module | φωτοβολταϊκή συστοιχία κρυσταλλικού πυριτίου |
earth.sc. | crystalline soil | κρυσταλλώδες έδαφος |
el. | crystalline solar cell | ηλιακές στήλες κρυστάλλου |
chem. | crystalline state | κρυσταλλική μορφή |
chem. | crystalline state | κρυσταλλική δομή |
chem. | crystalline structure | κρυσταλλική μορφή |
chem. | crystalline structure | κρυσταλλική δομή |
med. | crystalline style | κρυσταλλικός στύλος |
chem. | crystalline synthetic mineral | συνθετικά ανόργανο κρυσταλλικό σώμα |
earth.sc. | define the crystalline parameter of the spinel oxide found | ορισμός των κρυσταλλικών παραμέτρων του οξειδίου του σπινελίου που βρέθηκαν |
med. | displacement of the crystalline lens | παρεκτόπιση του κρυσταλλώδους φακού |
chem. | micro-crystalline | μικροκρυσταλλικός |
coal. | micro-crystalline wax | κερί από πετρέλαιο |
chem. | micro-crystalline wax | μικροκρυσταλλικός κηρός πετρελαίου |
chem. | micro-crystalline wax | κηρός πετρελαίου |
chem. | nano-crystalline coating | νανοκρυσταλλικό επίχρισμα |
oil | paraffin wax, micro-crystalline wax, slack wax and other mineral wax, whether or not coloured | παραφίνη, κερί από πετρέλαιο ή από σχίστες, υπολείμματα παραφινούχα gatsch, slach wax, κλπ., έστω και χρωματισμένα |
life.sc. | phosphate crystalline deposit inhibitor | αναστολέας φωσφορικών κρυσταλλικών αποθέσεων |
chem. | synthetic micro-crystalline wax | συνθετικός κηρός από πετρέλαιο |
food.ind. | white crystalline powder | άσπρη κρυσταλλική σκόνη |