Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Azerbaijani
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
Galician
German
Greek
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Irish
Italian
Japanese
Kazakh
Korean
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Thai
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Vietnamese
Terms
for subject
Earth sciences
containing
capacity
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
absorbing
capacity
δυνατότητα απορρόφησης
active
capacity
ωφέλιμος υδατοχωρητικότης
active
capacity
υδαταποθήκευσις
artesian
capacity
παροχή αναβλύζοντος φρέατος
artesian
capacity
αρτεσιανή ικανότης
breather
capacity
ικανότητα εξαερισμού
buffer
capacity
απομονωτική ικανότητα
capacity
balancing in cables
συσκευή αντιεπαγωγική
capacity
balancing in cables
διάταξη αντιεπαγωγική
capacity
coefficient
συντελεστής παροχής
capacity
controller
ρυθμιστής ισχύος
capacity
extending
όγκος ενεργού διαδρομής
capacity
of a well
παροχή φρέατος
capacity
reducer
μειωτής ισχύος
capacity
regulator
ρυθμιστής ισχύος
capacity
retracting
όγκος επαναφοράς
capacity
run
δοκιμή ισχύος
condensing unit
capacity
ολική ψυκτική χωρητικότητα
damping
capacity
ικανότης απορροφήσεως δονήσεων
derived
capacity
ιδανικό εκτόπισμα
derived
capacity
θεωρητικό εκτόπισμα
designed
capacity
μεγίστη κανονική παροχή
dirt
capacity
ικανότητα συγκρατήσεως
effective
capacity
ωφέλιμος υδατοχωρητικότης
effective
capacity
υδαταποθήκευσις
effective cylinder
capacity
πραγματικός υδραυλικός όγκος
effective cylinder
capacity
ενεργός όγκος κυλίνδρου
field
capacity
αγροϋδροχωρητικότης
field moisture
capacity
αγροϋδροχωρητικότης
geometric cylinder
capacity
θεωρητικός υδραυλικός όγκος
geometric cylinder
capacity
γεωμετρικός όγκος κυλίνδρου
head-
capacity
curve
χαρακτηριστική καμπύλη σταθερής ταχύτητας
ice-making
capacity
απόδοση στην παραγωγή πάγου
live
capacity
ωφέλιμος υδατοχωρητικότης
live
capacity
υδαταποθήκευσις
moisture-holding
capacity
ικανότητα κατακράτησης υγρασίας
optimum
capacity
of an outlet
εύχρηστος ιδιωτική παροχή αρδεύσεως 2.βελτίστη παροχή μετρητικής υδροληψίας
radiation
capacity
ικανότητα ακτινοβολίας
to
reduce the tidal
capacity
of an arm of the sea
μείωση της ικανότητας απορροής θαλάσσιου βραχίονα
refrigerating
capacity
ψυκτική χωρητικότητα
refrigerating
capacity
ψυκτική ισχύς
relative storage
capacity
σχετική χωρητικότητα αποθήκευσης
reservoir expansion
capacity
όγκος διαστολής περιεχομένου δεξαμενής
reservoir fluid
capacity
χωρητικότητα δεξαμενής
retention
capacity
ικανότητα συγκρατήσεως
suction
capacity
παροχή αναρρόφησης
swallowing
capacity
ικανότητα αναρρόφησης
ultimate bearing
capacity
οριακή φέρουσα ικανότης
useful
capacity
ωφέλιμος υδατοχωρητικότης
useful
capacity
υδαταποθήκευσις
water-holding
capacity
αγροϋδροχωρητικότης
water-retention
capacity
αγροϋδροχωρητικότης
water-storage
capacity
αγροϋδροχωρητικότης
Get short URL