DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing capacity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Concerted Action Committee on Cellular Ageing and Decreased Functional Capacity of OrgansΕπιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων
decrease of earning capacityμείωση της ικανότητας εργασίας
effective germinative capacityδραστική φυτρωτικότης δασικών σπόρων
hearing capacityακουστική οξύτητα
high capacityυψηλό δυναμικό
inherent capacityέμφυτη ιδιότητα
low capacityχαμηλό δυναμικό
physical dependence capacityικανότητα φυσικής εξάρτησης
physical dependence capacityδυναμικό φυσικής εξάρτησης
physical dependence capacityδυναμικό της φυσικής εξαρτήσεως
work capacityικανότητα ενός ατόμου για παραγωγή έργου