DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing butt | all forms | exact matches only
EnglishGreek
butt weldεσωρραφή. αντικρυστή συγκόλληση. κατά κεφαλήν συγκόλληση
butt weldεσωραφή συγκολλήσεως
carved buttσκαλισμένο κοντάκι
making a butt weld in the downhand positionμετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the flat positionμετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the gravity positionμετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the horizontal positionοριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα
making a butt weld in the horizontal positionμετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the horizontal-vertical positionοριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα
slightly reinforced butt weldεσωραφή με ελαφρά προεξέχον πάχος ραφής