Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Transport
containing
carrying
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
actual
carrying
capacity
πραγματικό ωφέλιμο φορτίο
aircraft which does not
carry
solely cargo
αεροσκάφος μεικτών μεταφορών
approval to
carry
dangerous goods
έγκριση μεταφοράς επικινδύνων εμπορευμάτων
automatically tensioned
carrying
cable
φέρον καλώδιο αυτορρυθμιζόμενης τάσης
auxiliary
carrying
cable
βοηθητικό φέρον καλώδιο
barge-
carrying
ship
πλοίο για φορτηγίδες
barge-
carrying
ship
πλοίο μεταφοράς φορτηγίδων
barge-
carrying
ship
πλοίο φορτηγίδων
barge-
carrying
ship
πλοίο "καγκουρό"
barge-
carrying
ship
φορτηγιδοφόρο πλοίο
barge-
carrying
ship
πλοίο για φορτηγίδες τύπου LASH
barge-
carrying
vessel
πλοίο για φορτηγίδες
barge-
carrying
vessel
πλοίο μεταφοράς φορτηγίδων
barge-
carrying
vessel
φορτηγιδοφόρο πλοίο
barge
carrying
vessel
πλοίο μεταφοράς φορτηγίδων
barge-
carrying
vessel
πλοίο για φορτηγίδες τύπου LASH
barge-
carrying
vessel
πλοίο φορτηγίδων
barge-
carrying
vessel
πλοίο "καγκουρό"
block
carrying
bogie
όχημα μεταφοράς ογκολίθων
block-
carrying
truck
όχημα μεταφοράς ογκολίθων
branch line
carrying
feeder
τροφοδοτική σιδηροδρομική γραμμή
branch line
carrying
feeder
σιδηροδρομική γραμμή περισυλλογής
cableway installation designed to
carry
passengers
εγκατάσταση με συρματόσχοινα για τη μεταφορά προσώπων
cableway installation designed to
carry
passengers
εγκατάσταση με συρματόσχοινα για τη μεταφορά κοινού
cableway installation designed to
carry
persons
εγκατάσταση με συρματόσχοινα για τη μεταφορά προσώπων
cableway installation designed to
carry
persons
εγκατάσταση με συρματόσχοινα για τη μεταφορά κοινού
car-
carrying
day service
ημερήσια υπηρεσία μεταφοράς αυτοκινήτων
car-
carrying
day service
ημερήσια αμαξοστοιχία μεταφοράς αυτοκινήτων
cargo
carrying
barge
φορτηγό πλοίο
cargo
carrying
barge
ταχυδρομικό πλοίο
cargo
carrying
boat
φορτηγό πλοίο
cargo
carrying
boat
ταχυδρομικό πλοίο
carry
by air for remuneration
αεροπορική μεταφορά έναντι αμοιβής
carry
cot
φορητή κούνια
πορτ-μπεμπέ
carry
cot restraint
σύστημα συγκράτησης φορητής κούνιας
πορτ-μπεμπέ
to
carry
easy sail
προχωρώ αργά
to
carry
easy sail
πλέω ήρεμα
to
carry
off
απομακρύνω
to
carry
off
αδειάζω
to
carry
out minor adjustments
εκτελώ μικρορρυθμίσεις
to
carry
out minor adjustments
πραγματοποιώ ελάσσονες ρυθμίσεις
to
carry
out minor adjustments
εκτελώ μικρές ρυθμίσεις
carrying
axle
φέρων άξονας
carrying
-axle pin
πείρος φέροντα άξονα
carrying
bogie
φέρον φορείο
carrying
capacity
οριακό φορτίο
carrying
capacity
όριο φόρτωσης
carrying
capacity
μεταφορική ικανότητα
carrying
capacity
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
carrying
capacity of a line
χωρητικότητα γραμμής
carrying
capacity of a train
μεταφορική ικανότητα μιας αμαξοστοιχίας
carrying
capacity of a vehicle
μέγιστο φορτίο ενός οχήματος
carrying
cushion
ανυψωτικό στρώμα μεταφοράς
carrying
traction rope
φέρον και έλκον καλώδιο
carrying
wheels
φέροντες τροχοί
carrying
wheels
τροχοί κύλισης
Code for Construction and Equipment of Ships
Carrying
Dangerous Chemicals in Bulk
Κώδικας για την κατασκευή και τον τεχνικό εξοπλισμό πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες χημικές ουσίες
contact line not provided with a
carrying
cable
γραμμή επαφής χωρίς φέρον καλώδιο
double-deck car-
carrying
wagon
διώροφο φορτηγό μεταφοράς αυτοκινήτων
double-deck car-
carrying
wagon
διδάπεδο φορτηγό μεταφοράς αυτοκινήτων
equally divided traffic
carrying
ισομερής κατανομή των συγκοινωνιών
external load
carrying
μεταφορά φορτίου με σαμπάνι
external load
carrying
μεταφορά φορτίου με αρτάνη
full use of the
carrying
capacity of a train
χρησιμοποίηση του φορτίου της αμαξοστοιχίας
full use of the
carrying
capacity of a train
χρησιμοποίηση του προσφερόμενου φορτίου της αμαξοστοιχίας
International Code for construction and equipment of ships
carrying
dangerous chemicals in bulk
διεθνής κώδικας του IMO σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες ουσίες
International Code for construction and equipment of ships
carrying
dangerous chemicals in bulk
κώδικας IBC
International Code for construction and equipment of ships
carrying
dangerous chemicals in bulk
Διεθνής κώδικας σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες ουσίες
International Code for the Construction and Equipment of Ships
Carrying
Dangerous Chemicals in Bulk
Διεθνής Κώδικας για την κατασκευή και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν επικίνδυνα χημικά χύμα
International Code for the construction and equipment of ships
carrying
liquefied gases in bulk
διεθνής κώδικας του IMO σχετικός με με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια
International Code for the Construction and Equipment of Ships
Carrying
Liquefied Gases in Bulk
Διεθνής Κώδικας για την κατασκευή και τον εξοπλισμό πλοίων που μεταφέρουν υγροποιημένα αέρια χύμα
International Code for the construction and equipment of ships
carrying
liquefied gases in bulk
Διεθνής κώδικας σχετικός με με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια
International Code for the construction and equipment of ships
carrying
liquefied gases in bulk
κώδικας IGC
limit of
carrying
capacity of a vehicle
όριο χωρητικότητας οχήματος
limit of
carrying
capacity of a vehicle
όριο μεταφορικής ικανότητας οχήματος
line
carrying
dense traffic
αρτηρία μεγάλης κυκλοφορίας
line
carrying
dense traffic
γραμμή με μεγάλη κίνηση
line
carrying
dense traffic
αρτηρία βαρειάς κυκλοφορίας
line
carrying
heavy traffic
γραμμή με μεγάλη κίνηση
line
carrying
heavy traffic
αρτηρία μεγάλης κυκλοφορίας
line
carrying
heavy traffic
αρτηρία βαρειάς κυκλοφορίας
line
carrying
light traffic
γραμμή με μικρή κίνηση
load
carrying
μετάδοση φόρτισης
load
carrying
capacity
χωρητικότητα
load
carrying
capacity
ικανότητα φορτίου
load-
carrying
door
πόρτα φέρουσα φορτία
load-
carrying
door
πόρτα φέρουσα
load-
carrying
door
πόρτα καταπονούμενη
load
carrying
members
φέροντα στοιχεία
load
carrying
members
καταπονούμενα δομικά μέλη
load
carrying
members
δομικά στοιχεία
main artery line
carrying
heavy
or dense
traffic
αρτηρία μεγάλη
main artery line
carrying
heavy
or dense
traffic
αρτηρία κυρία
main artery line
carrying
heavy
or dense
traffic
αρτηρία κεντρική
main
carrying
cable
κύριο φέρον καλώδιο
medium-range antisubmarine torp-
carrying
helicopter
ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο μέσης ακτίνας δράσης
modern tractors can
carry
mounted implements
με τους σύγχρονους ελκυστήρες τα εργαλεία μπορεί να είναι ημιφερόμενα η φερόμενα
non load-
carrying
door
πόρτα μη φέρουσα φορτία
non load-
carrying
door
πόρτα μη φέρουσα
non-load
carrying
μη φέρον
non-load
carrying
μη καταπονούμενο
normal
carrying
capacity of a vehicle
κανονικό ωφέλιμο φορτίο ενός οχήματος
normal
carrying
capacity of a vehicle
ωφέλιμη φορτοϊκανότητα
normal
carrying
capacity of a vehicle
ικανότητα φορτίου
permanent approval to
carry
dangerous goods
μόνιμη έγκριση για μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων
rail-
carrying
wagon
φορτηγό όχημα μεταφοράς σιδηροτροχιών
regulation
carrying
capacity
επιτρεπόμενο ωφέλιμο φορτίο
set of
carrying
wheels
αμαξοστοιχία με φέροντες τροχούς
timber
carrying
truck
βαγόνι για τη μεταφορά κορμών ξυλείας
tonnage of
carrying
capacity
χωρητικότητα
traffic
carrying
capacity
μεταφορική ικανότητα
train
carrying
foodstuffs
αμαξοστοιχία μεταφοράς τροφίμων
train
carrying
military equipment
αμαξοστοιχία μεταφοράς στρατιωτικού υλικού
undertaking
carrying
out transport
επιχείρηση που εκτελεί μεταφορές
useful
carrying
capacity
ωφέλιμη μεταφορική ικανότητα
vessel
carrying
dangerous or polluting goods
πλοίο που μεταφέρει εμπορεύματα επικίνδυνα ή ρυπογόνα
wagon-
carrying
trailer
ελκόμενο όχημα μεταφοράς φορτηγών
wagon-
carrying
trailer rail
σιδηροτροχιά ρυμούλκισης φορτηγών
wagon-
carrying
trailer rail
σιδηροτροχιά ρυμούλκησης βαγονιών
wing
carry
-through structure
διάταξη εγκάρσια της ατράκτου
Get short URL