Subject | English | Greek |
commun., IT | access capability | ικανότητα πρόσβασης στο ISDN |
commun. | access capability | ικανότητα πρόσβασης; ικανότητα πρόσβασης σε GSM PLMN; ικανότητα προσπέλασης |
commun., IT | access capability | ικανότητα πρόσβασης |
commun., IT | access capability | ικανότητα προσπέλασης |
IT | access capability | ικανότητα πρόσβασης σε GSM PLMN |
commun., IT | account code capability | ικανότητα κωδικού λογαριασμού |
earth.sc. | activity retention capability | ικανότης συγκρατήσεως ραδιενεργείας |
IT | addressing capability | ικανότητα απεύθυνσης |
IT | advice on content capability of a remote UA | ικανότητα παροχής πληροφοριών περιεχομένου ενός απομακρυσμένου UA |
IT | advice on encoded information type capabilities of a remote UA | παροχή πληροφοριών για τις ικανότητες κωδικοποιημένων πληροφοριών ενός απομακρυσμένου UA |
gen. | assets and capabilities | μέσα και δυνατότητες |
el. | available but not needed capability | διαθέσιμη αλλά όχι αναγκαία ικανότητα |
gen. | basic access capability | βασική πρόσβαση στο ISDN |
gen. | basic access capability | βασική πρόσβαση,βασική προσπέλαση |
commun., IT | bearer capability | χωρητικότητα φορέα |
commun., IT | bearer capability | κομιστική ικανότητα |
commun. | bearer capability | κομιστική ικανότητα; ικανότητα φορέα |
commun., IT | bearer capability | ικανότητα φορέα |
commun. | bearer capability information element | στοιχείο πληροφορίας κομιστικής ικανότητας |
commun. | bearer capability information element | στοιχείο πληροφορίας BC |
commun., IT | Bearer capability information element | πληροφοριακό στοιχείο χωρητικότητας φορέα |
IT | bearer capability information element identifier | αναγνωριστικό στοιχείου πληροφορίας κομιστικής ικανότητας |
tech., law, el. | black start capability | δυνατότητα επανεκκίνησης από ολική διακοπή |
tech., law, el. | black start capability | ικανότητα επανεκκίνησης |
tech., law, el. | black start capability | ικανότητα παροχής υπηρεσίας επανεκκίνησης συστήματος |
tech., law, el. | black start capability | δυνατότητα επαναφοράς σταθμού μετά από σφάλμα χωρίς εξάρτηση από το εξωτερικό σύστημα μεταφοράς ενέργειας |
commun. | burst error correcting capability | ικανότητα διόρθωσης σφάλματος παλμορριπής |
gen. | Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με το δυναμικό |
gen. | Capabilities Commitments Conference | διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με το επιχειρησιακό δυναμικό |
R&D. | Capabilities Coordination Cell | Πυρήνας Επιτελείου Συντονισμού Δυνατοτήτων |
gen. | Capabilities Directorate | διεύθυνση αμυντικών δυνατοτήτων |
IT | capability-based access | καθορισμός διεύθυνσης με βάση την ικανότητα |
IT | capability-based access | προσπέλαση με βάση την ικανότητα |
IT | capability-based protection | εξουσιοδότηση |
IT | capability-based protection | προστασία με βάση την ικανότητα |
gen. | capability commitment | υποχρεώσεις όσον αφορά τις δυνατότητες |
gen. | Capability Development Mechanism | μηχανισμός ανάπτυξης των δυνατοτήτων |
gen. | Capability Development Plan | σχέδιο ανάπτυξης δυνατοτήτων |
gen. | Capability Development Plan strand | πτυχή του σχέδιου ανάπτυξης δυνατοτήτων |
earth.sc. | capability for fuel cycle flexibility | ικανότης ευελιξίας του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου |
gen. | Capability Improvement Conference | Διάσκεψη για τη βελτίωση του στρατιωτικού δυναμικού |
gen. | capability in epitaxial growth | δυνατότητα επαξόνιας ανάπτυξης |
IT, dat.proc. | capability list | πίνακας εξουσιοδότησης |
IT | capability list system | ελέγξιμη απομόνωση |
IT | capability list system | σύστημα εκμετάλλευσης με βάση την ικανότητα |
polit. | Capability Manager Engagement | υπάλληλος διοικήσεως Manager για τις δυνατότητες εμπλοκή |
met., el. | capability of depositing a long small bead | ικανότητα του ηλεκτροδίου για εναπόθεση λεπτών κορδονιών μεγάλου μήκους |
met., el. | capability of welding vertically upwards | ικανότητα του ηλεκτροδίου για συγκολλήσεις κατακόρυφες προς τα πάνω |
gen. | capability shortfall | κενό ικανοτήτων |
gen. | capability shortfall | αδυναμία ικανοτήτων |
gen. | capability to shut down the plant safely | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως |
gen. | capacity displacement capability | υποκατάσταση ισχύος |
gen. | civil and military capabilities | πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό |
gen. | civil and military capabilities | πολιτικές και στρατιωτικές δυνατότητες |
gen. | civil police capability | μη στρατιωτική αστυνόμευση |
gen. | Civilian Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση μη στρατιωτικών δυνατοτήτων |
gen. | civilian capabilities for crisis management | μη στρατιωτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων |
construct. | Civilian Capability Management Tool | μέσο διαχείρισης της μη στρατιωτικής δυνατότητας |
gen. | Civilian Crisis Management Capability Conference | Διάσκεψη για την ικανότητα μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
gen. | civilian CSDP capability | μη στρατιωτικές δυνατότητες ΕΠΑΑ |
gen. | civilian ESDP capability | μη στρατιωτικές δυνατότητες ΕΠΑΑ |
gen. | Civilian Planning and Conduct Capability | Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων |
gen. | collective capability goal | στόχοι συλλογικού δυναμικού |
gen. | command capabilities | ικανότητες της διοίκησης |
gen. | Conference on Military Capability Improvement | Διάσκεψη για τη βελτίωση του στρατιωτικού δυναμικού |
med. | controlled female reproduction capability | ελεγχόμενη αναπαραγωγική ικανότητα γυναίκας |
IT, el. | converter with back-up capability | μετατροπέας με ικανότητα εφεδρείας |
tech. | cooling capability | ικανότης ψύξεως |
tech. | core decay heat removal capability | ικανότης απαγωγής της θερμότητος των ραδιενεργών διασπάσεων από τον πυρήνα αντιδραστήρα |
gen. | cyclic operation capability | ικανότης κυκλικής λειτουργίας |
gen. | cyclic operation capability | ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας |
fin. | debt servicing capability | ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους |
IT | decision-making capability | ικανότητα αποφάσεων |
gen. | Defence Capabilities Initiative | Πρωτοβουλία αμυντικών δυνατοτήτων |
gen. | defence capability | δυνατότητες αμυντικών επιχειρήσεων |
stat. | detection capability | ικανότητα ανίχνευσης |
gen. | deterrent capability | ικανότητα αποτροπής |
comp., MS | device capability | δυνατότητες συσκευής (A device functionality available through the HasCapability method or the element) |
comp., MS | device capability (A device functionality available through the HasCapability method or the | δυνατότητες συσκευής |
IT | drop/insert capability | δυνατότητα αποδοχής/απόρριψης |
gen. | emergency response capabilities | μέσα αντιμετωπίσεως εκτάκτων περιστατικών |
gen. | enabling capabilities | ενδυναμωτικές ικανότητες |
el., construct. | energy capability | ενεργειακό δυναμικό δεξαμενής |
energ.ind. | energy capability factor | συντελεστής ενεργειακής απόδοσης |
energ.ind. | energy capability factor | δείκτης παραγωγικότητας |
energ.ind., construct. | energy capability factor of a hydro-region | συντελεστής δυναμικότητας μιας υδροηλεκτρικής περιοχής |
el. | energy capability of a hydro-electric power station | παραγωγικότητα υδροηλεκτρικής εγκατάστασης |
el., construct. | energy capability of a hydro-installation | ενεργειακό δυναμικό υδροηλεκτρικής εγκατάστασης |
el., construct. | energy capability of a hydro-installation | δυναμικότητα υδροηλεκτρικής εγκατάστασης |
energ.ind. | energy capability of a pumped storage station during turbine operation | ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων |
el., construct. | energy capability of a reservoir | ισχύς σε ισοδύναμη ηλεκτρική ενέργεια ενός ταμιευτήρα |
gen. | EU-NATO Capability Group | Ομάδα ικανοτήτων ΕΕ/ΝΑΤΟ |
gen. | European Capabilities Action Plan | Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τις Δυνατότητες |
polit. | European capabilities and armaments policy | ευρωπαϊκή πολιτική δυνατοτήτων και εξοπλισμών |
gen. | European Capability Action Plan | Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τις Δυνατότητες |
gen. | European Union concept for strengthening African capabilities for the prevention, management and resolution of conflicts | Ενισχυμένη υποστήριξη της οικοδόμησης ικανοτήτων της Αφρικής για την πρόληψη, διαχείριση και διευθέτηση των συγκρούσεων |
econ., interntl.trade., fin. | financial capability | οικονομική επιφάνεια |
econ., interntl.trade., fin. | financial capability | οικονομική επάρκεια |
el. | first-strike capability | δυνατότητα πρώτου πλήματος |
gen. | first-strike capability | ικανότητα πρώτου πλήγματος |
gen. | first-strike capability | δυνατότητα πρώτου πλήγματος |
gen. | Force and Capability Development Branch | Υποτμήμα ανάπτυξης δυνάμεων και δυνατοτήτων |
IT | FORTRAN IV logical capabilities | λογικές δυνατότητες της FORTRAN IV |
commun. | full duplex capability | λειτουργία αμφίδρομη |
commun. | full error capability of a code | πλήρης ικανότητα διόρθωσης λαθών |
gen. | full operating capability | πλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα |
transp. | full operational capability | πλήρης επιχειρησιακή ικανότητα |
gen. | full operational capability | πλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα |
IT | function preselection capability | ικανότητα προεπιλογής λειτουργίας |
commun. | functional capabilities | λειτουργικές δυνατότητες |
commun. | generic capability | ικανότητα-γένος |
commun. | generic capability | ικανότητα-γένος γενική ικανότητα |
commun. | generic capability | γενική ικανότητα |
IT | gripping capability | ικανότητα συλλήψεως |
IT | GSM PLMN access capability | ικανότητα πρόσβασης σε GSM PLMN |
commun. | GSM PLMN access capability | ικανότητα πρόσβασης; ικανότητα πρόσβασης σε GSM PLMN; ικανότητα προσπέλασης |
IT | GSM PLMN access capability | ικανότητα πρόσβασης |
gen. | high readiness capabilities | ικανότητες υψηλής ετοιμότητας |
transp. | hovering capability | ικανότητα αιώρησης |
el. | information management capability | δυνατότητα διαχείρισης πληροφορίας |
IT | information transport capabilities | ικανότητα μεταφοράς πληροφοριών |
gen. | initial operating capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
gen. | initial operational capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
account. | internal audit capability | μονάδα εσωτερικού ελέγχου |
gen. | interoperable capabilities | διαλειτουργικές δυνατότητες |
commun., IT | ISDN access capability | ικανότητα πρόσβασης |
commun., IT | ISDN access capability | ικανότητα πρόσβασης στο ISDN |
commun., IT | ISDN access capability | ικανότητα προσπέλασης |
lab.law. | job capability | επαγγελματική ικανότητα |
met. | knock-out capability | ικανότητα διάσπασης καλουπιού |
energ.ind. | load-shedding capability | ικανότης απορρίψεως φορτίου |
market. | marketing capability of firms | δυνατότητα εμπορίας των επιχειρήσεων |
mech.eng., el. | mean energy capability | μέσο ενεργειακό δυναμικό |
mech.eng., el. | mean energy capability | μέση δυναμικότητα |
ed., IT | memory addressing capability | δυνατότητα αναφοράς στη μνήμη |
gen. | Military Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση στρατιωτικών δυνατοτήτων |
gen. | Military Capabilities Commitment Declaration | δήλωση για τη διάθεση στρατιωτικού δυναμικού |
gen. | military capability | στρατιωτικές δυνατότητες |
gen. | military capability objective | στόχος στρατιωτικού δυναμικού |
gen. | military capability target | στόχος στρατιωτικού δυναμικού |
commun. | mobile satellite communications capability | δυνατότητα κινητών δορυφορικών επικοινωνιών |
gen. | NATO planning capability | δυνατότητες σχεδίασης του ΝΑΤΟ |
environ. | natural resource which has a regenerative capability | αποκαθιστάμενοι φυσικοί πόροι |
environ. | natural resource which has a regenerative capability | ανανεούμενοι φυσικοί πόροι |
gen. | Network-Enabled Capability | συνδικτύωση δυνατοτήτων |
el. | nuclear capability | πυρηνικό δυναμικό |
el. | nuclear capability | πυρηνική ικανότητα |
el. | nuclear capability | πυρηνική δύναμη |
IT | off-network optimum exit capability | ικανότητα βέλτιστης εξόδου από το δίκτυο |
el. | offset voltage null-capability | ικανότητα μηδενισμού τάσεως αποκλίσεως |
fin. | operating capability | ικανότητα λειτουργίας |
gen. | Operational Capabilities Concept | Γενική ιδέα περί των επιχειρησιακών δυνατοτήτων |
astronaut., environ. | operational capability | λειτουργική ικανότητα |
astronaut., environ. | operational capability | επιχειρησιακή ικανότητα |
gen. | overkill capability | ικανότητα ολοκληρωτικής καταστροφής |
el. | overload capability | ικανότητα υπερφόρτωσης |
transp., avia. | payload capability | χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου |
gen. | penetration capability | ικανότητα διείσδυσης |
gen. | penetration capability | ικανότητα εισχώρησης |
el. | pointing capability | δυνατότητα σκόπευσης |
gen. | police capabilities commitment | δέσμευση αστυνομικών δυνατοτήτων |
gen. | policing capabilities | αστυνομικές ικανότητες |
IT, el. | power handling capability | χωρητικότητα φόρτωσης ισχύος |
IT, el. | power handling capability | ικανότητα χειρισμού ισχύος |
gen. | Prague Capabilities Commitment | δέσμευση δυνατοτήτων της Πράγας |
gen. | pre-identified assets and capabilities | προ-εντοπισμένα μέσα και δυναμικό |
stat., tech. | process capability | ικανότητα παραγωγικής διαδικασίας |
fin. | project appraisal capability | δυναμικό για την αξιολόγηση σχεδίων |
polit. | Project Officer for European Capability Action Plan Coordination | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για τον συντονισμό του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τις Δυνατότητες |
IT | punctuation capability | ικανότητα στίξης |
gen. | rapid deployment capability | δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης |
gen. | rapid reaction capability | ικανότητα ανταπόκρισης |
gen. | rapid reaction capability | δυνατότητα ταχείας αντίδρασης |
gen. | rapid response capability | δυνατότητα ταχείας αντίδρασης |
gen. | rapid response capability | ικανότητα ανταπόκρισης |
earth.sc. | reacting flow capability | δυνατότητα ροής αντίδρασης |
el. | reactive power capability | δυνατότητες της αέργου ισχύος |
IT | registered content type capability | ικανότητα καταχώρησης τύπου περιεχομένου |
phys.sc., el. | resolution capability | διακριτική ικανότητα |
phys.sc., el. | resolution capability | ανάλυση |
phys.sc., el. | resolution capability | διαχωριστική ικανότητα |
phys.sc., el. | resolving capability | διακριτική ικανότητα |
phys.sc., el. | resolving capability | διαχωριστική ικανότητα |
phys.sc., el. | resolving capability | ανάλυση |
gen. | retaliatory capability | ικανότητα ανταπόδοσης πλήγματος |
gen. | retaliatory capability | ικανότητα ανταποδοτικού πλήγματος |
commun. | roaming capability | δυνατότητα περιπλάνησης |
law | rule of law capabilities | ικανότητες στον τομέα του κράτους δικαίου |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference of Member States | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |
el. | second-strike capability | ικανότητα δεύτερου πλήγματος |
el. | second-strike capability | ικανότητα για ανταποδοτικό πλήγμα |
gen. | security capabilities | δυνατότητες ασφάλειας |
gen. | self-diagnostic capability | ικανότητα αυτοδιάγνωσης |
IT | selftest capability | ικανότητα αυτοδοκιμασίας |
IT | sensing capability | αισθητήριος ικανότητα |
commun. | sensor capability | ικανότητα αισθητήρα |
gen. | SG/HR Special Advisor for African Peacekeeping Capabilities | Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ/ΥΕ για τις αφρικανικές δυνατότητες διατήρησης της ειρήνης. |
el. | short-circuit current capability | μέγιστη ικανότητα ρεύματος βραχυκύκλωσης |
environ. | soil capability The suitability of soils for various uses, e.g. sustained production of cultivated crops, pasture plants, etc., depending on depth, texture, kinds of minerals, salinity, kinds of salts, acidity, etc. | ικανότητα του εδάφους |
environ. | soil capability | ικανότητα του εδάφους |
el. | spectral capability | φασματική ικανότητα |
commun., IT | speech synthesis combined with pluri-lingual capabilities | σύνθεση λόγου συνδυαζόμενη με πολλές γλώσσες |
commun., IT | split service capability | ικανότητα υποδιαιρούμενης υπηρεσίας |
gen. | strengthening of local policing capabilities | ενίσχυση των ικανοτήτων των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων |
gen. | strike-back capability | ικανότητα ανταποδοτικού πλήγματος |
gen. | strike-back capability | ικανότητα ανταπόδοσης πλήγματος |
transp., nautic. | structural capability of the hull | ακεραιότητα της κατασκευής του σκάφους |
IT | surge withstand capability | αντίσταση σε υπέρταση |
el. | system redundancy capability | δυνατότητα συστήματος για πλεόνασμα εφεδρείας |
industr. | technical capability | τεχνική ικανότητα |
commun. | traffic restoration capability | ικανότητα αποκατάστασης κίνησης |
IT | transaction capabilities | ικανότητες συναλλαγής |
IT | transaction capabilities application part | τμήμα εφαρμογής ικανοτήτων συναλλαγής |
commun. | transaction-capabilities application part | τμήμα εφαρμογής ικανοτήτων συναλλαγής |
commun., IT | transaction capabilities application part | τμήμα εφαρμογής ικανοτήτων συναλλαγής |
commun. | Transaction Capabilities Application Part | τμήμα εφαρμογής ικανοτήτων συναλλαγής |
el. | transmission capability | ικανότητα μεταφοράς |
commun., IT | user part capabilities | ικανότητες μερών χρήστη |
commun., IT | variable time-out capability | ικανότητα μεταβλητού διαλείμματος |
gen. | Watchkeeping Capability | ικανότητα επαγρύπνησης |
transp. | wind and sea state capability | συμπεριφορά στη θάλασσα και στον αέρα |
transp. | wind and sea state capability | κράτημα στη θάλασσα και στον αέρα |