DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing chief | all forms | exact matches only
EnglishGreek
certification as chief engineer officerδίπλωμα πρώτου μηχανικού
certification as chief mateπιστοποιητικό υποπλοιάρχου
Chief Civil Engineerπροϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
Chief Civil Engineerαρχιμηχανικός γραμμής
Chief Electrical and Mechanical Engineerπροϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης
Chief Engineer Maintenance of Wayαρχιμηχανικός γραμμής
Chief Engineer Maintenance of Wayπροϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
chief engineer officerπρώτος μηχανικός πλοίων
chief engineer officerπρώτος μηχανικός
chief goods clerkπροϊστάμενος συνεργείου
chief goods clerkπροϊστάμενος εργαστηρίου
chief inwards clerkπροϊστάμενος στο γραφείο αφίξεων
Chief Maintenance Superintendentπροϊστάμενος της υπηρεσίας συντήρησης
chief mateυποπλοίαρχος
chief mateδεύτερος αξιωματικός καταστρώματος
chief mate on a shipυποπλοίαρχος
Chief Motive Power Engineerπροϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης
Chief Operating Superintendentπροϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης
Chief Permanent Way Engineerπροϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
Chief Permanent Way Engineerαρχιμηχανικός γραμμής
chief petty officerαρχικελευστής
Chief Purchasing Officerπροϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
chief signal and telecommunications engineerπροϊστάμενος υπηρεσίας σηματοδότησης και τηλεπικοινωνιών
chief signalmanαρχικλειδούχος
chief stationκεντρικός σταθμός
chief stationεπικεφαλής σταθμός
chief stationκύριος σταθμός
chief stewardο αρχικαμαρώτος
chief stewardο αρχιθαλαμηπόλος
chief stewardessη αρχικαμαρώτος
chief stewardessη αρχιθαλαμηπόλος
Chief Stores Superintendentπροϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
Chief Supplies Officerπροϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
chief theoretical knowledge instructorαρχιεκπαιδευτής θεωρητικών γνώσεων
Chief Traffic Managerπροϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
Chief Traffic Superintendentπροϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
sea-going service as chief mateυπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία με ειδικότητα υποπλοιάρχου