Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Azerbaijani
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
Galician
German
Greek
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Irish
Italian
Japanese
Kazakh
Korean
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Thai
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Vietnamese
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
capacity
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
accumulator
capacity
indicator
ενδείκτης πίεσης συσσωρευτή
bar
capacity
δίοδος των δοκών
breakaway
capacity
ισχύς εκρίζωσης
breakaway
capacity
δύναμη εκρίζωσης
capacity
control
ρύθμιση ισχύος
capacity
gage stick
βυθομετρική ράβδος ποσότητας υγρού
capacity
gauge stick
βυθομετρική ράβδος ποσότητας υγρού
cubic
capacity
of a cylinder
κυλινδρισμός
cylinder
capacity
κυλινδρισμός
cylinder
capacity
όγκος εμβολισμού κυλίνδρου
cylinder
capacity
όγκος σάρωσης κυλίνδρου
cylinder
capacity
χωρητικότητα κυλίνδρου
cylinder
capacity
κυβισμός κινητήρα
drill
capacity
ισχύς διάτρησης
driving
capacity
ικανότητα ανύψωσης
driving
capacity
ικανότητα ανάρτησης
effective
capacity
ενεργός παροχή όγκου
effective field
capacity
πραγματική ικανότητα λειτουργίας
engine
capacity
κυλινδρισμός
engine
capacity
χωρητικότητα κυλίνδρου
engine
capacity
όγκος σάρωσης κυλίνδρου
engine
capacity
κυβισμός κινητήρα
engine
capacity
όγκος εμβολισμού κυλίνδρου
fixed
capacity
pump-motor unit
αντλιοκινητήρας σταθερής παροχής
freezer
capacity
χωρητικότητα καταψύκτη
fuel tank
capacity
χωρητικότητα δοχείου καυσίμου
geometric
capacity
γεωμετρική παροχή όγκου
haulage
capacity
ικανότητα έλξης
haulage
capacity
ικανότητα ενός κινητήρα να έλκει
haulage
capacity
ελκτική ικανότητα
high rupturing
capacity
επιβράδυνση διακοπής
hold-up
capacity
ικανότητα κατακρατήσεως
hourly
capacity
ωριαία απόδοση
hourly
capacity
ωριαία ικανότητα
hourly
capacity
ωριαία παροχή
hourly
capacity
ρυθμός παραγωγής
lifting
capacity
ανυψωτική ικανότητα
load carrying
capacity
ανυψωτική ικανότητα
loading
capacity
ανυψωτική ικανότητα
maximum
capacity
μέγιστη ικανότητα
output
capacity
ικανότητα ισχύος
pumping
capacity
ισχύς αντλήσεως
range of
capacity
δυνατότητες εργασίας
sand-carrying
capacity
ικανότης απορροφήσεως άμμου παρ'ασβεστοκονιάματος
service
capacity
ικανότητα εξυπηρέτησης
taxable
capacity
ικανότητα ισχύος
theoretical field
capacity
θεωρητική ικανότητα λειτουργίας
theoretical field
capacity
θεωρητική ικανότητα εργασίας
throat
capacity
βάθος λαιμού
traction
capacity
ικανότητα έλξης
traction
capacity
δύναμη έλξης
variable
capacity
pump-motor unit
αντλιοκινητήρας μεταβλητής παροχής
varying
capacity
μεταβλητή ικανότητα
Get short URL