Subject | English | Greek |
law | accept the choice of the person concerned | εγκρίνω την επιλογή του ενδιαφερόμενου |
IT | basic choice | βασική επιλογή |
gen. | basic choices of the common foreign and security policy | βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
gen. | to be assisted in one's defence by a person of one's own choice | παρίσταμαι με συνήγορο της εκλογής μου |
law | be assisted in one's defence by a person of one's own choice, to | παρίσταμαι με συνήγορο της εκλογής μου |
math. | choice-based sampling | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
math. | choice-based sampling | νομολογία του Δικαστηρίου |
math. | choice-based sampling | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
math. | choice-based sampling | τον έλεγχο της μελέτης |
math. | choice-based sampling | αναδρομική μελέτη |
IT | choice device | μονάδα επιλογής |
IT | choice device | επιλογέας |
transp. | choice of anchorage | εκλογή αγκυροβολίου |
law | choice of court | επιλογή δικαστηρίου |
transp., construct. | choice of dam type | επιλογή τύπου φράγματος |
econ. | choice of economic policy. | επιλογή της οικονομικής πολιτικής |
proced.law. | choice of forename | ονοματοδοσία |
proced.law. | choice of given name | ονοματοδοσία |
econ. | choice of index number formulae and the base year | επιλογή των τύπων των αριθμοδεικτών και του έτους βάσης |
construct., mun.plan., industr. | choice of industrial site | επιλογή θέσης βιομηχανικής εγκατάστασης |
construct., mun.plan., industr. | choice of industrial site | βιομηχανική εγκατάσταση |
law | choice of law | επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου |
law, int. law. | choice of law rule | κανόνας συγκρούσεως νόμων |
construct. | choice of location | επιλογή τόπου εγκατάστασης |
construct. | choice of location | επιλογή θέσης εγκατάστασης |
med. | choice of nurse | εκλογή τροφού |
met. | choice of parting plane | διαίρεση μήτρας σφυρηλασίας |
lab.law. | choice of profession test | τεστ επαγγελματικού προσδιορισμού |
med. | choice of sex by genetic manipulation | επιλογή φύλου με γενετικούς χειρισμούς |
construct. | choice of site | επιλογή τόπου εγκατάστασης |
construct. | choice of site | επιλογή θέσης εγκατάστασης |
proced.law. | choice of surname | προσδιορισμός του επωνύμου |
econ. | choice of technology | τεχνολογικές επιλογές |
law | choice of the applicable law | επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου |
law | choice of the language | ευχέρεια επιλογής της γλώσσας διαδικασίας |
polit., law | choice of the language of a case | επιλογή της γλώσσας |
forestr. | choice of tree | είδους |
forestr. | choice of tree | επιλογή δέντρου |
stat., transp. | choice public transport passenger | επιβάτης που προτιμάει το δημόσιο μεταφορικό μέσο |
agric., tech. | choice quality | εξαιρετική ποιότητα |
agric. | "choice quality" feta cheese | φέτα ΑΑ'ή "εξαιρετικής ποιότητας" |
agric. | "choice quality" hard cheese | σκληρά τυριά-ΑΑ'ή "εξαιρετικής ποιότητας" |
stat., transp. | choice transit rider | επιβάτης που προτιμάει το δημόσιο μεταφορικό μέσο |
law | Convention on Choice of Court Agreements | Σύμβαση για τις συμφωνίες παρέκτασης της δικαιοδοσίας |
gen. | Convention on the Choice of Court | Σύμβαση για τις συμφωνίες επιλογής δικαιοδοσίας |
med. | copy choice model | μοντέλο εκλογής αντιγράφου |
health. | covert coerced choice | αναγκαστική επιλογή |
fin. | domicile of choice | τόπος κατοικίας κατ' επιλογή |
commun., IT | expanded choice of user facilities | διεύρυνση των δυνατοτήτων επιλογής υπηρεσιών από το χρήστη |
agric. | first choice | πρώτης διαλογής |
health., pharma. | first-choice drug | φάρμακο πρώτης γραμμής |
health., pharma. | first-choice drug | φάρμακο εκλογής |
pharma. | first-choice treatment | θεραπεία πρώτης γραμμής |
pharma. | first-choice treatment | θεραπεία εκλογής |
pharma. | first-choice treatment | αγωγή πρώτης γραμμής |
law | free access to any paid employment of their choice | ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του |
law | free choice of employment | ελεύθερη επιλογή εργασίας |
law | free choice of employment | ελεύθερη επιλογή του είδους εργασίας |
law | free choice of employment | ελεύθερη επιλογή επαγγέλματος |
law, insur. | free choice of physician | ελεύθερη επιλογή ιατρού |
gen. | free choice of practitioner and hospital or clinic | ελεύθερη επιλογή του ιατρού και του νοσηλευτικού ιδρύματος |
law | free choice of the parties | ελεύθερη βούληση των μερών |
law | freedom of choice | ελεύθερη επιλογή |
mech.eng. | give the manufacturer the widest choice of design | να δίνεται στον κατασκευαστή η μέγιστη δυνατή ελευθερία επιλογής σχεδιασμού |
law | Hague Convention of 25 November 1965 on the choice of court | σύμβαση της Χάγης της 25ης Νοεμβρίου 1965 για τις συμφωνίες εκλογής forum |
IT | last choice | τελευταία επιλογή |
health., nat.sc. | Management Committee COST B1 - Criteria for the Choice and Definition of Healthy Volunteers and/or Patients for Phase I and II Studies in Drug Development | επιτροπή διαχείρισης Cost B1 "κριτήρια για την επιλογή και τον καθορισμό υγιών εθελοντών ή/και ασθενών εθελοντών για τις φάσεις I και II της μελέτης των νέων φαρμάκων" |
econ. | measures or practices which interfere with the purchaser's free choice of supplier | τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή |
transp. | mode-choice model | πρότυπο κατανομής συγκοινωνίας |
stat., ed. | multi-choice question | ερώτηση με περισσότερες δυνατότητες επιλογής της σωστής απάντησης |
stat., ed. | multi-choice question | ελεύθερες ερωτήσεις |
stat., ed. | multi-choice question | ανοιχτές ερωτήσεις |
ed. | multiple choice | πολυεπιλογικός |
transp. | multiple-choice model | μαθηματικό πρότυπο συγκοινωνίας |
comp., MS | multiple choice question | ερώτηση πολλαπλών επιλογών (A type of question (for example, in a poll, survey or test) where the user must select a response from a set of pre-defined options) |
stat., ed. | multiple-choice question | ελεύθερες ερωτήσεις |
stat., ed. | multiple-choice question | ερώτηση με περισσότερες δυνατότητες επιλογής της σωστής απάντησης |
stat., ed. | multiple-choice question | ανοιχτές ερωτήσεις |
med. | object choice | εκλογή αντικειμένου |
med. | object choice | αντικειμενική εκλογή |
med. | operation of choice | επέμβαση επιλογής |
med. | operation of choice | προαιρετική επέμβαση |
fin. | portfolio choice | επιλογή χαρτοφυλακίου |
gen. | rational choice | ορθολογική επιλογή |
social.sc. | right of choice | οψιόν |
social.sc. | right of choice | δικαίωμα εκλογής |
market. | suppliers'choice | επιλογή προμηθευτών |
law | the choice must be expressed or demonstrated with reasonable certainty by the terms of the contract | η επιλογή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης |
social.sc. | the free choice of employment | η ελεύθερη επιλογή εργασίας |
med. | treatment of choice | θεραπεία εκλογής |
agric. | variety choice | επιλογή ποικιλιών |