Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Azerbaijani
Bulgarian
Chinese
Czech
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Welsh
Terms
for subject
Transport
containing
chief
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
certification as
chief
engineer officer
δίπλωμα πρώτου μηχανικού
certification as
chief
mate
πιστοποιητικό υποπλοιάρχου
Chief
Civil Engineer
προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
Chief
Civil Engineer
αρχιμηχανικός γραμμής
Chief
Electrical and Mechanical Engineer
προϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης
Chief
Engineer Maintenance of Way
αρχιμηχανικός γραμμής
Chief
Engineer Maintenance of Way
προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
chief
engineer officer
πρώτος μηχανικός πλοίων
chief
engineer officer
πρώτος μηχανικός
chief
goods clerk
προϊστάμενος συνεργείου
chief
goods clerk
προϊστάμενος εργαστηρίου
chief
inwards clerk
προϊστάμενος στο γραφείο αφίξεων
Chief
Maintenance Superintendent
προϊστάμενος της υπηρεσίας συντήρησης
chief
mate
υποπλοίαρχος
chief
mate
δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος
chief
mate on a ship
υποπλοίαρχος
Chief
Motive Power Engineer
προϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης
Chief
Operating Superintendent
προϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης
Chief
Permanent Way Engineer
προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής
Chief
Permanent Way Engineer
αρχιμηχανικός γραμμής
chief
petty officer
αρχικελευστής
Chief
Purchasing Officer
προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
chief
signal and telecommunications engineer
προϊστάμενος υπηρεσίας σηματοδότησης και τηλεπικοινωνιών
chief
signalman
αρχικλειδούχος
chief
station
κεντρικός σταθμός
chief
station
επικεφαλής σταθμός
chief
station
κύριος σταθμός
chief
steward
ο αρχικαμαρώτος
chief
steward
ο αρχιθαλαμηπόλος
chief
stewardess
η αρχικαμαρώτος
chief
stewardess
η αρχιθαλαμηπόλος
Chief
Stores Superintendent
προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
Chief
Supplies Officer
προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών
chief
theoretical knowledge instructor
αρχιεκπαιδευτής θεωρητικών γνώσεων
Chief
Traffic Manager
προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
Chief
Traffic Superintendent
προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
sea-going service as
chief
mate
υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία με ειδικότητα υποπλοιάρχου
Get short URL