Subject | English | Greek |
law, min.prod. | a basis for asserting, supporting or denying a claim to territorial sovereignty | βάση για έγερση, υποστήριξη ή αποποίηση απαιτήσεως εδαφικής κυριαρχίας |
econ., fin. | to abandon a claim | παραιτούμαι από απαίτηση |
fin. | abandonment of claim | εγκατάλειψη απαίτησης |
law | abandonment of claims | παραιτoύμαι απσ κάθε αξίωση |
law | abandonment of claims | παραιτούμαι από κάθε αξίωση |
econ., fin. | abandonment of intermediate claim | παραίτηση από ενδιάμεσες πιστώσεις |
immigr. | abandonment of the asylum claim | υπαναχώρηση από την αίτηση ασύλου |
law | accessory claim | επικουρικό αίτημα αγωγής |
insur. | accident insurance claim | αποζημιώσεις ασφαλειών ατυχημάτων |
agric. | accompanying measures claim | αίτηση συνοδευτικών μέτρων |
law | adjustment of maintenance claims | αναπροσαρμογή δικαιωμάτων διατροφής |
law, busin., labor.org. | admission of claims | αναγνώριση των απαιτήσεων |
fin. | amount claimed | ζητούμενο ποσό |
gen. | applicant's main claim | κύριο αίτημα του προσφεύγοντος |
law, immigr. | asylum claim | αίτηση για τη χορήγηση ασύλου |
h.rghts.act. | asylum claim | αίτηση ασύλου |
law, immigr. | asylum claim | αίτηση χορήγησης ασύλου |
fin. | charges claimed | ζητούμενες επιβαρύνσεις |
proced.law. | civil claim for damages | αγωγή αποζημιώσεως |
law | civil claim for restitution | αγωγή αποκαταστάσεως της προτέρας καταστάσεως |
law | civil law claim | αστική αγωγή |
law, insur. | claim adjustor | ασφαλιστικός εμπειρογνώμονας |
life.sc., coal. | to claim an area of mineral deposits | διεκδίκηση περιοχής κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος |
law, fin. | claim arising out of subrogation | απαιτήσεις λόγω υποκατάστασης |
law | claim asserted by legal proceedings | αξίωση που προβάλλεται δικαστικώς |
patents. | to claim authorship of the work | διεκδικώ την πατρότητα του έργου |
law, busin., labor.org. | claim by a creditor in respect of debts incurred by the debtor's estate | απαιτήσεις κατά της ομάδας; ομαδικές απαιτήσεις; τα έναντι της ομάδας δικαιώματα |
econ. | claim due | οφειλόμενη αποζημίωση |
fin. | claim evidenced by a certificate | απαίτηση για την οποία υπάρχει παραστατικός τίτλος |
market. | claim for a reduction | αίτηση αποφορολόγησης |
market. | claim for a refund | αίτηση αποφορολόγησης |
law, immigr. | claim for asylum | αίτηση για τη χορήγηση ασύλου |
law, immigr. | claim for asylum | αίτηση ασύλου |
law, immigr. | claim for asylum | αίτηση χορήγησης ασύλου |
insur., transp., construct. | claim for benefit | αίτηση παροχών |
insur. | claim for cash benefits for incapacity for work | έντυπο Ε115 |
insur. | claim for cash benefits for incapacity for work | αίτηση για χρηματικές παροχές λόγω ανικανότητας προς εργασία |
law | claim for compensation | αγωγή αποζημιώσεως |
law | claim for compensation for damage caused | αγωγή για αποζημίωση |
polit., law | claim for costs | αίτημα για καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα |
proced.law. | claim for damage | αγωγή αποζημιώσεως |
law | claim for damage | αίτημα αποζημιώσεως |
law | claim for damages | αγωγή αποζημιώσεως |
law | claim for damages for breach of contractual obligations | επιδίωξη ικανοποιήσεως αξιώσεων αποζημειώσεως |
insur. | claim for death grant | έντυπο Ε124 |
insur. | claim for death grant | αίτηση επιδόματος θανάτου |
law | claim for handing over | αγωγή αποκαταστάσεως |
law | claim for incompatibility | αιτίαση που αναφέρεται στο ασυμβίβαστο |
fin., econ. | claim for payment | αίτηση για πληρωμή |
fin. | claim for payment | απαίτηση πληρωμής |
insur., social.sc. | claim for pension | αίτηση για σύνταξη |
environ. | claim for restitution A legal remedy in which a person or party may demand or assert the right to be restored to a former or original position prior to loss, damage or injury | αξίωση για επανόρθωση |
fin. | claim for restitution | αξίωση για επανόρθωση |
social.sc., transp. | claim form | έντυπη αίτηση παραπόνων |
fin. | claim in foreign currency | χρεωστικός τίτλος σε συνάλλαγμα |
econ., market. | claim not written off | αξίωση που δεν έχει παραγραφεί |
fin. | claim of equitable relief | αίτηση επιστροφής φόρων |
law | claim of infringement of earlier rights | αγωγή λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων |
fin. | claim of refund | απαίτηση επιστροφής χρημάτων |
fin. | claim on nonresidents | απαιτήσεις έναντι κατοίκων εξωτερικού |
fin. | claim on resources | απαιτήσεις επί των διαθέσιμων πόρων |
fin. | claim paid | αποζημιώσεις |
insur. | claim payable abroad | αποζημίωση πληρωτέα στο εξωτερικό |
law | to claim protection of their legitimate expectations | επικαλούμαι την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης |
gen. | claim ratio | ασφαλιστικές πληρωμές λόγω ζημιών |
labor.org., account. | claim secured in rem | εμπράγματη ασφάλεια |
law | claim settlement | διακανονισμός ζημιάς |
law | claim settlement | διακανονισμός διεκδικήσεως |
insur. | claim settlement rate | ισοτιμία νομίσματος για τον οριστικό διακανονισμό της ζημιάς |
fin. | claim settlement service | υπηρεσία διευθέτησης αποζημιώσεων |
fin. | claim settlement service | υπηρεσία διακανονισµού αποζηµιώσεων |
labor.org., account. | claim supported by an in rem interest | εμπράγματη ασφάλεια |
patents. | to claim that the Community trade mark has lapsed | επικαλούμαι την έκπτωση των δικαιωμάτων εκ κοινοτικού σήματος |
law | claim to be made a joint holder | αξιώνω να αποκτήσω την ιδιότητα του συνδικαιούχου |
proced.law. | claim to maintenance | αξίωση διατροφής |
fin. | claim to money | χρηματική απαίτηση |
law | claim to other payments | εγγύηση των απαιτήσεων για αποζημίωση |
fin. | claim to performance pursuant to contract | συμβατική απαίτηση για παροχές |
law | claim to priority | διεκδίκηση προτεραιότητας |
law | claim to wages | εγγύηση των μισθολογικών απαιτήσεων |
econ., commer., insur. | claim waiting period | συστατική προθεσμία της ασφαλιστικής περίπτωσης |
econ., commer., insur. | claim waiting period | περίοδος αναμονής αξίωσης |
polit., agric. | claimed bovine animals | βοοειδή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση |
law | claiming a right of priority | διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας |
gen. | claiming administration | υπηρεσία παραπόνων |
law, immigr. | claiming asylum | υποβολή αίτησης ασύλου |
law, immigr. | claiming asylum | κατάθεση αίτησης ασύλου |
insur. | claiming cash | απαίτηση χρημάτων |
insur. | claiming cash | άμεση πληρωμή μεγάλης ζημιάς |
law | claiming entitlement | αξίωση |
law | claiming performance | αξίωση περί εφαρμογής |
law | claiming priority | διεκδίκηση προτεραιότητας |
insur. | claims adjuster | ρυθμιστής απαιτήσεων' ο ασκών δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης |
insur. | claims advisory committee | επιτροπή συμβούλων στα Λόυδς για περιπτώσεις αγωγών |
insur. | claims agent | επιθεωρητής διεκδικήσεων |
transp. | claims allocation and handling | χειρισμός και ικανοποίηση ενστάσεων |
law | claims and disclaimers of jurisdiction | θετικές ή αρνητικές συγκρούσεις δικαιοδοσίας |
fin. | claims and liabilities arising from the very short-term financing mechanism and the short-term monetary support mechanism | απαιτήσεις και οφειλές που προκύπτουν από τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης |
lab.law. | claims assessor | εκκαθαριστής |
comp., MS | claims-based authentication | έλεγχος ταυτότητας βασισμένος σε δηλώσεις (The process of authenticating a user based on a set of claims about the user's identity contained in a trusted token. This token is often issued and signed by an entity that is able to authenticate the user by other means, and that is trusted by the entity doing the claims-based authentication) |
comp., MS | claims-based identity | ταυτότητα βασισμένη σε δηλώσεις (A unique identifier that represents a specific user, application, computer, or other entity, enabling it to gain access to multiple resources, such as applications and network resources, without entering credentials multiple times. It also enables resources to validate requests from an entity) |
insur. | claims bureau | γραφείο διακανονισμού ζημιών για λογαριασμό ομάδας ασφαλιστών |
econ. | claims constituting a form of social benefits | αποζημιώσεις που αποτελούν μορφή κοινωνικών παροχών |
insur. | claims cooperation clause | ρήτρα συνεργασίας ασφαλιστή και αντασφαλιστή σε περίπτωση ύπαρξης ζημιάς |
account. | claims/debts/liabilities | απαιτήσεις/χρέη/υποχρεώσεις |
insur. | claims department | υπηρεσία διεκδικήσεων |
insur. | claims department | υπηρεσία απαιτήσεων |
insur. | claims equalisation reserve | απόθεμα για την αντιμετώπιση ζημιών |
insur. | claims equalization reserve | απόθεμα για την αντιμετώπιση ζημιών |
insur. | claims expenses | έξοδα διακανονισμού ζημιάς |
patents. | claims for compensation for damage caused by negligence | αγωγή για αποζημίωση λόγω πταίσματος ή κακής πίστης |
health. | claims for reimbursement of medical expenses | αίτησεις για την επιστροφή των ιατρικών εξόδων |
insur. | claims handler | διεκπεραιωτής |
insur., unions. | claims in excess | τεχνικό έλλειμμα των ασφαλιστικών πληρωμών λόγω ζημιών |
gen. | claims incurred, net of reinsurance | ασφαλιστική αποζημίωση, καθαρή από αντασφάλιση |
insur. | claims made basis | με βάση τις καθορισμένες απαιτήσεις |
gen. | claims management costs | έξοδα διαχείρισης των αποζημιώσεων |
econ. | claims of resident units against notional non-resident units | απαιτήσεις μονάδων μόνιμων κατοίκων κατά οιονεί μονάδων μη μόνιμων κατοίκων |
insur. | claims office | γραφείο διακανονισμού ζημιών για λογαριασμό ομάδας ασφαλιστών |
fin. | claims on pension fund assets | απαιτήσεις από συνταξιοδοτικά κεφάλαια |
fin. | claims on residents | απαιτήσεις έναντι μονίμων κατοίκων ημεδαπής |
gen. | claims ratio | ασφαλιστικές πληρωμές λόγω ζημιών |
law, fin. | claims representative | αντιπρόσωπος αρμόδιος για το διακανονισμό των ζημιών |
fin. | claims settlement | διακανονισμός των τροχαίων |
insur. | claims-settling agent | εξουσιοδοτημένος από την ασφαλιστική εταιρία πράκτορας για διακανονισμό και πληρωμή αποζημίωσης |
insur. | claims sharing agreement | συμφωνία δύο ασφαλιστικών εταιριών για το διακανονισμό ζημιών ασφαλισμένων τους |
insur., unions. | claims shortfall | τεχνικό πλεόνασμα των ασφαλιστικών πληρωμών λόγω ζημιών |
insur. | claims shortfall | τεχνικό πλεόνασμα |
insur. | claims surveyor | επιθεωρητής διεκδικήσεων |
law | claims to testate or intestate succession to an estate | δικαιώματα του κληρονόμου επί της κληρονομίας |
law | claims to testate or intestate succession to an estate | δικαιώματα αποδοχής της κληρονομίας |
gen. | claims, whether or not evidenced by certificates, on affiliated undertakings | απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι |
law | collective claim | συλλογική προσφυγή |
law | collective claim | συλλογική αγωγή |
polit. | Committee for mutual assistance on recovery of claims assistance | Επιτροπή αμοιβαίας βοήθειας στον τομέα της είσπραξης βοήθεια |
tax. | Committee on Recovery of Claims | επιτροπή εισπράξεων |
law, immigr. | considering an asylum claim | εξέταση αίτησης ασύλου |
fin. | contingent claim | απαίτηση υπό αίρεση |
transp., nautic. | Convention on Limitation of Liability for Maritime Claims | Σύμβαση για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις |
fin. | credit claims | δανειακές απαιτήσεις |
fin. | creditor's claim | απαίτηση πιστωτού |
law, bank. | cross-jurisdictional claims | διακρατικές απαιτήσεις |
fin., tax. | debt claims | απαιτήσεις |
market., fin. | debt register claim | απαίτηση κατά του δημοσίου |
market., fin. | debt register claim | ονομαστική ομολογία του F.R.S.Federal reverse systemΗ.Π.Α. |
econ., fin. | to demand the immediate repayment of the claim | απαιτώ την άμεση εξόφληση της απαίτησης |
comp., MS | device claim | ισχυρισμός συσκευής (A statement that a device makes to indicate that it can be trusted to access secure resources, such a folder on a file share) |
patents. | effective claiming of seniority | έγκυρη διεκδίκηση της αρχαιότητας |
fin. | equity claim | υπολειπόμενη απαίτηση |
fin. | equity claim | απαίτηση επί ίδιων κεφαλαίων |
law | European Small Claims Procedure | Ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών |
immigr. | examination of an asylum claim | εξέταση αίτησης ασύλου |
insur. | excess claims | τεχνικό έλλειμμα |
fin. | external claim | απαιτήσεις από το εξωτερικό |
fin. | external claims in foreign currencies | εξωτερικές απαιτήσεις σε συνάλλαγμα |
law | filing of a claim | υποβολή αίτησης |
econ. | financial claim against the Fund | χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά του Ταμείου |
account. | financial claims | χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις |
fin. | financial claims held | χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις στο χαρτοφυλάκιο |
econ. | financial claims intended to circulate | χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις που προορίζονται να κυκλοφορήσουν |
fin. | financial claims issued | χρηματοπιστωτικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί |
fin. | financial claims issued | χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις |
fin. | foreign claim | απαιτήσεις από το εξωτερικό |
min.prod. | fraudulent claim | δόλια απαίτηση |
immigr. | fraudulent nationality claim | αντιποίηση ιθαγένειας |
environ. | green claim | ισχυρισμός περί οικολογικής ποιότητας |
fin. | gross claims charges | μεικτές ασφαλιστικές αποζημιώσεις |
commun., IT | handling of claims | αντιμετώπιση παραπόνων |
health., food.ind. | health claim | ισχυρισμός για την υγεία |
health., food.ind. | health claim | ισχυρισμός υγείας |
health., food.ind. | health claim | ισχυρισμός για τη διατροφή |
law | holder's claim to compensation | αξίωση αποζημίωσης του κατόχου |
econ. | income claims | εισοδηματικές απαιτήσεις |
law, fin. | income from debt-claim | έσοδα από απαιτήσεις |
insur. | increasing claim payments | τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενη παροχή ανικανότητας |
insur., life.sc., construct. | institution investigating the claim | φορέας εξετάσεως |
fin. | insurance claim | απαίτηση εξ ασφαλίσεως |
insur. | insurance claim | απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως |
econ. | insurance claim | δυστύχημα |
econ. | insurance claims | τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά |
insur. | insurance claims handler | διεκπεραιωτής |
law, fin. | interbank claim | ενδοτραπεζική απαίτηση |
sec.sys., lab.law. | investigation of a claim for a survivor's pension | υποβολή αίτησης για σύνταξη θανάτου |
sec.sys., lab.law. | investigation of a claim for a survivor's pension | υποβολή αίτησης για σύνταξη επιζώντος |
insur. | investigation of a claim for benefits | εξέταση των αιτήσεων παροχών |
sec.sys., lab.law. | investigation of a pension claim | εξέταση αίτησης συνταξιοδότησης |
law | judicial claim | προσφυγή στη δικαιοσύνη |
law | judicial claim | προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου |
law | judicial claim | δικαστική προσφυγή |
account. | junior claim | πιστώσεις μειωμένης εξασφάλισης |
account. | junior claim | υφιστάμενη οφειλή |
account. | junior claim | οφειλή παρελθούσης χρήσεως |
account. | junior claim | απαίτηση |
account. | junior claim | αξίωση |
law | justified claim | δικαιωμένη διεκδίκηση |
law | justified claim | δικαιωμένη απαίτηση |
econ., market. | legally valid claim | απαίτηση νομικά αδιαμφισβήτητη |
econ., market. | legally valid claim | αξίωση νομικά ισχυρή |
law, fin. | lend or borrow claims and marketable instruments | δανείζω και δανείζομαι απαιτήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους |
insur. | life insurance claims | αποζημιώσεις ασφαλειών ζωής |
law | limited number of claims | περιορισμένος αριθμός διεκδικήσεων |
law | to lodge a claim with a court | προβάλλω αξίωση ενώπιον δικαστηρίου |
insur. | lodging a claim for benefits | υποβολή των αιτήσεων παροχών |
law, busin., labor.org. | lodging of claims | αναγγελία των απαιτήσεων |
law, fin., social.sc. | maintenance claim | απαίτηση διατροφής |
law, fin., social.sc. | maintenance claim | αξίωση διατροφής |
law | maintenance claim | τίτλος που απορρέει από υποχρέωση διατροφής |
law | maintenance claim | υποχρέωση διατροφής |
law | maintenance claims between spouses | υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων |
gen. | management of claims | διαχείριση των απαιτήσεων |
int. law. | manifestly unfounded claim | προδήλως αβάσιμη αίτηση |
law, min.prod. | maritime claim | ναυτική απαίτηση |
law, transp., nautic. | maritime claim | ναυτική αξίωση |
law, immigr. | Material factors to substantiate the asylum claim | αφήγηση στην αίτηση ασύλου |
life.sc., coal. | mining claims map | σχέδιο παραχώρησης μεταλλευτικών δικαιωμάτων |
commer. | misleading claim | παραπλανητικός ισχυρισμός |
econ., fin. | mobilisation of the claim | ρευστοποίηση απαίτησης' κινητοποίηση απαίτησης |
fin. | mobilization of a claim | κινητοποίηση |
fin. | mobilization of a claim | κινητοποίηση απαίτησης |
fin. | mobilization of a claim | ρευστοποίηση απαίτησης |
law | m.v.....is to blame,but no claim can be made against her | το σφάλμα βαρύνει το σκάφος....,κατά του οποίου όμως καμιά προσφυγή δεν μπορεί να γίνει |
fin., econ. | netting-out of mutual claims and liabilities | συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων |
insur. | no-claim bonus | έκπτωση λόγω μη ζημιάς |
insur. | no-claim discount | έκπτωση λόγω μη ζημιάς |
law | no claims clause | ρήτρα περί μη απαίτησης |
insur. | no claims return | επιστροφή ασφαλίστρων |
account. | non-life insurance claims | καθαρές απαιτήσεις από ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωής |
fin. | non-reserve claims | απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο αποθεματικό |
insur. | notification of claim | δήλωση ζημιάς |
econ., food.ind. | nutrition claim | ισχυρισμός διατροφής |
law, fin., food.ind. | nutrition claim | τροφικός ισχυρισμός |
law, fin., food.ind. | nutrition claim | ενδείξεις για τη θρεπτική αξία |
law, fin., food.ind. | nutritional claim | ενδείξεις για τη θρεπτική αξία |
law, fin., food.ind. | nutritional claim | τροφικός ισχυρισμός |
gov., health. | office responsible for settling claims | γραφείο εκκαθάρισης λογαριασμών |
gen. | Office Responsible for Settling Claims | Γραφείο Εκκαθάρισης Εξόδων |
fin. | offsetting of debts and claims | συμψηφισμός χρεών και απαιτήσεων |
polit., law | omit to give a decision on a specific head of claim | παραλείπω να αποφανθώ ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων |
polit., law | original claim | κύρια δίκη' κύρια αγωγή |
polit., law | original claim | κύρια αγωγή |
fin., account. | other claims | λοιπές απαιτήσεις |
market., fin. | outstanding claim | ανεξόφλητες απαιτήσεις |
law | outstanding claim | εκκρεμούσες απαιτήσεις |
insur. | outstanding claims advance | προκαταβολή εκκρεμών ζημιών |
insur. | outstanding claims portfolio | χαρτοφυλάκιο εκκρεμών ζημιών |
insur. | outstanding claims reserve | απόθεμα εκκρεμών ζημιών |
law, social.sc. | parent claiming right of access | δικαιούχος προσωπικής επικοινωνίας |
law, lab.law. | pay claim | μισθολογική αξίωση |
fin., IT | paying agent's claim | απαίτηση εκπροσώπου πληρωμής |
insur., social.sc. | pension claim | αίτηση για σύνταξη |
insur. | petty claim | μικρή διεκδίκηση |
insur., transp. | petty-claims agreement | συμφωνία για τις αβαρίες μικρής εκτάσεως |
law | plaintiff claiming damages | πολιτικώς ενάγων |
fin. | preferential claim | χρέος με προτεραιότητα στην εξόφληση έναντι άλλων οφειλών |
fin. | preferential claim | προνομιούχος απαίτηση |
fin. | preferred claim under bankrupts | προτιμώμενες απαιτήσεις σε περίπτωση χρεωκοπίας |
fin. | premiums less claims | ασφάλιστρα μείον απαιτήσεις για αποζημιώσεις |
account. | prepayments of insurance premiums and reserves for outstanding claims | προκαταβολές ασφαλίστρων και αποθεματικά έναντι εκκρεμών απαιτήσεων |
econ. | prepayments of premiums and reserves against unsettled claims | προπληρωμές ασφαλίστρων και προβλέψεις έναντι εκκρεμών απαιτήσεων |
law | prescription of a claim | αποσβεστική παραγραφή |
law | prescription of a claim | παραγραφή |
law | preservation of claim | διατήρηση δικαιωμάτων |
polit., law | principal claim | κύρια αγωγή |
polit., law | principal claim | κύρια δίκη' κύρια αγωγή |
law | prior right to be satisfied out of the claim to freight | προνόμιο επί του ναύλου |
life.sc., coal. | priority claim | προτεραιότητα παραχώρησης |
polit., law | probability of the alleged claim | αληθοφάνεια προβαλλόμενης αξίωσης fumus boni juris (fumus boni juris) |
insur. | professional management of claims | κατ' επάγγελμα διαχείριση περιπτώσεων ζημιών |
gen. | provision for claims outstanding | προβλέψεις εκκρεμών ζημιών |
econ., market. | provision for the indemnification of a claim | διάταξη για την αποζημίωση αξίωσης |
gen. | provisions for outstanding claims | προβλέψεις εκκρεμών ζημιών |
insur. | qualifying period for the claim | προθεσμία χρόνος επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου; περίοδος αναμονής |
market. | quit claim deed | πράξη παραίτησης |
gen. | ranking of claims | σειρά των απαιτήσεων |
law, immigr. | Reasons for making an asylum claim | αφήγηση στην αίτηση ασύλου |
fin. | reciprocal claim | αμοιβαία απαίτηση |
fin. | recovery of claims | είσπραξη απαιτήσεων |
tax. | recovery of tax claims | κάλυψη των φορολογικών διεκδικήσεων |
law | reduction of claims | περιορισμός των αξιώσεων |
law, immigr. | refusal of asylum application not constituting a fresh claim | απαράδεκτο αίτησης ασύλου λόγω υποβολής ταυτόσημης αίτησης |
insur. | to reject a claim | απορρίπτω μια διεκδίκηση |
insur. | to reject a claim | απορρίπτω μια απαίτηση |
law | repayment claimed on grounds of equity | επιστροφή απαιτούμενη για λόγους ευθυδικίας |
econ. | reserves against unsettled claims | προβλέψεις έναντι εκκρεμών απαιτήσεων |
account. | reserves for outstanding claims | αποθεματικά έναντι εκκρεμών απαιτήσεων |
fin. | residual claim | απαίτηση επί ίδιων κεφαλαίων |
fin. | residual claim | υπολειπόμενη απαίτηση |
fin. | restructured claim | αναδιαπραγματευθείσα απαίτηση |
econ. | to retain a financial claim on | διατηρώ απαίτηση σε |
gen. | retirement claims with properly constituted reserves | συνταξιοδοτικά προγράμματα με σχηματισμό αποθεματικών |
transp. | route claimed | αιτούμενο δρομολόγιο |
transp. | route claimed | αιτούμενη διαδρομή |
law | seizure for international claims | κατάσχεση διεθνών αξιώσεων |
environ. | self-declared environmental claim | αυτοπροβαλλόμενος περιβαλλοντικός ισχυρισμός |
patents. | set of claims | δέσμη αξιώσεων |
law, transp. | to settle a claim | διακανονίζω μια ζημιά |
fin. | settlement of claims | διακανονισμός των τροχαίων |
insur. | settlement of claims abroad | διακανονισμός ζημιών στο εξωτερικό |
law | small claim | διαφορά μικρής σημασίας |
law | small claims court | Ειρηνοδικείο |
law | small claims procedure | διαδικασία μικροδιαφορών |
life.sc., coal. | small mining areas claimed in addition to an existing mining field | συμπληρωματική παραχώρηση |
law, busin., labor.org. | special preferential claims | ειδικά προνόμια |
law | specific head of claim | μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων |
gen. | to stake claims u.s.a. | οριοθέτηση |
law, immigr. | State responsible for assessing an asylum claim | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου |
law, immigr. | State responsible for processing an asylum claim | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου |
law | statement of claim | δικόγραφο αγωγής |
law | statement of claim | αγωγή |
insur., sociol. | submission of a claim | υποβολή μιας αίτησης |
insur. | submission of a claim for benefits | υποβολή των αιτήσεων παροχών |
account. | subordinated claim | πιστώσεις μειωμένης εξασφάλισης |
account. | subordinated claim | αξίωση |
account. | subordinated claim | απαίτηση |
account. | subordinated claim | οφειλή παρελθούσης χρήσεως |
account. | subordinated claim | υφιστάμενη οφειλή |
immigr. | sur place protection claim | αίτημα παροχής προστασίας το οποίο υποβάλλεται επιτόπου |
patents. | the author reveals his identity and establishes his claim to authorship of the work | ο συγγραφέας αποκαλύπτει την ταυτότητά του και αποδεικνύει την ιδιότητά του |
law | the claim is not admissible | η απόφαση δεν τον δικαιώνει |
gen. | the Community may not claim any compensation | η Kοινότης δεν δύναται να εγείρει αξιώσεις αποζημιώσεως |
law | the court in which the claim is pending | το επιλαμβανόμενο δικαστήριο |
transp. | third party claim | απαιτήσεις τρίτων |
law | those claiming under so. | έλκοντες δικαίωμα |
fin. | transfer of a claim | μεταφορά πίστωσης |
environ. | type of claim A class or category of interests or remedies recognized in law or equity that create in the holder a right to the interest or its proceeds, typically taking the form of money, property or privilege | είδος αξίωσης |
environ. | type of claim | είδος αξίωσης |
law | unchallenged claim | μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις |
law | uncontested claim | μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις |
law | uncontested claim | μη αμφισβητούμενη απαίτηση |
insur. | underwriting and claims control clause | ρήτρα ελέγχου του αντεράιτινγκ και των αποζημιώσεων από τον αντασφαλιστή |
fin., econ. | unquestionable, liquidated and payable claim | απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή |
econ., fin. | value adjustment in respect of claim | διόρθωση αξίας επί πιστώσεων |
life.sc., coal. | vein on which a claim is based | αναγνωριστική φλέβα επί της οποίας βασίζεται η αίτηση παραχώρησης |
law | waiver of a claim by the interested party | παραίτηση του δικαιούχου |
law | waiver of claims | δήλωση παραίτησης από αξιώσεις |
law, commun. | waiving of claim | παραίτηση του αποστολέα από την απαίτηση |
econ., market. | warranty against claims | εγγύηση παθητικού |
gen. | where several sections are likely to claim that a subject falls within their remit | όταν την αρμοδιότητα για ένα θέμα διεκδικούν περισσότερα του ενός τμήματα |
immigr. | withdrawal of the asylum claim | νομίμως διαμένων |
immigr. | withdrawal of the asylum claim | ανάκληση αίτησης ασύλου |