DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Energy industry containing capacity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
available capacityδιαθέσιμη δυναμικότητα
booked capacityσυμβολαιοποιημένη δυναμικότητα
booked capacityσυμβατική δυναμικότητα
capacity allocationκατανομή δυναμικότητας
Capacity Allocation and Congestion Managementκατανομή δυναμικότητας και διαχείριση της συμφόρησης
Capacity Assurance MechanismΜηχανισμός Διασφάλισης Επαρκούς Ισχύος
capacity factorπαράγοντας δυναμικότητας
continuous current-carrying capacityμέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
contracted capacityσυμβολαιοποιημένη δυναμικότητα
contracted capacityσυμβατική δυναμικότητα
current-carrying capacityδυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος
current-carrying capacityμέγιστη αποδεκτή ένταση ρεύματος
current-carrying capacityχωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος
current-carrying capacityτρέχουσα ισχύς ρεύματος
current-carrying capacityμέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
equivalent nominal capacity of a steam generator of a thermal stationισοδύναμη ονομαστική ισχύς μιας ατμογεννήτριας ενός θερμικού σταθμού
fuel enrichment capacityδυναμικότητα εμπλουτισμού του καυσίμου
fuel switching capacityδυνατότητα αλλαγής καυσίμων
gross installed capacityμικτή ισχύς
gross installed capacityμικτή εγκατεστημένη ισχύς
heat capacityθερμιδική ικανότητα
heat output capacityθερμική ισχύς
heating capacityενεργειακό περιεχόμενο
installed capacityεγκαταστημένη ισχύς
installed capacityμικτή ισχύς
installed capacityμικτή εγκατεστημένη ισχύς
installed heat output capacityεγκατεστημένη θερμική ισχύς
large capacity wind generatorγιγάντια ανεμογεννήτρια
large capacity wind generatorανεμογεννήτρια μεγάλης ισχύος
LNG facility capacityδυναμικότητα εγκατάστασης αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου ΥΦΑ
maximum capacity of a thermal unitμέγιστη ισχύς μιας θερμικής μονάδας
nameplate capacityονομαστική ισχύς
nominal capacityονομαστική ισχύς
nominal capacity of a hydrostationονομαστική ισχύς ενός υδροηλεκτρικού σταθμού
rated capacityονομαστική ισχύς
scarce capacityανεπαρκής ικανότητα
spare heat output capacityεφεδρική θερμική ισχύς
standard capacity productτυποποιημένο προϊόν δυναμικότητας
storage capacityικανότητα αποθήκευσης
storage capacityαποθηκευμένη ενέργεια στη μονάδα μάζας
technical capacityτεχνική δυναμικότητα
thermal capacityθερμοχωρητικότητα
thermal capacityθερμιδική ικανότητα
ultimate reservoir capacityμέγιστη χωρητικότητα ταμιευτήρα
unavailable capacity of a thermal stationμη διαθέσιμη ισχύς ενός θερμικού σταθμού
unused capacityαχρησιμοποίητη δυναμικότητα