DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing carrying | all forms | exact matches only
EnglishGreek
automatic carry-overαυτόματη μεταφορά
automatic carry-overμεταφορά αυτοδικαίως
bond carrying a warrantομολογία με δικαιώματαwarrant
bond carrying a warrantομολογία με δικαίωμα επιλογής
bond carrying a warrantπιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους
capital carrying voting rightsκεφάλαιο που παρέχει δικαίωμα ψήφου
carry-forward of profitsμεταφορά κερδών
to carry out a targeted inquiryδιεξάγω έρευνα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση
to carry out checksπροβαίνω σε ελέγχους
carry-overσύμβαση μεταφοράς
carry-overμεταφορά πιστώσεων στο επόμενο έτος
carry-overμεταφορά πιστώσεων
carry-overσύμβαση μεταφοράς; πράξεις παράτασης
carry-overπράξεις παράτασης
carry-over aidενίσχυση στη μεταφορά
carry-over aidενίσχυση μεταφοράς
carry over appropriations automaticallyοι πιστώσεις αποτελούν αντικείμενο αυτόματης μεταφοράς
carry over automaticallyμεταφορά αυτοδικαίως
carry-over paymentεξισωτική αποζημίωση
carry-overs can be repeatedεπιτρέπεται η επανάληψη μεταφορών
carry rateσυντελεστής μεταφοράς
carrying appropriations forwardμεταφορά πιστώσεων στο επόμενο έτος
carrying appropriations forwardμεταφορά πιστώσεων
carrying chargeκόστος παρακράτησης κεφαλαίων
carrying chargeκόστος απραξίας
carrying-charge marketαγορά δικαιωμάτων με δυνατότητα αναβολής
carrying costκόστος παρακράτησης κεφαλαίων
carrying costκόστος απραξίας
carrying dividendμερισμός σε μεταφορά
carrying dividendεπιμερισμός μερισμάτων
carrying dividendδικαιούχος μερίσματος
carrying out of customs formalitiesδιεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων
carrying overπροθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης
carrying-over rateδικαίωμα μεταφοράς
carrying-over rate"ρεπόρ"
cash and carryδιαιτησία τιμών μετρητοίς με προθεσμιακή
cash and carry arbitrageφέρουσα εξισορροπητική κερδοσκοπία
cash and carry arbitrageδιαιτησία τιμών μετρητοίς με προθεσμιακή
company not carrying on any actual businessεταιρία χωρίς πραγματική δραστηριότητα
cost of carryκόστος εκχώρησης
cost of carryκόστος απραξίας
cost of carryκόστος παρακράτησης κεφαλαίων
cost of carry optionφέρον κόστος
full carrying charge marketαγορά πλήρους κάλυψης
in carrying out financial operationsκατά την εκτέλεση των δημοσιονομικών πράξεων
non-automatic carry-overμη αυτόματες μεταφορές πιστώσεων
request to carry overαίτηση μεταφοράς πιστώσεων
security which carries a preemptive rightτίτλος που συνοδεύεται από το δικαίωμα αναλήψεως μετοχής
share carrying extended voting rightsπρονομιούχος μετοχή
share carrying multiple voting rightsπρονομιούχος μετοχή
storage and carry-over arrangementsμέτρα αποθήκευσης και λογιστικής μεταφοράς
the amounts improperly devoted to carrying out the programmeτα ποσά που κακώς διετέθησαν για την πραγματοποίηση του προγράμματος