DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing capacity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
accumulator capacity indicatorενδείκτης πίεσης συσσωρευτή
bar capacityδίοδος των δοκών
breakaway capacityισχύς εκρίζωσης
breakaway capacityδύναμη εκρίζωσης
capacity controlρύθμιση ισχύος
capacity gage stickβυθομετρική ράβδος ποσότητας υγρού
capacity gauge stickβυθομετρική ράβδος ποσότητας υγρού
cubic capacity of a cylinderκυλινδρισμός
cylinder capacityκυλινδρισμός
cylinder capacityόγκος εμβολισμού κυλίνδρου
cylinder capacityόγκος σάρωσης κυλίνδρου
cylinder capacityχωρητικότητα κυλίνδρου
cylinder capacityκυβισμός κινητήρα
drill capacityισχύς διάτρησης
driving capacityικανότητα ανύψωσης
driving capacityικανότητα ανάρτησης
effective capacityενεργός παροχή όγκου
effective field capacityπραγματική ικανότητα λειτουργίας
engine capacityκυλινδρισμός
engine capacityχωρητικότητα κυλίνδρου
engine capacityόγκος σάρωσης κυλίνδρου
engine capacityκυβισμός κινητήρα
engine capacityόγκος εμβολισμού κυλίνδρου
fixed capacity pump-motor unitαντλιοκινητήρας σταθερής παροχής
freezer capacityχωρητικότητα καταψύκτη
fuel tank capacityχωρητικότητα δοχείου καυσίμου
geometric capacityγεωμετρική παροχή όγκου
haulage capacityικανότητα έλξης
haulage capacityικανότητα ενός κινητήρα να έλκει
haulage capacityελκτική ικανότητα
high rupturing capacityεπιβράδυνση διακοπής
hold-up capacityικανότητα κατακρατήσεως
hourly capacityωριαία απόδοση
hourly capacityωριαία ικανότητα
hourly capacityωριαία παροχή
hourly capacityρυθμός παραγωγής
lifting capacityανυψωτική ικανότητα
load carrying capacityανυψωτική ικανότητα
loading capacityανυψωτική ικανότητα
maximum capacityμέγιστη ικανότητα
output capacityικανότητα ισχύος
pumping capacityισχύς αντλήσεως
range of capacityδυνατότητες εργασίας
sand-carrying capacityικανότης απορροφήσεως άμμου παρ'ασβεστοκονιάματος
service capacityικανότητα εξυπηρέτησης
taxable capacityικανότητα ισχύος
theoretical field capacityθεωρητική ικανότητα λειτουργίας
theoretical field capacityθεωρητική ικανότητα εργασίας
throat capacityβάθος λαιμού
traction capacityικανότητα έλξης
traction capacityδύναμη έλξης
variable capacity pump-motor unitαντλιοκινητήρας μεταβλητής παροχής
varying capacityμεταβλητή ικανότητα