DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Oil / petroleum containing crude | all forms | exact matches only
EnglishGreek
crude gradeποιότητα αργού πετρελαίου
crude oilακάθαρτο πετρέλαιο
crude oil gradeποιότητα αργού πετρελαίου
heavy crude oilβαρύ αργό πετρέλαιο
light crude oilελαφρύ αργό πετρέλαιο
lignite wax and peat wax, crudeοζοκηρίτης, κερί από λιγνίτη και κερί από τύρφη, ακατέργαστα
petroleum and shale oils, crudeφυσικόν και ακατέργαστον αργόν πετρέλαιον και τοιούτον εκ σχιστών
sour crude oilαργό πετρέλαιο τύπου sour
sweet crude oilαργό πετρέλαιο τύπου sweet