DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing capacity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
absorptive capacityαπορροφητικότητα
absorptive capacityαπορροφητική ικανότητα
boric acid removal capacityικανότης απομακρύνσεως του βορικού οξέος
boron removal capacityικανότης αποβοριώσεως
capacity factorπαράγοντας χωρητικότητας
capacity factorπαράγοντας κατακράτησης
capacity factorλόγος χωρητικότητας
capacity for fabricating fuelικανότης κατασκευής στοιχείων πυρηνικού καυσίμου
capacity for lubricationλιπαντικότητα
capacity ratioπαράγοντας χωρητικότητας
capacity ratioπαράγοντας κατακράτησης
capacity ratioλόγος χωρητικότητας
chlorine absorption capacityικανότητα απορρόφησης χλωρίου
contracted carrying capacityσυμβατική μεταφορική ικανότητα
gas capacityχωρητικότητα σε αέριο
high-capacity meterαεριομετρητής υψηλών παροχών
injection capacityικανότητα έγχυσης
refrigeration capacityψυκτική ικανότητα
shot capacityικανότητα έγχυσης
working gas capacityωφέλιμη χωρητικότητα σε αέριο