Subject | English | Greek |
industr., construct., chem. | asymmetric double-V butt weld | εσωραφή με ασύμμετρη ραφή X |
met. | bevel or J butt weld in a Tee or corner joint | εσωραφή με προετοιμασία των άκρων σε σύνδεση T ή σύνδεση γωνίας |
gen. | butt weld | εσωρραφή. αντικρυστή συγκόλληση. κατά κεφαλήν συγκόλληση |
met. | butt weld | συγκόλληση άκρη με άκρη |
met. | butt weld | συγκόλληση άκρων |
met. | butt weld | συγκόλληση κατ'άκρον |
gen. | butt weld | εσωραφή συγκολλήσεως |
industr., construct., chem. | butt weld between parts with edge preparation | εσωραφή μεταξύ εξαρτημάτων με διαμορφωμένα άκρα |
met. | butt weld between plates with raised edges | εσωραφή με ραφή με αναδίπλωση |
industr., construct., chem. | butt weld between plates with raised edges | εσωραφή με ραφή αναδιπλώσεως |
industr., construct., chem. | butt weld with excess weld material | εσωραφή με προεξέχον πάχος ραφής |
transp. | butt welding | συγκόλληση κατά κεφαλή |
transp. | butt welding | συγκόλληση κατ'άκρον |
el. | butt welding | θερμοσυγκόλληση άκρων |
met. | butt welding after heating in the forge fire | συγκόλληση μετάλλων με απλή επαφή,μετά από θέρμανσή τους στην φωτιά σιδηρουργείου |
met. | butt-seam welding | μετωπική συγκόλληση ραφής |
met. | butt-seam welding machine | συσκευή μετωπικής συγκόλλησης |
met. | butt-welding | συγκόλληση κατ'άκρον |
met. | butt-welding | συγκόλληση άκρη με άκρη |
industr., construct., chem. | compound butt and fillet weld with bevel preparation | ραφή σε γωνία με προετοιμασία των άκρων |
chem. | double Vee butt weld | κόλληση-Χ |
industr. | double-bevel butt weld | εσωραφή με ραφή K |
industr., construct., chem. | double-V butt weld | εσωραφή με ραφή X |
met. | equipment for butt welding | συσκευή μετωπικής συγκόλλησης |
industr., construct., chem. | flared bevel butt weld | ραφή HV με αναδίπλωση |
industr., construct., chem. | flared-V butt weld | ραφή V με αναδίπλωση |
met. | flash butt weld | ακαριαία μετωπική συγκόλληση |
el. | flash butt welding | θερμοσυγκόλληση άκρων με σπινθηρισμό |
el. | flash butt welding machine | μηχανή θερμοσυγκόλλησης άκρων με σπινθηρισμό |
industr., construct., chem. | flat position butt weld | εσωραφή σε οριζόντιο επίπεδο |
met. | foil butt-seam welding machine | συσκευή μετωπικής συγκόλλησης λεπτών φύλλων |
industr., construct., chem. | horizontal butt weld | οριζόντια εσωραφή σε κατακόρυφο επίπεδο |
met. | induction butt welding | επαγωγική μετωπική συγκόλληση |
met. | making a butt weld in the downhand position | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο |
gen. | making a butt weld in the downhand position | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης |
met. | making a butt weld in the flat position | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο |
gen. | making a butt weld in the flat position | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης |
met. | making a butt weld in the gravity position | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο |
gen. | making a butt weld in the gravity position | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης |
met. | making a butt weld in the horizontal position | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο |
met. | making a butt weld in the horizontal position | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο |
gen. | making a butt weld in the horizontal position | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα |
gen. | making a butt weld in the horizontal position | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης |
industr., construct., chem. | making a butt weld in the horizontal vertical position | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο |
met. | making a butt weld in the horizontal-vertical position | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο |
gen. | making a butt weld in the horizontal-vertical position | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα |
met. | mechanical data for equipment for butt welding | μηχανολογικά στοιχεία για εξοπλισμό ηλεκτροσυγκολλήσεως αντιστάσεως άκρων |
industr., construct., chem. | open single-V butt weld | εσωραφή με ραφή V και απόσταση μεταξύ των δύο εξαρτημάτων |
industr., construct., chem. | overhead butt weld | εσωραφή οροφής |
met. | reinforced butt weld | εσωραφή με προεξέχον πάχος ραφής |
met. | resistance butt or flash welding | μετωπική συγκόλληση με ηλεκτρική αντίσταση |
met. | resistance butt welding | μετωπική συγκόλληση με αντίσταση |
met. | resistance butt welding machine | συσκευή μετωπικής συγκόλλησης με αντίσταση |
met. | resistance butt-weld | συγκολλητική ραφή από αντίσταση |
chem. | single Vee butt weld | συγκόλληση-V με κρούση |
industr., construct., chem. | single-bevel butt weld | εσωραφή με ραφή HV |
industr., construct., chem. | single-V butt weld | εσωραφή με ραφή V |
industr., construct., chem. | single-V butt weld with root face | εσωραφή με ραφή V και με πρόσωπο ρίζας |
gen. | slightly reinforced butt weld | εσωραφή με ελαφρά προεξέχον πάχος ραφής |
met. | square butt weld | εσωραφή με ραφή I |
met. | tape butt-seam welding machine | συσκευή μετωπικής συγκόλλησης λεπτών φύλλων |
industr., construct., chem. | vertical butt weld | κατακόρυφη εσωραφή |