Subject | English | Greek |
gen. | Additional Protocol to the Criminal Law Convention on Corruption | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά |
law, crim.law. | Additional Protocol to the European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις |
law | Agreement between the International Criminal Court and the European Union on cooperation and assistance | Συμφωνία μεταξύ του διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί συνεργασίας και συνδρομής |
gen. | Agreement between the Member States on the Transfer of Proceedings in Criminal Matters | Συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών για τη διαβίβαση ποινικών διαδικασιών |
law | Agreement on the Privileges and Immunities of the International Criminal Court | Συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου |
health. | alternatives to criminal prosecution | εναλλακτικά της ποινικής δίωξης μέτρα |
law, crim.law. | approximation of criminal laws | προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών |
law | association of criminals | εγκληματική οργάνωση |
crim.law., UN | Basic principles on the use of restorative justice programmes in criminal matters | βασικές αρχές για τη χρήση προγραμμάτων αποκαταστατικής δικαιοσύνης σε ποινικές υποθέσεις |
gov. | to be the subject of criminal proceedings | ο υπάλληλος διώκεται ποινικά |
gen. | Benelux Treaty on Extradition and Mutual Assistance in Criminal Matters | Συνθήκη "Μπενελούξ" περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις |
law | Central Directorate of the Criminal Police | Κεντρική Διεύθυνση Αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος |
law, crim.law. | Code of Criminal Procedure | Κώδικας Ποινικής Δικονομίας |
law | commission of a criminal offence | διάπραξη ποινικού αδικήματος |
crim.law., UN | Commission on Crime Prevention and Criminal Justice | Επιτροπή για την πρόληψη του εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη |
law | Committee of Experts on the Operation of European conventions on co-operation in criminal matters | Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τη λειτουργία των Ευρωπαικών Συμβάσεων του ποινικού τομέα |
crim.law. | Committee on the implementation of the framework programme for police and judicial cooperation in criminal matters | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος-πλαισίου σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
law, IT | computer criminal | ένοχος πληροφορικής |
gen. | constituent element of a criminal act | στοιχεία του εγκλήματος |
law | to constitute a breach of criminal law | αντίκειμαι στην ποινική νομοθεσία |
law | constitute a breach of criminal law, to | αντίκειμαι στον ποινικό νόμο |
crim.law. | Consultation of Parliament in the fields of police and judicial cooperation in criminal matters | Διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις |
gen. | Convention between the Member States of the European Communities on the Enforcement of Foreign Criminal Sentences | Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων |
crim.law. | Convention established by the Council in accordance with Article 34 of the Treaty on European Union, on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union | Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
crim.law. | Convention on mutual assistance in criminal matters | σύμβαση για τη δικαστική συνδρομή στον ποινικό τομέα |
crim.law. | Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union | Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
environ. | Convention on the Protection of the Environment through Criminal Law | Σύμβαση για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος |
gen. | co-operating criminals | συvεργαζόμεvoι εγκληματίες |
obs. | Coordinating Committee in the area of police and judicial cooperation in criminal matters | Επιτροπή του άρθρου 36 |
gen. | Coordinating Committee in the area of police and judicial cooperation in criminal matters | Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις |
law | Council Framework Decision on the protection of personal data processed in the framework of police and judicial cooperation in criminal matters | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις |
law | Council Framework Decision on the protection of personal data processed in the framework of police and judicial cooperation in criminal matters | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων |
law | court seised of criminal proceedings | ποινικό δικαστήριο |
law | crime within the jurisdiction of the International Criminal Court | έγκλημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου |
gen. | criminal abortion | παράνομη έκτρωση |
med. | criminal abortion | εγκληματική άμβλωσις |
gen. | criminal abortion | εγκληματική έκτρωση |
law | criminal abuse | ποινικά κολάσιμη κατάχρηση |
law | criminal abuse | παράνομη χρήση |
gen. | criminal activities | εγκληματικές δραστηριότητες |
law | criminal activity | εγκληματική δραστηριότητα |
law | criminal activity | εγκληματική ενέργεια |
law | criminal activity | παράνομη δραστηριότητα |
law | criminal appeal court | Ποινικό Εφετείο |
crim.law., fin. | criminal assets | περιουσιακά στοιχεία εγκληματικής προέλευσης |
law | criminal assistance case | υπόθεση ποινικής συνδρομής |
law, crim.law. | criminal association | εγκληματική οργάνωση |
law | criminal association | οργανωμένο έγκλημα |
law, social.sc. | criminal behaviour | εγκληματική συμπεριφορά |
med. | criminal by birth | εκ γενετής εγκληματίας |
crim.law. | criminal chain | εγκληματική αλυσίδα |
law, crim.law. | criminal conduct | αξιόποινη πράξη |
law | criminal consequences | ποινική συνέπεια |
law, IT | criminal consequences | ποινικές συνέπειες |
law, crim.law. | criminal conspiracy | συμμορία |
law | criminal conviction | ποινική καταδίκη |
law | criminal conviction | καταδικαστική ποινική απόφαση |
econ. | criminal court | ποινικό δικαστήριο |
law | Criminal Court | πλημμελειοδικείο |
law | criminal decision | απόφαση ποινικού δικαστηρίου |
law, h.rghts.act. | criminal defamation | συκοφαντική δυσφήμιση |
crim.law., health. | criminal drug abuser | εγκληματίας ναρκομανής |
law, fin. | criminal fine | χρηματική ποινή |
law | criminal gang | συμμορία |
med. | criminal gene | γονίδιο εγκληματικότητας |
med. | criminal gene | γονίδιο βίας |
crim.law. | criminal information | εγκληματολογικές πληροφορίες |
crim.law. | criminal intelligence operation | επιχείρηση συλλογής μυστικών πληροφοριών σχετικά με έγκλημα |
law, crim.law. | criminal investigation | δικαστική έρευνα |
law | criminal investigation | εγκληματολογική έρευνα |
crim.law. | Criminal Investigation Department | υπηρεσία πληροφοριών στον τομέα του εγκλήματος |
crim.law. | Criminal Investigation Department | αστυνομική υπηρεσία δίωξης της εγκληματικότητας |
crim.law. | Criminal Investigation Department | αστυνομία δίωξης του εγκλήματος |
econ. | criminal investigation department | υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος |
law | Criminal Investigation Department C.I.D. | δικαστική αστυνομία |
law | criminal investigation officer | βοηθητικός δικαστικός υπάλληλος |
law | criminal investigations | εγκληματoλoγικές έρευvες, έρευvες στα πλαίσια της δίωξης τoυ εγκλήματoς |
crim.law. | criminal judicial cooperation | δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
law | criminal jurisdiction | ποινική δικαιοδοσία |
crim.law. | criminal justice | ποινική δικαιοσύνη |
law, IT | criminal justice chain | δικαστική αλυσίδα |
law | criminal justice infrastructure | υποδομή ποινικής δικαιοσύνης |
crim.law. | Criminal Justice Interface Unit | Μονάδα διασύνδεσης ποινικής δικαιοσύνης |
crim.law. | criminal justice system | σύστημα ποινικής δικαιοσύνης |
environ. | criminal law That body of the law that deals with conduct considered so harmful to society as a whole that it is prohibited by statute, prosecuted and punished by the government | ποινικό δίκαιο |
econ. | criminal law | ποινικό δίκαιο |
law | Criminal Law Convention on Corruption | Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά |
law | criminal law decision | απόφαση ποινικού δικαστηρίου |
law | criminal-law liability | ποινική ευθύνη |
environ. | criminal law procedure The rules of law governing the procedure by which crimes are investigated, prosecuted, adjudicated, and punish | ποινική δικονομία |
law | criminal law protection against fraudulent conduct | ποινική προστασία από απατηλή ή άλλη αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά |
polit., law | criminal liability | ποινικές συνέπειες |
econ. | criminal liability | ποινική ευθύνη |
law | criminal liability provided for in national law | ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο |
gen. | criminal matters | θέματα πoυ αφoρoύv τo έγκλημα |
econ. | criminal negligence | εγκληματική αμέλεια |
law | criminal network | εγκληματικό κύκλωμα |
law | criminal offence | αξιόποινη πράξη |
law, crim.law. | criminal offence | ποινικό αδίκημα |
law | criminal organisation | εγκληματική οργάνωση |
gen. | criminal organisations | εγκληματικές oργαvώσεις |
environ. | criminal penalty | ποινή |
law | criminal penalty | ποινική κύρωση |
crim.law. | Criminal Police | αστυνομία δίωξης του εγκλήματος |
crim.law. | Criminal Police | αστυνομική υπηρεσία δίωξης της εγκληματικότητας |
immigr. | Criminal Police attached to the Public Prosecutor's Office | δικαστική αστυνομία των εισαγγελιών |
IT | criminal print-to-print search | αντιπαράθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε ποινικό πλαίσιο |
crim.law. | criminal procedure | ποινική δικονομία |
econ. | criminal procedure | ποινική διαδικασία |
crim.law. | criminal procedure law | ποινική δικονομία |
crim.law. | criminal procedure law | ποινική διαδικασία |
law | criminal proceeding against minors | δίκες ανηλίκων |
law | criminal proceedings | ποινική δίκη |
econ. | criminal proceedings | αγωγή ποινικού δικαίου |
law | criminal proceedings | ποινική δίωξη |
law | criminal proceedings instituted against a Judge | ποινική δίωξη κατά δικαστή |
law | criminal proceedings stricto sensu | ποινική δίκη stricto sensu |
crim.law. | criminal proceeds | προϊόντα του εγκλήματος |
law | criminal prosecution | ποινική δίωξη |
econ. | criminal record | ποινικό μητρώο |
law | criminal records application | αίτηση αντιγράφων ποινικού μητρώου |
law | criminal records departments | δικαστική ανθρωπομετρία |
crim.law. | criminal responsibility | ποινική ευθύνη |
proced.law. | criminal responsibility of children | ποινική ευθύνη των ανηλίκων |
econ. | criminal responsibility of minors | ποινική ευθύνη των ανηλίκων |
crim.law. | criminal sanction | ποινική κύρωση |
stat. | criminal statistics | στατιστική της εγκληματικότητας |
stat. | criminal statistics | εγκληματολογικές στατιστικές |
law | criminal status | ποινικός χαρακτηρισμός |
law | criminal trial | ποινική δίκη |
gen. | crisis code of criminal procedure | κώδικας ποινικής δικονομίας για περιπτώσεις κρίσεων |
law | current criminal proceedings | εκκρεμούσα ποινική δίωξη |
law | customs and criminal investigation offices | τελωνειακές και διωκτικές αρχές |
law | decision in criminal matters | απόφαση ποινικού δικαστηρίου |
law | Deputy Prosecutor of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Αναπληρωτής Εισαγγελέας του ICTR |
law | Deputy Prosecutor of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Αναπληρωτής Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Ρουάντα |
law | Deputy Prosecutor of the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia | Αναπληρωτής Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία' Αναπληρωτής Εισαγγελέας του ICTY |
law, ed., school.sl. | diploma in criminal law | δίπλωμα Ποινικού Δικαίου |
crim.law., h.rghts.act., econ. | Directive on the protection of individuals with regard to the processing of personal data by competent authorities for the purposes of prevention, investigation, detection or prosecution of criminal offences or the execution of criminal penalties, and the free movement of such data | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών |
crim.law., environ. | Directive on the protection of the environment through criminal law | Οδηγία σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου |
law | Directorate for Criminal Matters and Pardons | Διεύθυνση ποινικών υποθέσεων και απονομής χάριτος |
polit. | Directorate for Judicial Cooperation in Civil and Criminal Matters, Police and Customs | Διεύθυνση 2 - Δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, αστυνομική και τελωνειακή συνεργασία |
polit. | Directorate 2 - Judicial Cooperation in Civil and Criminal Matters, Police and Customs | Διεύθυνση 2 - Δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, αστυνομική και τελωνειακή συνεργασία |
gen. | Directorate-General for Criminal Law and Human Rights | Γενική Διεύθυνση της Ποινικής Νομοθεσίας και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου |
law | district criminal court | πταισματοδικείο |
law | Draft European Comprehensive Convention on International Cooperation in Criminal Matter | Σχέδιο Ευρωπαϊκής Γενικής Σύμβασης για τη διεθνή συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
gen. | drug-trafficking criminal organisation | εγκληματική οργάνωση που επιδίδεται σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών |
law | effective, proportionate and dissuasive criminal penalty | αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις |
law | emergency criminal laws | έκτακτη ποινική νομοθεσία |
environ. | environmental criminal law The aggregate of statutory enactments pertaining to actions or instances of ecological negligence deemed injurious to public welfare or government interests and legally prohibited | περιβαλλοντικό ποινικό δίκαιο |
environ. | environmental criminal law | περιβαλλοντικό ποινικό δίκαιο |
immigr. | European Central Criminal Investigation Office Europol | Ευρωπαϊκό γραφείο αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος "Europol"' Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία |
law | European Committee on Criminal Problems | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εγκληματολογίας |
crim.law. | European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters | Ευρωπαϊκή Σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων |
law | European Convention on the International Validity of Criminal Judgments | Ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων |
crim.law. | European Convention on the Transfer of Proceedings in Criminal Matters | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών |
gen. | European Criminal Intelligence Model | ευρωπαϊκό μοντέλο πληροφοριών που σχετίζονται με την εγκληματικότητα |
law | European criminal law-enforcement area | ευρωπαϊκός ποινικός χώρος |
crim.law. | European criminal record | Ευρωπαϊκό Δικαστικό Μητρώο |
crim.law., IT | European Criminal Records Information System | Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου |
crim.law. | European criminal register | Ευρωπαϊκό Δικαστικό Μητρώο |
law | Federal Criminal Police Office | Ομοσπονδιακή αστυνομία δίωξης του εγκλήματος |
crim.law. | forensic matters and criminal records departments | ανακριτική και δικαστική ανθρωπομετρία |
crim.law. | framework programme on police and judicial cooperation in criminal matters | πρόγραμμα πλαίσιο σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
law | general criminal activity of the group | γενική εγκληματική δραστηριότητα της ομάδας |
law | general criminal law | γενικό ποινικό δίκαιο |
law | good practice in mutual legal assistance in criminal matters | ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
law, ed. | Grotius II - Criminal | Grotius II - Ποινικές υποθέσεις |
law, ed. | Grotius II - Criminal | πρόγραμμα ενθάρρυνσης ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στους ασκούντες συναφή προς τη δικαιοσύνη επαγγέλματα |
law | immunity has been waived and criminal proceedings are instituted against a Judge | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη |
law | initiation of criminal investigations | έναρξη ποινικών ερευνών |
law, fin. | intelligence exchange on criminal finances | αvταλλαγή πληρoφoριώv σ?ετικά με τηv εγκληματικότητα περί τα oικovoμικά |
law | interconnection of criminal records | διασύνδεση των ποινικών μητρώων |
econ. | International Criminal Court | Διεθνές ποινικό δικαστήριο |
law | International Criminal Court | Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο |
law | international criminal justice | διεθνής ποινική δικαιοσύνη |
law, int. law. | International Criminal Justice Day | ημέρα της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης |
econ. | international criminal law | διεθνές ποινικό δίκαιο |
immigr. | International Criminal Police Commission | Διεθνής Επιτροπή Εγκληματολογικής Αστυνομίας |
econ. | International Criminal Tribunal | Ειδικό Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο |
law | international criminal tribunal | Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο |
law | International Criminal Tribunal for Rwanda | Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την εκδίκαση παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο έδαφος της Ρουάντα |
law | International Criminal Tribunal for Rwanda | ΔΠΔΡ |
law | International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia | Διεθνές Δικαστήριο για την Ποινική Δίωξη των Προσώπων που Ευθύνονται για τη Διάπραξη Σοβαρών Παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο Εδαφος της Πρώην Γιουγκοσλαβίας |
law | International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia | Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία |
law | International Criminal Tribunal for the Prosecution of Persons Responsible for Genocide and Other Serious Violations of International Humanitarian Law Committed in the Territory of Rwanda and Rwandan Citizens Responsible for Genocide and Other Such Violations Committed in the Territory of Neighbouring States, between 1 January 1994 and 31 December 1994 | Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την εκδίκαση παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο έδαφος της Ρουάντα |
law | International Criminal Tribunal for the Prosecution of Persons Responsible for Genocide and Other Serious Violations of International Humanitarian Law Committed in the Territory of Rwanda and Rwandan Citizens Responsible for Genocide and Other Such Violations Committed in the Territory of Neighbouring States, between 1 January 1994 and 31 December 1994 | ΔΠΔΡ |
gen. | investigations that may result in criminal proceedings | ενδεχόμενη ποινική κατάληξη των ερευνών |
law | itinerant criminal group | διακινούμενη εγκληματική ομάδα |
law | judgment given in civil matters by a criminal court | απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο |
crim.law. | judicial cooperation in criminal matters | δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
econ. | judicial cooperation in criminal matters in the EU | δικαστική συνεργασία της ΕΕ σε ποινικές υποθέσεις |
law | mediation in criminal cases | μεσολάβηση σε ποινικές υποθέσεις |
law | mediation in criminal cases | ποινική µεσολάβηση |
law | mediation in criminal cases | ποινική διαμεσολάβηση |
law | mediation in criminal cases | μεσολάβηση σε ποινικό θέμα |
econ. | military criminal law | ποινικό στρατιωτικό δίκαιο |
law | mobile criminal group | διακινούμενη εγκληματική ομάδα |
law, UN | Model Treaty on Mutual Assistance in Criminal Matters | υπόδειγμα συνθήκης περί αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων |
crim.law. | mutual assistance in criminal matters | αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων' αμοιβαία δικαστική αρωγή σε ποινικές υποθέσεις |
law | mutual assistance in criminal matters | αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
law | mutual recognition of criminal decisions | αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων |
law | mutual recognition of judgments in criminal matters | αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις |
gen. | National Criminal Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Εγκληματολογικών Πληροφοριών |
law | national criminal intelligence service | εθνική υπηρεσία πληροφοριών στον τομέα του εγκλήματος |
crim.law., IT | National Criminal Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών στον τομέα του Εγκλήματος |
gen. | National Criminal Intelligence Service | Εθvική Υπηρεσία Εγκληματoλoγικώv Ερευvώv τoυ ΗΒ |
law | national criminal intelligence unit | εθνική μονάδα πληροφοριών αρμόδια για θέματα εγκληματικότητας |
law | national criminal investigation and security authorities | εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τις ποινικές διώξεις και την ασφάλεια |
gen. | national criminal investigation and security authorities | εθνικές αρχές επιφορτισμένες με τις ποινικές διώξεις και την ασφάλεια |
crim.law. | National Criminal Investigation Department | Εθνική Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών |
law, crim.law. | Optional Protocol to the Model Treaty on Mutual Assistance in Criminal Matters concerning the Proceeds of Crime | Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Υπόδειγμα Συνθήκης περί αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων που αφορά τα προϊόντα του εγκλήματος |
UN | organised criminal group | οργανωμένη εγκληματική ομάδα |
law | organized criminal network | οργανωμένο δίκτυο εγκλήματος |
law | participation in a criminal organisation | συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση |
law | permanent international criminal court | μόνιμο διεθνές ποινικό δικαστήριο |
crim.law. | police and judicial cooperation in criminal matters | αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
law | post-sentencing phase of criminal proceedings | φάση της ποινικής δίκης μετά την επιμέτρηση της ποινής |
UN | Preparatory Commission for the International Criminal Court | Προπαρασκευαστική Επιτροπή για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο |
law | pre-sentencing phase in criminal proceedings | φάση της ποινικής δίκης πριν την επιμέτρηση της ποινής |
law, h.rghts.act. | principles of legality and proportionality of criminal offences and penalties | αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών |
crim.law. | procedural criminal law | ποινική διαδικασία |
crim.law. | procedural criminal law | ποινική δικονομία |
crim.law. | proportionality of criminal offences and penalties | αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών |
law | to prosecute the offence under its own criminal law | δίωξη του αδικήματος σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους |
law | Prosecutor of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Εισαγγελέας του TPIR |
law | Prosecutor of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Ρουάντα |
law | Prosecutor of the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia | Εισαγγελέας του ICTY |
law | Prosecutor of the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia | Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία |
law, econ. | protection under criminal law of the financial interests of the Communities | ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων |
crim.law. | Protocol, established by the Council in accordance with Article 34 of the Treaty on the European Union, to the Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union | Πρωτόκολλο, στη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρτιζόμενο από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
crim.law. | Protocol to the Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union | Πρωτόκολλο, στη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρτιζόμενο από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
crim.law. | Provision of information to Parliament in the fields of police and judicial cooperation in criminal matters | Ενημέρωση του Κοινοβουλίου στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. |
crim.law. | publicising information on wanted criminals | μετάδοση ανακοινώσεων περί καταζητουμένων ατόμων |
crim.law. | Recommendations in the fields of police and judicial cooperation in criminal matters | Συστάσεις στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων |
crim.law. | recovery of criminal assets | ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προϊόντων εγκλήματος |
crim.law. | recovery of criminal assets | ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων |
law, crim.law. | related criminal offence | συναφής αξιόποινη πράξη |
law | retention of competence for matters concerning criminal law | επιφύλαξη όσον αφορά τα ποινικά ζητήματα |
law, h.rghts.act. | right not to be tried or punished twice in criminal proceedings for the same criminal offence | δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη |
law | rights of individuals in criminal procedure | δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία |
law | Rome Statute of the International Criminal Court | Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου |
gen. | rules of criminal procedure | ποινικό δικονομικό δίκαιο |
law | Second Additional Protocol to the Council of Europe Convention on mutual legal assistance in criminal matters | Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις |
law | Second Additional Protocol to the European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters | Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις |
law | serious criminal offence | σοβαρό έγκλημα |
law | special criminal law | ειδικό ποινικό δίκαιο |
crim.law., law | Specific Programme "Criminal Justice" | ειδικό πρόγραμμα "Ποινική Δικαιοσύνη" |
law, UN | Statute of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου για τη Ρουάντα |
law, UN | Statute of the International Criminal Tribunal for Rwanda | Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Δίωξη των Προσώπων που Ευθύνονται για τη Διάπραξη Γενοκτονίας και άλλων Σοβαρών Παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο Εδαφος της Ρουάντα |
crim.law. | Strengthening mutual trust in the European judicial area – A Green Paper on the application of EU criminal justice legislation in the field of detention | ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ Ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο-Πράσινη Βίβλος για την εφαρμογή της ενωσιακής ποινικής νομοθεσίας στον τομέα της κράτησης |
law | Study Centre for the Application of Community Criminal and Financial Law | Κέντρο μελετών για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ποινικά και οικονομικά θέματα |
crim.law. | substantive criminal law | ουσιαστικό ποινικό δίκαιο |
law | the International Criminal Court shall be complementary | το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι συμπληρωματικό |
gen. | The International Criminal Police Organisation - INTERPOL | Διεθνής Οργανισμός Εγκληματολογικής Αστυνομίας |
law | the term serious penalty means a criminal or administrative penalty | ως "σοβαρή παράβαση" νοείται η επισύρουσα ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις |
law | transfer of proceedings in criminal matters | διαβίβαση ποινικών δικογραφιών ή διαδικασιών |
immigr. | transfer of the enforcement of criminal judgments | εκτέλεση ποινικών αποφάσεων |
law | Treaty between the Government of the Hellenic Republic and the Government of Canada on mutual legal assistance in criminal matters | Σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης του Καναδά |
gen. | Treaty on Extradition and Mutual Assistance in Criminal Matters between the Kingdom of Belgium, the Grand Duchy of Luxembourg and the Kingdom of the Netherlands | Συνθήκη για την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών |
law | war criminal | εγκληματίας πολέμου |
gen. | with provision for certain racist or xenophobic behaviour to be made a criminal offence | προβλέποντας τον ποινικό χαρακτηρισμό ορισμένων ρατσιστικών ή ξενοφόβων πράξεων |
gen. | Working Party on Cooperation in Criminal Matters | Ομάδα "Συνεργασία επί Ποινικών Θεμάτων" |
gen. | Working Party on Substantive Criminal Law | Ομάδα "Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο" |