DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing compensated | all forms
EnglishGreek
capacitance index compensating unitδοκιμαστική συσκευή αντοχής στη διάτρηση με αντιστάθμιση δείκτη χωρητικότητας
compensating holeστόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι
compensating plateδιορθωτική πλάκα