DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Construction containing capacity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
active storage capacityωφέλιμος όγκος ταμιευτήρα
area-capacity curvesόχθη ταμιευτήρα
area-capacity curvesκαμπύλες επιφάνειας-όγκου ταμιευτήρα
bearing capacityφέρουσα ικανότητα δαπέδου
capacity statementπίναξ παροχετευτικών ικανοτήτων υδροληψιών
carrying capacity of the groundφέρουσα ικανότητα
carrying capacity of the strengthφέρουσα ικανότητα
gross capacity of reservoirχωρητικότητα ταμιευτήρα
gross capacity of reservoirσυνολικός όγκος ταμιευτήρα
load capacity of a connectionαντοχή σε φορτίο μιας σύνδεσης
load-bearing capacityφέρουσα ικανότητα δαπέδου
operational heat output capacityθερμική ισχύς σε λειτουργία
reservoir capacityχωρητικότητα ταμιευτήρα
reservoir capacityσυνολικός όγκος ταμιευτήρα
storage capacityχωρητικότητα μνήμης
storage capacityχωρητικότητα ταμιευτήρα
storage capacityσυνολικός όγκος ταμιευτήρα
that part of the storage capacity filled with sedimentόγκος ταμιευτήρα κατειλημμένος από φερτά υλικά
ultimate capacityοριακή ικανότης