Subject | English | Greek |
gen. | arm's length buyer | αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή |
econ. | buildings and construction for which a buyer has been found | κτίρια και κατασκευές για τα οποία έχει βρεθεί αγοραστής |
fin., insur. | buyer credit | πίστωση του αγοραστή; πίστωση αγοράς; πίστωση σε αγοραστές |
econ., market. | buyer credit agreement | συμφωνία πίστωσης αγοραστή |
law, fin. | Buyer Credit Agreement | Σύμβαση Πίστωσης Αγοραστή |
insur. | buyer credit operation | πράξη με πίστωση αγοράς |
transp. | buyer of second-hand aircraft | αγοραστής μεταχειρισμένων αεροσκαφών |
fin. | "buyer-pays" model | πρότυπο προεγγραφής |
fin. | "buyer-pays" model | πρότυπο "ο αγοραστής πληρώνει" |
law, commer. | buyer power | αγοραστική ισχύς |
gen. | buyer profile | προφίλ αγοραστή |
econ., fin. | buyer's credit | πίστωση σε αγοραστές |
gen. | buyer's credit | προπληρωμή |
insur. | buyer's interest | έννομο συμφέρον αγοραστή για ασφάλιση |
market. | buyers'exhibition | έκθεση αγoραστώv |
fin. | buyers'market | αγορά αγοραστών |
fin. | buyers over | υπερζήτηση τίτλων |
fin. | buyers rate | προσφερόμενη τιμή αγοράς |
fin. | buyers rate | επιτόκιο ζήτησης τίτλων |
commer., transp., avia. | conditional buyer | υπό όρους αγοραστής |
gen. | country of the buyer | αγοράστρια χώρα |
market., fin. | ex quay...duties on buyers'account | ατελώνιστο |
fin. | International buyers' exhibitions programme | πρόγραμμα διεθνών εκθέσεων αγοραστών |
fin. | option buyer | κάτοχος του δικαιώματος |
econ., fin. | potential buyer | δυνητικός αγοραστής |
insur. | public buyer | αγοραστής του δημόσιου τομέα; αγοραστής ο οποίος είναι δημόσιος φορέας |
fin. | quantity forcing on the buyer | επιβολή όρων στον αγοραστή ως προς τις ποσότητες |
energ.ind. | single buyer | μοναδικός αγοραστής |
energ.ind. | "single buyer" proposal | μοναδικός αγοραστής |
commer., polit., interntl.trade. | single-desk buyer | μονοαπευθυντικός αγοραστής |
fin. | transaction at buyer's option | συναλλαγή με οψιόν του αγοραστή |
fin. | transaction at buyer's option | συναλλαγή με δικαίωμα επιλογής του αγοραστή |
gen. | unrelated buyer | αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή |