Subject | English | Greek |
gen. | abnormal plant conditions | ανώμαλες συνθήκες λειτουργίας της εγκαταστάσεως |
social.sc., transp., nautic. | access conditions | συνθήκες πρόσβασης |
energ.ind. | accident condition heat load | θερμικό φορτίο σε κατάσταση ατυχήματος |
energ.ind. | accident condition heat stress | θερμικό φορτίο σε κατάσταση ατυχήματος |
gen. | accident conditions | συνθήκες ατυχήματος |
nat.sc. | acoustic chamber for pre-conditioning | ακουστικός θάλαμος προκατεργασίας |
fin. | to acquire under advantageous conditions | απόκτηση μετοχών με ευνοϊκούς όρους |
gen. | Act concerning the Conditions of Accession and the Adjustments to the Treaties | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως και των προσαρμογών των συνθηκών |
gen. | Act concerning the conditions of accession of the Hellenic Republic and the adjustments to the Treaties | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών |
law | Act concerning the conditions of accession of the Kingdom of Norway, the Republic of Austria, the Republic of Finland and the Kingdom of Sweden and the adjustments to the Treaties on which the European Union is founded | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ενωση |
law | Act concerning the conditions of accession of the Kingdom of Spain and the Portuguese Republic and the adjustments to the Treaties | Πράξη για τους όρους προσχώρησης του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των συνθηκών |
econ., stat. | actual condition | υπάρχουσα κατάσταση |
econ., stat. | actual condition | πραγματική κατάσταση |
agric. | adaptation to growing conditions | προσαρμογή των καλλιεργειών |
law | additional technical conditions of contract | πρόσθετοι τεχνικοί συμβατικοί όροι |
fin. | adjustment to take account of conditions of implementation | προσαρμογή στους όρους εκτέλεσης |
nat.sc., agric. | admission condition | προϋποθέσεις εγγραφής |
gen. | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Agreement between the Hellenic Republic and the Supreme Headquarters Allied Powers Europe on the special conditions applicable to the establishment and operation on Greek territory of International Military Headquarters | Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης SHAPE για τους ειδικούς όρους που θα διέπουν την εγκατάσταση και λειτουργία Διεθνών Στρατηγείων στην Ελληνική Επικράτεια |
econ., insur. | Agreement respecting Normal Competitive Conditions in the Commercial Shipbuilding and Repair Industry | Συμφωνία σχετικά με την τήρηση ομαλών συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο ναυπήγησης και επισκευής εμπορικών πλοίων |
econ. | air conditioning | κλιματισμός |
industr. | air-conditioning | κλιματισμός |
environ. | air conditioning A system or process for controlling the temperature and sometimes the humidity and purity of the air in a house, etc. | κλιματισμός |
tech. | air conditioning | θέρμανση-αερισμός και κλιματισμός |
mun.plan. | air conditioning equipment | εξοπλισμός κλιματισμού |
agric. | air-conditioning in rearing houses | κλιματισμός των χώρων εκτροφής |
gen. | air conditioning plant | εγκατάσταση κλιματισμού |
environ., energ.ind., construct. | air-conditioning system | σύστημα κλιματισμού |
earth.sc. | air conditioning unit | συγκρότημα κλιματισμού |
earth.sc., mech.eng. | air conditioning unit | μονάδα πεπιεσμένου αέρα |
earth.sc. | air conditioning unit | μονάδα κλιματισμού |
mun.plan., earth.sc. | all year air conditioning | κλιματισμός χειμώνα-καλοκαίρι |
agric. | ambient condition | συνθήκες περιβάλλοντος |
tech., el. | ambient conditions | συνθήκες περιβάλλντος |
environ. | anaerobic condition A mode of life carried on in the absence of molecular oxygen | αναερόβιες συνθήκες |
med. | anaerobic condition | αναερόβιες συνθήκες |
mater.sc. | anaerobic conditions | αναερόβιες συνθήκες |
med. | animal killed having been found in a moribond condition | ετοιμοθάνατο ζώο που θανατώθηκε |
gen. | as found condition | κατάσταση "όπως ευρέθη" |
gen. | as-left condition | κατάσταση "όπως αφέθη" |
chem., el. | at flowing conditions | σε συνθήκες μέτρησης |
chem., el. | at flowing conditions | σε συνθήκες λειτουργίας |
econ. | atmospheric conditions | ατμοσφαιρικές συνθήκες |
insur. | average condition | αναλογικός όρος |
med. | aversion conditioning | θεραπεία αποστροφής |
agric. | barley steeping conditions | συνθήκες διαβροχής του κριθαριού |
agric. | barley steeping conditions | συνθήκες διαβροχής της κριθής |
insur. | benefits linked to conditions of residency | παροχές που εξαρτώνται από προϋπόθεση διαμονής |
nat.sc., lab.law. | biological conditions | βιολογικές συνθήκες |
fin. | bond conditions | όροι έκδοσης ομολόγου |
earth.sc., mech.eng. | boundary conditions | οριακές συνθήκες |
phys.sc. | Bragg condition of reflection | προϋπόθεση BRAGG αντανάκλασης |
med. | burial under hygienic conditions | υγειονομική ταφή |
gen. | burning conditions | συνθήκες καύσης |
earth.sc. | burn-up condition | κατάσταση καταναλώσεως πυρήνων |
chem., el. | carbonizing conditions | συνθήκες απανθράκωσης |
chem., el. | carbonizing conditions | συνθήκες απόσταξης |
chem., el. | carbonizing conditions | συνθήκες απαερίωσης |
med. | chronic condition | χρόνια νόσος |
gen. | clean-condition | συνθήκη καθαριότητος |
gen. | clean conditions | συνθήκες καθαριότητος |
gen. | clean conditions area | περιοχή επιτηρούμενης καθαριότητος |
life.sc. | climatic and soil condition | κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες |
gen. | climatic conditions | κλιματικές συνθήκες |
gen. | combustible under specific conditions | ουσία καύσιμη κάτω από ειδικές συνθήκες |
mun.plan., earth.sc. | comfort air conditioning | κλιματισμός |
energ.ind. | Committee for implementation of the regulation on conditions for access to the network for cross-border exchanges in electricity | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας |
social.sc. | Committee of Experts of the European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions | Επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας |
agric., mater.sc. | Common measure to improve the conditions under which fishery and aquaculture products are processed and marketed | Κοινή δράση η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας |
fin. | common standard policy conditions | τυποποιημένος όρος ασφάλισης |
stat., social.sc. | Community statistics on income and living conditions | κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης |
mater.sc. | compatibility conditions | συνθήκες συμβατότητας |
law | to comply with the conditions | συμμορφούμαι προς τους όρους |
min.prod. | Condition Assessment Programme | Πρόγραμμα εκτίμησης της κατάστασης |
econ., fin. | condition concerning the shareholder's withdrawal | προϋπόθεση αποχώρησης του μετόχου |
law | condition depending on the discretion of a party to a contract | εξουσιαστική αίρεση |
gen. | Condition entry | Συνθήκη εισόδου |
med. | condition evaluation | αξιολόγηση συνθήκης |
gen. | condition for case referral to the national authorities | όροι παραπομπής στις εθνικές αρχές |
construct. | condition for location | κριτήριο θέσης |
construct. | condition for location | κριτήριο εγκατάστασης |
tech., chem. | condition for obtaining NMR spectrum | συνθήκη καταγραφής του φάσματος RMN |
law | condition for registration of trade mark | προϋπόθεση της καταχώρησης του σήματος |
fin. | condition for taking up business | προϋπόθεση ανάληψης δραστηριότητας |
gen. | condition for the reception of the asylum applicant | προϋπόθεση υποδοχής του αιτούντος άσυλο |
fin. | condition governing admission to listing | όρος εισαγωγής στο χρηματιστήριο |
construct. | condition governing location | κριτήριο εγκατάστασης |
construct. | condition governing location | κριτήριο θέσης |
law | condition laid down in the rules of procedure | όρος που θα καθορισθεί από τον κανονισμό διαδικασίας |
fin. | condition making them eligible for the loan | όρος επιλεξιμότητας για το δάνειο |
gen. | condition monitoring | Παρακολούθηση της κατάστασης |
mater.sc. | condition monitoring system | σύστημα ελέγχου συνθηκών |
gen. | condition of admissibility | προϋπόθεση παραδεκτού |
insur. | condition of average | αναλογικός όρος |
med. | condition of clinical use | συνθήκες κλινικής εφαρμογής |
mater.sc. | condition of Community Fellows | συνθήκες υποδοχής των κοινοτικών υποτρόφων |
gen. | condition of design | συνθήκη του σχεδιασμού |
fin., industr. | condition of eligibility for aid | προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενίσχυσης |
law, immigr. | condition of entry | προϋπόθεση εισόδου στη χώρα |
med. | condition of major epilepsy | κατάστασις της μεγάλης επιληψίας (status epilepticus) |
earth.sc., transp. | condition of minimum energy | συνθήκη ελάχιστης ενέργειας |
law | condition of res judicata | όρος του δεδικασμένου |
agric. | condition of the crop | καλλιεργητική κατάσταση |
law | condition of use of the trade mark | προϋπόθεση χρήσης του σήματος |
environ., agric. | condition of vegetation | φυτική κατάσταση |
environ., agric. | condition of vegetation | κατάσταση της χλωρίδας |
law, construct. | condition-of-premises report | πραγματογνωμοσύνη μισθίου 2) τεχνική περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης |
law | condition precedent | προϋπόθεση ισχύος όρου σύμβασης |
law | condition precedent | αναβλητική αίρεση |
law | condition subsequent | επιγενόμενη συνθήκη |
law | condition subsequent | διαλυτική αίρεση |
gen. | Conditioning atmosphere - Test atmosphere - Reference atmosphere | Ατμόσφαιρα εγκλιματισμού - Ατμόσφαιρα δοκιμασίας - Ατμόσφαιρα αναφοράς |
earth.sc. | conditioning by steel melting | συσκευασία μέσω τήξης χάλυβα |
agric. | conditioning casks | πλύσιμο των βαρελιών |
agric. | conditioning casks | καθαρισμός των βαρελιών |
stat., scient. | conditioning effect | αλληλεπίδραση |
chem. | conditioning of granular calcines | επεξεργασία προϊόντων πυρώσεως σε κοκκώδη κατάσταση |
chem. | conditioning process | διαδικασία επεξεργασίας |
industr., construct. | conditioning room | θάλαμος διαψύξεως |
med. | conditioning stimulus | υποθετικό ερέθισμα |
earth.sc. | conditioning without direct viewing | συσκευασία χωρίς άμεση οπτική επαφή |
industr., construct., met. | conditioning zone | ζώνη επιθυμητής ρύθμισης |
gen. | conditions for assistance | όροι χορήγησης της συνδρομής |
fin. | conditions for conversion | όροι μετατροπής |
gen. | conditions for election | προϋπόθεση εκλογής |
gen. | conditions for enterprise and market access | όροι πρόσβασης στις επιχειρήσεις και στην αγορά |
insur. | conditions for entitlement to a social benefit | προϋποθέσεις χορήγησης μιας κοινωνικής παροχής |
fin. | conditions for exchange | όροι ανταλλαγής |
tech. | conditions for fitting | προϋποθέσεις εφαρμογής |
fin. | conditions for subscription | όροι αναλήψεως |
law | conditions for the exercise of the right of priority | προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαιώματος προτεραιότητος |
law | conditions for the issue of the EEC mark | όροι χορήγησης του σήματος ΕΟΚ |
busin., labor.org., account. | conditions for the preparation of consolidated accounts | προϋποθέσεις καταρτίσεως ενοποιημένων λογαριασμών |
immigr. | conditions for the reception of asylum-seekers | όροι αποδοχής των αιτούντων άσυλο |
immigr. | conditions governing entry | προϋποθέσεις εισόδου |
immigr. | conditions governing exit | προϋποθέσεις εξόδου |
immigr. | conditions governing residence | προϋποθέσεις διαμονής |
fin., transp. | conditions governing the application of transport tariffs | όροι εφαρμογής των τιμολογίων μεταφορών |
immigr. | conditions governing the movement of aliens | όροι κυκλοφορίας των αλλοδαπών |
immigr. | conditions governing work | προϋποθέσεις εργασίας |
econ. | conditions in which payment is due | όροι απαιτητού οφειλής |
ed. | conditions of access and admission to higher education | όροι εισαγωγής και φοίτησης στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα |
ed. | conditions of access to the professions | όροι πρόσβασης στα διάφορα επαγγέλματα |
law, h.rghts.act. | conditions of detention | συνθήκες κράτησης στις φυλακές |
law, h.rghts.act. | conditions of detention | συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων |
ed. | conditions of employment for part-time teachers | Kανονισμός Yπηρεσιακής κατάστασης του διδακτικού προσωπικού και όροι απασχόλησης του επί συμβάσει προσωπικού μερικής απασχόλησης |
ed. | Conditions of employment for part-time teachers | καθεστώς του επί συμβάσει διδακτικού προσωπικού μερικής απασχόλησης |
gov. | Conditions of Employment of Other Servants of the European Communities | Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; καθεστώς λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων |
gov. | conditions of engagement | όροι πρόσληψης |
immigr. | conditions of entry and residence | προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής |
law, crim.law., UN | conditions of imprisonment | συνθήκες κρατήσεως |
law, IT, social.sc. | conditions of life | συνθήκες διαβίωσης |
med. | conditions of sight | κατάσταση όρασης |
chem. | conditions of use | συνθήκες χρήσης |
law | conditions of validity of marriage | προϋποθέσεις εγκυρότητας του γάμου |
patents. | conditions relating to the entitlement of the proprietor | προϋποθέσεις που έχουν σχέση με την ιδιότητα του δικαιούχου |
econ. | conditions under which goods are procured and marketed | όροι εφοδιασμού και διαθέσεως |
law | conditions under which non-resident carriers may operate transport services within a Member State | όροι υπό του οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ'αυτό |
econ. | conditions under which payment falls due | όροι απαιτητού οφειλής |
gen. | conditions which shall be embodied in regulations | όροι που θα αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών εφαρμογής |
insur. | consultation condition | συμβουλευτικός όρος |
fin. | Contact Committee Coordinating the Conditions for the Admission of Securities to Official Stock Exchange Listing | Επιτροπή Συνεργασίας περί Συντονισμού των Ορων για την Εισαγωγή Κινητών Αξιών σε Χρηματιστήριο Αξιών |
med. | controlled conditions | ελεγχόμενες συνθήκες |
social.sc. | Convention concerning Employment and Conditions of Work and Life of Nursing Personnel | Σύμβαση για την απασχόληση και τους όρους εργασίας και ζωής του νοσηλευτικού προσωπικού |
gen. | Convention concerning Migrations in Abusive Conditions and the Promotion of Equality of Opportunity and Treatment of Migrant Workers | Σύμβαση για τις μεταναστεύσεις υπό καταχρηστικούς όρους και για την προώθηση ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης των διακινούμενων εργαζομένων |
gen. | Correcting condition | Κατάσταση διόρθωσης |
econ. | Council Decision...on the principles, priorities, intermediate objectives and conditions contained in the Accession Partnership with... | Απόφαση του Συμβουλίου...για τις αρχές, τις προτεραιότητες, τους ενδιάμεσους στόχους και τους όρους που περιέχονται στην εταιρική σχέση για την προσχώρηση της... |
insur. | credit terms and conditions | όροι πίστωσης; πιστωτικοί όροι |
earth.sc. | critical condition | κρισιμότης |
earth.sc. | critical condition | κρίσιμη κατάστασις |
agric. | cultural condition | κατάσταση καλλιεργείας |
med. | culture in a semisynchronous condition | καλλιέργεια σε ημισύγχρονη κατάσταση |
insur. | customary terms and conditions | συνήθεις όροι |
earth.sc., el. | cyclic magnetic condition | κυκλική μαγνητική κατάσταση |
gen. | Cyclically magnetized condition | Κατάσταση κυκλικής μαγνήτισης |
mun.plan., earth.sc. | design conditions | προβεβλημένες συνθήκες |
gen. | Determination of resistance to ozone cracking under static conditions | Καθορισμός αντοχής σε ρωγμές οφειλόμενες στο όζον σε στατικές συνθήκες |
environ., chem. | dilution-air conditioning | προετοιμασία του αέρα αραίωσης |
environ., industr. | discharge conditions | όροι με τους οποίους πραγματοποιείται η απόρριψη |
med. | disordered condition of consciousness | διαταραχή συνείδησης |
gen. | dissimilar conditions | άνισοι όροι |
econ. | disturbance of market conditions | διαταραχές της αγοράς |
mun.plan. | domestic air-conditioning plant | κλιματιστικό μηχάνημα για οικιακή χρήση |
mun.plan. | domestic air-conditioning plant | οικιακή κλιματιστική συσκευή |
mun.plan. | domestic air-conditioning plant | κλιματιστική μονάδα οικιακής χρήσης |
agric. | drying under controlled environment conditions | ξήρανση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
law | to ease the conditions for extradition | απλοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης |
fin. | easing of monetary conditions | χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών |
law, econ., fin. | economic and financial conditions | οικονομικές και δημοσιονομικές προϋποθέσεις |
econ. | economic conditions | οικονομική κατάσταση |
econ. | economic conditions | οικονομικές συνθήκες |
environ. | engine load conditions | συνθήκες φόρτισης του κινητήρα |
gen. | enhanced conditions credit line | πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους |
gen. | enhanced conditions credit line offering partial risk protection | πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο |
gen. | enhanced conditions credit line with sovereign partial risk protection | πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο |
law, polit., agric. | enterprises handicapped by structural or natural conditions | γεωργικές εκμεταλλεύσεις που μειονεκτούν λόγω διαρθρωτικών ή φυσικών συνθηκών |
immigr. | entry condition | προϋπόθεση εισόδου |
nat.sc., agric. | entry condition | προϋποθέσεις εγγραφής |
immigr. | entry conditions | προϋποθέσεις εισόδου |
law, immigr. | entry conditions | προϋπόθεση εισόδου στη χώρα |
fin. | entry, utilization and financing conditions for the monetary reserve | προϋποθέσεις εγγραφής, χρησιμοποίησης και χρηματοδότησης |
environ. | environmental conditions | περιβαλλοντολογικές συνθήκες |
gen. | equipment for conditioning milk | εξοπλισμός για την ρύθμιση των συνθηκών του γάλακτος |
insur. | essential condition | βασική προϋπόθεσις |
stat., social.sc. | EU statistics on income and living conditions | κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης |
phys.sc., mech.eng. | Euler's equilibrium condition | εξίσωση του `Oηλερ |
phys.sc., mech.eng. | Euler's equilibrium condition | συνθήκη ισορροπίας κατά `Oηλερ |
social.sc. | European household panel on income and living conditions | έρευνα για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών στην Ευρώπη |
social.sc. | European panel on the income and living conditions of households | Ευρωπαϊκό πάνελ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών |
stat., social.sc. | European Union Statistics on Income and Living Conditions | κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης |
law | examination of the conditions of filing | εξέταση των προϋποθέσεων της αίτησης |
patents. | examination of the conditions of filing | εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων της αίτησης |
law | examination of the conditions relating to the entitlement of the proprietor | εξέταση των προϋποθέσεων που έχουν σχέση με την ιδιότητα του δικαιούχου |
fin. | exemption condition | προϋπόθεση απαλλαγής |
law, fin. | exemption on condition that gains are reinvested | απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία |
fin. | failure to comply with a condition | μη τήρηση ενός όρου |
fin. | failure to fulfil a condition | μη τήρηση ενός όρου |
mater.sc. | field conditions | συνθήκες πεδίου |
mater.sc. | field conditions | επιτόπιες συνθήκες |
econ., fin. | financial condition attaching to the loan | οικονομικοί όροι που συνοδεύουν το δάνειο |
econ. | to fix purchase or selling prices or any other trading conditions | καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής |
construct. | fixed condition | συνθήκη πάκτωσης |
law, lab.law. | framework agreement on employment conditions | γενική συλλογική σύμβαση |
law | fulfil the necessary conditions for the adoption of a single currency | πληρώ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος |
environ., industr. | gas conditioning | προετοιμασία αερίου |
nat.sc., agric. | general condition for the approval | γενικός όρος εγκρίσεως |
gen. | general conditions | γενική συγγραφή υποχρεώσεων |
insur. | general insurance conditions | γενικοί όροι ασφαλιστηρίου |
law | General Tendering and Contract Conditions | γενικές διατάξεις περί προσφοράς και συμβάσεων |
gen. | Geneva Convention for the Amelioration of the Condition of the Wounded and Sick in Armed Forces in the Field | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλους δυνάμεις" |
gen. | Geneva Convention for the Amelioration of the Condition of Wounded, Sick and Shipwrecked Members of Armed Forces at Sea | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των κατά θάλασσαν ενόπλων δυνάμεων" |
environ. | geological medium under oxic conditions | γεωλογικές μάζες υπό όξινες συνθήκες |
agric. | germination conditions | συνθήκες βλάστησης |
environ., polit., agric. | good agricultural and environmental condition | καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση |
social.sc. | Governing Board of the European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions | Διοικητικό συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας |
fin. | gradually normalised liquidity conditions | σταδιακή ομαλοποίηση της ρευστότητας |
agric. | growing conditions | συνθήκες καλλιέργειας |
econ. | Harmonised Conditions | εναρμονισμένοι όροι |
agric. | hay conditioning | δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για ξήρανση του χόρτου |
tech. | heating ventilating and air conditioning | θέρμανση-αερισμός και κλιματισμός |
construct. | heating, ventilation, air conditioning | θέρμανση-αερισμός-κλιματισμός |
insur. | "if-and-when"-condition | όρος "if-and-when" |
insur. | implied condition | εξυπακουόμενος όρος |
commer., polit., econ. | to impose unfair trading conditions | επιβολή μη δίκαιων όρων συναλλαγής |
insur. | in a damaged condition | με αβαρίες |
insur. | in a damaged condition | με ζημιές |
insur. | in a damaged condition | βλαμένος |
gen. | in a standby condition | σε κατάσταση εφεδρείας |
law, tech., R&D. | in abnormal draught conditions | μη φυσιολογικός ελκυσμός |
gen. | in good condition | σε καλή κατάσταση |
gen. | in good order and condition | σε καλή κατάσταση |
gen. | in the light of the prevailing conditions | με γνώμονα την παρούσα κατάσταση |
insur. | in undamaged condition | χωρίς ζημιές |
gen. | indispensable condition | απαραίτητη προϋπόθεση |
gen. | indispensable condition | απαραίτητη συνθήκη |
mun.plan., earth.sc. | indoor conditions | συνθήκες αέρα εσωτερικών χώρων |
mun.plan., earth.sc. | indoor conditions | κατάσταση του αέρα του χώρου |
earth.sc., mech.eng. | induced medium condition | κατάσταση παρακινούμενου μέσου |
mun.plan., earth.sc. | industrial air conditioning | βιομηχανικός κλιματισμός |
earth.sc., mech.eng. | inflow conditions | συνθήκες αναρρόφησης |
construct. | inspection of air-conditioning systems | επιθεώρηση συστημάτων κλιματισμού |
commer., transp., avia. | instrument meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης οργάνων |
commer., transp., avia. | instrument meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης με όργανα |
commer., transp., avia. | instrument meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες για πτήσεις με όργανα |
life.sc. | intermittent artesian condition | διαλείπουσα αρτεσιανή κατάστασις |
earth.sc., mech.eng. | internal conditions | εσωτερικές συνθήκες |
life.sc. | interrupted artesian condition | ασυνεχής αρτεσιανή κατάστασις |
law | intuitu personae condition | αρχή της προσωπικής δέσμευσης |
law | intuitu personae condition | ρήτρα προσωπικής δέσμευσης |
agric. | kilning conditions | συνθήκες ξήρανσης |
stat., scient. | Konyus conditions | συνθήκες Konyus |
math. | Konyus conditions | οροι Konyus |
law, lab.law. | Labour Conditions Act | Νόμος για τις συνθήκες εργασίας |
law | labour law and working conditions | το εργατικό δίκαιο και οι όροι εργασίας |
law, lab.law. | Law on Conditions at the Workplace | Νόμος για τις συνθήκες εργασίας |
law, lab.law. | Law on conditions on the workplace | νόμος περί συνθηκών στον τόπο εργασίας |
environ. | leaching condition | προϋπόθεση έκπλυσης |
med., life.sc. | lethal mutation in the hemizygous condition | μετάλλαξη θανατηφόρα στην ημίζυγη κατάσταση |
gen. | licence condition | κριτήριο αδειοδότησης |
stat., scient. | Lipschitz condition | συνθήκη Lipschitz |
math. | Lipschitz condition | όρος Lipschitz |
fin. | liquidity conditions | συνθήκες ρευστότητας |
environ. | living condition An element or characteristic of a habitation considered in light of its ability to sustain and promote the health and general well-being of occupants | συνθήκες διαβίωσης |
environ. | living condition | συνθήκες διαβίωσης |
gov., h.rghts.act. | living conditions | συνθήκες ζωής |
fin., social.sc. | living conditions | όροι της υπόστασης |
econ. | living conditions | συνθήκες διαβίωσης |
agric. | local soil condition | εδαφολογικές συνθήκες τις περιοχής |
energ.ind., construct. | local solar exposure conditions | τοπικές συνθήκες έκθεσης στον ήλιο |
earth.sc. | low-insolation condition | συνθήκες χαμηλού ηλιασμού |
industr., construct. | machine for conditioning yarn or fabrics by steam-treatment | μηχανή ψεκασμού |
econ. | macroeconomic conditions | μακροοικονομικές συνθήκες |
earth.sc. | maintaining shut-down plant in a safe condition | διατήρηση των σταματημένων εγκαταστάσεων σε ασφαλή κατάσταση |
agric. | malt conditioning | ύγρανση της βύνης |
fin., agric. | Management Committee on Conditions of Competition in Agriculture | επιτροπή διαχείρισης των συνθηκών ανταγωνισμού και αγροτικής ανάπτυξης |
mun.plan., earth.sc. | marine air conditioning | κλιματισμός πλοίου |
social.sc. | marital condition | καθεστώς από πλευράς Αστικού Δικαίου |
social.sc. | marital condition | οικογενειακή κατάσταση |
fin., agric. | Market Conditions Committee | επιτροπή συνθηκών αγοράς |
agric. | mash separation conditions | συνθήκες διαχωρισμού του ζυθοπολτού |
earth.sc. | maximum-J condition | συνθήκη μεγίστου j |
gen. | mechanical boundary conditions | μηχανικές συνοριακές συνθήκες |
gen. | to meet the conditions for entry or residence | πληρώ τις προϋποθέσεις εισόδου ή διαμονής |
life.sc. | meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες |
life.sc. | meteorological conditions | καιρικές συνθήκες |
chem. | mild acidic conditions | συνθήκες μέτριας οξύτητας |
chem. | mild acidic conditions | ηπίως όξινες συνθήκες |
agric. | milk conditioning | ρύθμιση των συνθηκών επεξεργασίας του γάλακτος |
tech. | minimum energy condition | τροχιά ελάχιστης ενέργειας |
social.sc., coal. | Mixed Committee for the Harmonisation of Working Conditions in the Coal Industry | Μικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία άνθρακα |
social.sc., met. | Mixed Committee for the Harmonisation of Working Conditions in the Iron and Steel Industry | Μικτή Επιτροπή για την Εναρμόνιση των Συνθηκών Εργασίας στη Βιομηχανία Σιδήρου και Χάλυβα |
gen. | Mixed Committee on the harmonisation of working conditions in the coal industry | Μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία εξορύξεως άνθρακα |
gen. | Mixed Committee on the harmonisation of working conditions in the steel industry | Μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβα |
med. | morbid condition | παθολογική κατάσταση |
fin. | necessary condition for the adoption of a single currency | αναγκαία προϋπόθεση για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος |
social.sc., lab.law. | Netherlands Institute for Working Conditions | ολλανδικό ινστιτούτο για τις συνθήκες εργασίας |
energ.ind. | no-load condition | κατάσταση άνευ φορτίου |
med. | non reducing condition | μη αναγωγική συνθήκη |
fin. | non-compliance with a condition | μη τήρηση ενός όρου |
insur. | non-conforming terms and conditions | μη σύμφωνοι όροι; όροι μη σύμφωνοι με την παρούσα συμφωνία |
insur. | non-forfeiture condition | μη εκπίπτοντα δικαιώματα ασφαλισμένου |
earth.sc., transp., construct. | normal ground water condition | κανονική στάθμη υπόγειων υδάτων |
gen. | normal market conditions | συνήθεις συνθήκες της αγοράς |
agric. | normal operational and habitable conditions | ομαλές συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης |
econ., market. | objective criterion or condition | αντικειμενικό κριτήριο ή προϋπόθεση |
gen. | offers which are regular, complying with the conditions laid down and comparable | κανονικές,σύμφωνες με τις προδιαγραφές και συγκρίσιμες προσφορές |
law | on condition that the loser shall pay | με δαπάνες της ηττημένης πλευράς |
gen. | on-site sample conditioning | προετοιμασία δειγμάτων επιτόπου |
social.sc. | operant conditioning | συντελεστική εξαρτημένη μάθηση |
social.sc. | operant conditioning | επεμβατική εξαρτημένη μάθηση |
chem. | operational condition | συνθήκες λειτουργίας |
gen. | Operational Limits and Conditions | όρια και συνθήκες λειτουργίας |
fin., agric. | Operational programmes involving investments to improve the conditions under which agricultural and forestry products are processed and marketed | Λειτουργικά προγράμματα που ευνοούν επενδύσεις οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων |
chem. | optimum condition | βέλτιστη συνθήκη |
fin. | orderly market conditions | ομαλές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς |
fin. | orderly underlying conditions | ομαλές βασικές συνθήκες |
insur. | original conditions | όροι σύμφωνα με την πρωτασφάλιση |
mun.plan., earth.sc. | outdoor conditions | συνθήκες του εξωτερικού αέρα |
mun.plan., earth.sc. | outdoor conditions | κατάσταση του εξωτερικού αέρα |
earth.sc. | overspeed condition | κατάσταση υπερτάχυνσης |
environ. | oxygenation conditions | συνθήκες οξυγόνωσης |
social.sc., health. | peripheral vascular conditions | παθήσεις του περιφερικού αγγειακού συστήματος |
earth.sc., life.sc. | perspective condition | συνθήκη προοπτικής |
earth.sc. | photometric condition | φωτομετρική συνθήκη |
environ. | physical condition | φυσική κατάσταση |
environ. | physical conditions | φυσική κατάσταση |
fin., IT | point of service condition code | κωδικός όρων του σημείου εξυπηρέτησης |
insur. | policy conditions | όροι του ασφαλιστηρίου |
econ. | political and economic conditions | πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις |
stat. | population and social conditions | πληθυσμός και κοινωνικές συνθήκες |
environ., industr. | pre-conditioning cycle | κύκλος προετοιμασίας |
med. | precancerous conditions | προκαρκινοματώδεις καταστάσεις |
insur. | pre-existing condition | προϋπάρχουσα κατάσταση |
econ. | prices and delivery terms or transport rates and conditions | οι όροι των τιμών ή της παραδόσεως και τά τιμολόγια των μεταφορών |
law, h.rghts.act. | prison conditions | συνθήκες κράτησης στις φυλακές |
law | probationary condition | δοκιμαστικές συνθήκες |
law | proceedings and conditions for enforcement | διαδικασία και όροι εκτέλεσης |
mun.plan., earth.sc. | process air conditioning | βιομηχανικός κλιματισμός |
insur. | prohibition to continue work under unhealthy conditions | απαγόρευση απασχόλησης |
social.sc. | to promote improved working conditions and an improved standard of living for workers | προάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού |
patents. | Protocol on a possible modification of the conditions of entry into force of the Agreement relating to Community patents | Πρωτόκολλο σχετικό με ενδεχόμενη τροποποίηση των όρων θέσεως σε ισχύ της συμφωνίας για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law | provisions regulating terms and conditions of employment | εργατική νομοθεσία |
earth.sc., life.sc. | quick condition | συνθήκη αναρροής |
earth.sc., life.sc. | quick condition | αναρρέουσα άμμος |
mater.sc., mech.eng. | rated conditions | ονομαστικές συνθήκες |
immigr. | reception condition | συνθήκη υποδοχής |
immigr. | reception conditions | συνθήκες υποδοχής |
law, immigr. | Reception Conditions Directive | οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο |
fin. | redemption conditions | τρόπος εξοφλήσεως |
gen. | reducing condition | αναγωγική συνθήκη |
nat.sc. | refrigeration and air conditioning equipment | εξοπλισμός ψύξης και κλιματισμού |
econ. | regarding the conditions under which goods are procured and marketed | ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως |
earth.sc., transp., construct. | regular ground water condition | κανονική στάθμη υπόγειων υδάτων |
earth.sc., transp., construct. | regular phreatic water condition | κανονική στάθμη υπόγειων υδάτων |
law, social.sc. | Regulation governing conditions of employment of the Netherlands Railway Company | κανονισμός σχετικά με τις συνθήκες υπηρεσίας των ολλανδικών σιδηροδρόμων |
nat.sc. | repeatability conditions | συνθήκες επαναληψιµότητας |
tech., chem. | repeatable ashing condition | επαναλήψιμη συνθήκη αποτέφρωσης |
nat.sc. | reproducibility conditions | συνθήκες αναπαραγωγιµότητας |
mun.plan., earth.sc. | residential air conditioning | οικιακός κλιματισμός |
industr. | respecting the conditions of a contract | συμμόρφωση προς τις προδιαγραφές |
law | restoring to the pristine condition | επαναφορά στην προτέρα κατάσταση |
econ. | retirement conditions | όροι συνταξιοδότησης |
nat.sc. | reversible air-conditioning/heat pump system | αναστρέψιμο σύστημα κλιματισμού/αντλίας θερμότητας |
gen. | Revised General Arrangement for the Progressive Removal of Obstacles to Normal Competitive Conditions in the Shipbuilding Industry | Αναθεωρημένη Γενική Συμφωνία ή Αναθεωρημένος Γενικός Διακανονισμός για την προοδευτική άρση των εμποδίων στις ομαλές συνθήκες ανταγωνισμού της ναυπηγικής βιομηχανίας |
gen. | rules laying down the conditions of employment of local staff | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
agric. | rural housing conditions | αγροτικός χώρος διαβίωσης |
med. | safety condition | όρος ασφαλείας |
gen. | safety margin under accident conditions | περιθώριο ασφαλείας σε περίπτωση ατυχήματος |
med. | saturated condition | κορεσμένο στάδιο |
med. | saturated condition | κορεσμένη κατάσταση |
earth.sc., life.sc. | Scheimpflug condition | οπτική συνθήκη του Scheimpflug |
earth.sc., transp., nautic. | sea conditions | κατάσταση της θάλασσας |
life.sc. | sea level conditions | συνθήκες επιπέδου θαλάσσης |
earth.sc. | seismic environmental conditions | σεισμικές περιβαλλοντικές συνθήκες |
agric. | Selection criteria for investments for improving the processing and marketing conditions for agricultural and forestry products | κριτήρια επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας |
med. | semi-synchronous condition | ημισυγχρονισμένη κατάσταση |
med. | sequence of morbid conditions | ακολουθία των παθολογικών καταστάσεων |
gen. | serviceable condition | κατάσταση λειτουργικής ετοιμότητας |
agric. | sheep raising under paddock conditions | εκτροφή σε μαντρί |
industr. | signal conditioning equipment | συσκευή μορφοποιήσεως σημάτων |
life.sc., el. | simulated dust and sand conditions | προσομοιωμένες συνθήκες σκόνης και άμμου |
commer. | single fault condition | συνθήκες απλής βλάβης |
tech., el. | single fault condition | όταν παρουσιαστεί η πρώτη βλάβη |
construct. | site condition | κριτήριο θέσης |
construct. | site condition | κριτήριο εγκατάστασης |
agric. | site ecological conditions | σταθμολογικά δεδομένα |
life.sc. | sky condition | κατάσταση του ουρανού |
econ. | slack domestic demand conditions | συνθήκες χαλαρής εσωτερικής ζήτησης |
environ. | social condition An existing circumstance, situation or state affecting the life, welfare and relations of human beings in community | κοινωνική κατάσταση |
environ. | social condition | κοινωνική κατάσταση |
econ. | socioeconomic conditions | κοινωνικοοικονομικές συνθήκες |
med. | soil condition | κατάσταση εδάφους |
agric. | soil conditioning | κατεργασία του εδάφους |
econ. | soil conditioning | βελτιωτικά του εδάφους |
agric. | soil conditioning | βελτίωση του εδάφους |
life.sc., agric. | soil conditions | κατάσταση του εδάφους |
life.sc., el. | solar air conditioning | ηλιακóς κλιματισμóς |
life.sc., el. | solar air conditioning | κλιματισμóς με ηλιακή ενέργεια |
energ.ind. | solar air-conditioning | κλιματισμός που χρησιμοποιεί την ηλιακή ενέργεια |
law | sound monetary conditions | υγιείς νομισματικές συνθήκες |
law, fin. | sound public finances and monetary conditions | υγιή δημόσια οικονομικά και υγιείς νομισματικές συνθήκες |
life.sc. | space conditioning | χωριοποίηση |
life.sc. | space conditioning | χωρική προσαρμογή |
insur. | special condition of average | ειδικός αναλογικός όρος |
gen. | special conditions | ειδικές συγγραφές υποχρεώσεων |
gen. | special conditions | ειδική συγγραφή υποχρεώσεων |
gen. | special conditions | συγγραφή ειδικών όρων |
econ. | special internal rates and conditions | ειδικά εσωτερικά τιμολογιακά μέτρα |
econ., market. | specific condition for country cover | ειδικός όρος κάλυψης ανά χώρα |
gen. | specific conditions of implementation | ειδικές συνθήκες εκτέλεσης |
gov. | Staff Regulations of officials of the European Communities and the Conditions of Employment of other servants of the European Communities | κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών |
gov. | Staff Regulations of Officials of the European Union and the Conditions of Employment of other servants of the Union | κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών |
gen. | Standard atmospheres for conditioning, samples and for tests | Πρότυπες ατμόσφαιρες για εγκλιματισμό δοκιμίων, δειγμάτων και για δοκιμασίες |
industr., construct. | standard condition for physical testing | πρότυπος εγκλιματισμός ελέγχου |
law | standard conditions | πρότυποι όροι |
mater.sc., mech.eng. | standard conditions | ονομαστικές συνθήκες |
gen. | standard conditions and contract | συγγραφή υποχρεώσεων |
immigr. | standards concerning the conditions for the reception of applicants for asylum or subsidiary protection | προδιαγραφές σχετικά με τις προϋποθέσεις υποδοχής αιτούντων άσυλο ή επικουρικής προστασίας |
med. | starting condition | κατάσταση έναρξης |
earth.sc., construct. | static equilibrium conditions | συνθήκες στατικής ισορροπίας |
chem. | steady running conditions | συνθήκες σταθερής λειτουργίας |
mun.plan., earth.sc. | summer air conditioning | κλιματισμός το καλοκαίρι |
earth.sc., construct. | support condition | συνθήκη εδράσεως |
agric., met. | surface condition | κατάσταση επιφάνειας |
gen. | suspensive condition | αναβλητικός σρoς |
law, immigr. | taking up paid employment in breach of a condition of leave | άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς άδεια εργασίας |
law, fin. | tax condition | φορολογική διάταξη |
gen. | Temperatures and humidities for conditioning and testing | Θερμοκρασίες και υγρασίες για εγκλιματισμό και για δοκιμασία |
law, interntl.trade. | terms and conditions | γενικοί και ειδικοί όροι |
gen. | terms and conditions of loans | όροι παροχής των δανείων |
mater.sc. | test condition | συνθήκες δοκιμασίας |
tech. | test conditions | συνθήκες δοκιμασίας |
med. | test of physical condition | δοκιμασία φυσιολογικής καταστάσεως |
mater.sc. | test under tropical conditions | δοκιμασία σε τροπικές συνθήκες |
earth.sc. | tested under real conditions | δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες |
gen. | the conditions are fulfilled | οι προϋποθέσεις πληρούνται |
gen. | the conditions attached to the approval of the aid | προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση της ενίσχυσης |
earth.sc., met. | the constancy of volume condition which holds for creep condition | ο νόμος του σταθερού όγκου ισχύει επίσης για τον ερπυσμό |
gen. | the standard exchange system also applies to restoring to original condition and putting in order | το σύστημα σταθερών ανταλλαγών εφαρμόζεται και στην περίπτωση αποκατάστασης ή ρύθμισης για λειτουργία |
earth.sc. | thermodynamic conditions of stability | θερμοδυναμικές συνθήκες σταθερότητας |
earth.sc. | thermonuclear conditions | θερμοπυρηνικές συνθήκες |
fin. | tightening of monetary conditions | άσκηση αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής |
commer., polit. | trading conditions | όροι των συναλλαγών |
commer., polit. | trading conditions | όροι συναλλαγής |
chem. | transient condition | μεταβατικές συνθήκες |
fin. | transparency of banking conditions | διαφάνεια των όρων που θέτουν οι τράπεζες |
earth.sc. | turnaround condition | συνθήκη αναπήδησης |
insur. | two conditions of average | ρήτρα δύο αναλογικών όρων |
gen. | under the conditions laid down in a separate Protocol | υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
gen. | unfair trading conditions | μη δίκαιοι όροι συναλλαγής |
gen. | usual conditions | συνήθεις όροι |
earth.sc. | vacuum exit condition | εξωτερικές συνθήκες κενού |
gen. | valency condition | κατάσταση σθένους |
earth.sc., life.sc. | vanishing point condition | συνθήκη του σημείου φυγής |
life.sc., transp. | visibility conditions | συνθήκες ορατότητας |
commer., transp., avia. | visual meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες όψεως |
commer., transp., avia. | visual meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες για πτήσεις εξ όψεως |
commer., transp., avia. | visual meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης εξ όψεως |
earth.sc., transp., avia. | visual meteorological conditions | μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης "εξ όψεως" ' συνθήκες μετεωρολογικής ορατότητας |
agric., chem. | water conditioning | κλιματισμός νερού |
environ. | weather condition | κατάσταση καιρού/καιρικές συνθήκες |
environ. | weather condition The complex of meteorological characteristics in a given region | καιρικές συνθήκες |
environ. | weather condition The complex of meteorological characteristics in a given region | κατάσταση καιρού |
life.sc. | weather conditions | μετεωρολογικές συνθήκες |
life.sc. | wind conditions | αιολική κλιματολογία |
mun.plan., earth.sc. | winter air conditioning | κλιματισμός τον χειμώνα |
industr., construct. | wood conditioning apparatus | συσκευή συνθηκοθέτησης ξύλου |
med. | work under heat conditions | εργασία υπό υψηλή θερμοκρασία |
med. | worker "with a pathological condition" | εργάτης με παθολογικό υπόβαθρο |
environ. | working condition All existing circumstances affecting labor in the workplace, including job hours, physical aspects, legal rights and responsibilities | συνθήκες εργασίας |
environ. | working condition | συνθήκες εργασίας |
econ. | working conditions | συνθήκες εργασίας |
social.sc., empl. | working conditions | όροι εργασίας' συνθήκες εργασίας |
law, lab.law. | Working Conditions Act | Νόμος για τις συνθήκες εργασίας |
law, lab.law. | Working Conditions Act | νόμος περί συνθηκών στον τόπο εργασίας |
econ., fin. | Working Group on the conditions and effects of the structural adjustment policy under Lomé IV | ομάδα εργασίας σχετικά με τους όρους και τις συνέπειες της πολιτικής διαρθρωτικής αναπροσαρμογής που προβλέπονται στη Λομέ IV |
life.sc., el. | worst-storm conditions | θυελλώδης άνεμος |
mun.plan., earth.sc. | year round air conditioning | κλιματισμός χειμώνα-καλοκαίρι |
earth.sc. | zero-g condition | αβαρές |