Subject | English | Greek |
agric. | account being taken of the adjustments that will be possible | λαμβάνοντας υπόψη το ρυθμό των δυνατών προσαρμογών |
social.sc. | account being taken of the specialisation that shall be needed with the passage of time | λαμβάνοντας υπ'όψη τον ρυθμό των αναγκαίων εξειδικεύσεων |
econ. | account being taken of traditional patterns of trade | λαμβάνοντας υπ'όψη τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματα |
econ. | activities being transferred | μετατόπιση δραστηριοτήτων |
crim.law. | Ad hoc Committee on action against trafficking in human beings | επιτροπή ad hoc για την ανάληψη δράσης κατά της εμπορίας ανθρώπων |
h.rghts.act., med. | Additional Protocol to the Convention for the Protection of the Human Rights and Dignity of the Human Being with regard to the Application of Biology and Medicine, on the Prohibition of Cloning Human Beings | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου όντος έναντι των εφαρμογών της βιολογίας και της ιατρικής, το οποίο απαγορεύει την κλωνοποίηση του ανθρωπίνων όντων |
agric. | after being picked the cotton is baled | μετά τη συγκομιδή το βαμβάκι συσκευάζεται σε δέματα η μπάλες |
gen. | aid granted through State resources is being misused | ενίσχυση που χορηγείται με κρατικούς πόρους εφαρμόζεται καταχρηστικώς |
gen. | all four texts being equally authentic | τα τέσσερα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά |
gen. | all four texts being equally authentic | τα τέσσερα κείμενα είναι εξ ίσου αυθεντικά |
nat.sc. | animal suspected of being contaminated | ζώο για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι έχει μολυνθεί |
health. | animal suspected of being infected | ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης |
nat.sc., agric. | animal suspected of being infected | ζώο για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι έχει προσβληθεί από αφθώδη πυρετό |
health., anim.husb. | animal suspected of being infected by a TSE | ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από ΜΣΕ |
anim.husb., health. | animal well-being | ευζωία |
nat.sc., agric. | area where fresh meat is being handled | χώρος όπου γίνεται η επεξεργασία του νωπού κρέατος |
law | being duly authorised | δεόντως εξουσιοδοτημένος |
law, fin., tax. | being in possession of stolen goods | αποδοχή προϊόντων εγκλήματος |
commun. | being out of stock | εξάντληση αποθέματος |
social.sc. | being out of touch with ordinary people | σε απόσταση από τους πολίτες |
busin., labor.org., account. | being shown as an asset | εμφανίζω εγγράφω στο ενεργητικό; εμφάνιση εγγραφή στο ενεργητικό |
ed., tech., law | ... being standardised | τυποποίηση |
health. | being very intoxicated | σε βαριά μέθη |
met. | blowholes result from the gas being trapped by the solid | τα φυσήματακοιλότητεςπροκύπτουν από την παγίδευση του αερίου εντός του στερεού |
med. | capable of being cultivated | καλλιεργήσιμος |
met. | capable of being cut | ικανό να κοπεί |
insur. | certificate concerning the retention of the right to sickness or maternity benefits currently being provided | έντυπο Ε112 |
insur. | certificate concerning the retention of the right to sickness or maternity benefits currently being provided | βεβαίωση διατήρησης του δικαιώματος για χορηγούμενες ήδη παροχές της ασφάλισης ασθένειας και μητρότητας |
med. | cloning of a human being | κλωνισμός ανθρώπινης ύπαρξης |
fin. | coin,other than gold coin,not being legal tender | νομίσματα,εκτός των χρυσών,τα οποία δεν αποτελούν επίσημο νόμισμα |
law, immigr. | combating trafficking in human beings | καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων |
immigr. | Comprehensive plan to combat illegal immigration and trafficking in human beings in the European Union | Συνολικό σχέδιο για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
h.rghts.act., med. | Convention for the Protection of Human Rights and Dignity of the Human Being with regard to the Application of Biology and Medicine | Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά τις βιολογικές και ιατρικές εφαρμόγες |
h.rghts.act., med. | Convention for the Protection of Human Rights and Dignity of the Human Being with regard to the Application of Biology and Medicine | Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής |
gen. | Council of Europe Convention on action against trafficking in human beings | Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων |
med. | creation of identical human beings by cloning | δημιουργία ταυτόσημων ανθρώπινων όντων με κλωνισμό |
med. | delusion of being influenced | παραλήρημα επηρεασμού |
econ., commer. | demonstrable risk of evidence being destroyed | αποδεικτέος κίνδυνος καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων |
met., el. | electrode with two or more layers of covering the composition of the outer being such that its burn off is retarded | ηλεκτρόδιο με δύο ή περισσότερες στρώσεις επενδύσεως με την εξωτερική τέτοια ώστε να επιβραδύνει την καύση |
law | enforcement is being carried out in a regular manner | η κανονικότης των εκτελεστικών μέτρων |
immigr. | EU plan on best practices, standards and procedures for combating and preventing trafficking in human beings | Σχέδιο της ΕΕ για βέλτιστες πρακτικές, πρότυπα και διαδικασίες για την καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων |
sociol., health. | European Pact for Mental Health and Well-being | Ευρωπαϊκό σύμφωνο για την πνευματική υγεία και ευεξία |
h.rghts.act., social.sc. | Experts Group on Trafficking in Human Beings | Ομάδα εμπειρογνωμόνων για την εμπορία ανθρώπων |
health. | farm suspected of being infected | εκμετάλλευση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης |
law, immigr. | fight trafficking in human beings | καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων |
health. | fish suspected of being infected | ψάρι για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει προσβληθεί |
fish.farm. | fishing being halted | παύση αλιείας |
gen. | for the time being | προσωρινός, ώς (pro tempore) |
transp., tech. | frontal crash area of the vehicle being tested | μετωπική επιφάνεια πρόσκρουσης του δοκιμαζόμενου οχήματος |
crim.law., UN | Global Programme against Trafficking in Human Beings | Παγκόσμιο Πρόγραμμα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων |
h.rghts.act. | Group of experts on action against trafficking in human beings | ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη δράση κατά της διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων |
h.rghts.act., social.sc. | Group of Experts on Trafficking in Human Beings | Ομάδα εμπειρογνωμόνων για την εμπορία ανθρώπων |
health. | health is a state of complete physical, mental and social well-being and not merely the absence of disease or infirmity | υγεία είναι η κατάσταση πλήρους σωματικής πνευματικής ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου και όχι μόνο η απουσία αρρώστιας ή αναπηρίας. |
immigr. | identification of a victim of trafficking in human beings | ανίχνευση σας θυμάτων εμπορίας ανθρώπων |
immigr. | identity of the third-country national being expelled | ταυτότητα του απομακρυνόμενου αλλοδαπού |
gen. | if, the draft budget being placed before it, the Assembly... | άν,μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού,η Συνέλευση... |
med. | illusion of being robbed | κλεπτομανία |
patents. | in the event of his being prevented from attending to his duties | σε περίπτωση κωλύματος |
law, social.sc. | Incentive and Exchange Programme for persons responsible for combating trade in human beings and sexual exploitation of children | πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
social.sc. | Incentive and exchange programme for persons responsible for combating trade in human beings and the sexual exploitation of children | Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
gen. | Incentive and exchange programme for persons responsible for combating trade in human beings and the sexual exploitation of children | Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών' Πρόγραμμα STOP |
econ., fin. | institution being divided | διασπώμενο ίδρυμα |
health., R&D. | international convention against the reproductive cloning of human beings | διεθνής σύμβαση κατά της ανθρώπινης αναπαραγωγικής κλωνοποίησης |
met. | lack of fusion due to metal being deposited on a layer of oxide which has fused but not dispersed | ατελής τήξη λόγω υπάρξεως οξειδίου που έχει τακεί αλλά δεν έχει διασκορπισθεί |
met. | lack of fusion due to metal being deposited on a layer of oxide which has not been fused | ατελής τήξη λόγω υπάρξεως οξειδίου που δεν έχει τακεί |
IT | learning by being told | εκμάθηση από τα προλεχθέντα |
IT | learning by being told | εκμάθηση από οδηγία |
IT | learning by being told | λήψη συμβουλής |
social.sc. | National Rapporteur on Trafficking in Human Beings | Εθνικός Εισηγητής σε Θέματα Εμπορίας Ανθρώπων |
law | ownership of human being | δικαίωμα ιδιοποίησης επί της ανθρώπινης ύπαρξης |
health., anim.husb. | pig suspected of being infected with classical swine-fever | χοίρος ύποπτος μόλυνσης από κλασική πανώλη χοίρων |
nat.res., agric. | poultry suspected of being contaminated | πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει μολυνθεί |
construct. | poultry suspected of being contaminated | πουλερικά ύποπτα μολύνσεως |
cultur., pharma., agric. | poultry suspected of being infected | πουλερικά ύποπτα προσβολής |
nat.res., agric. | poultry suspected of being infected | πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει προσβληθεί |
law | to prevent the mark being used | αποτρέπω χρήση του σήματος |
med. | process of sexual differentiation in the human being | διαδικασία διαφοροποίησης του φύλου στον άνθρωπο |
law, social.sc. | Programme of incentives, exchanges, training and cooperation for persons responsible for combating trade in human beings and the sexual exploitation of children | πρόγραμμα ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
law, social.sc. | Programme to develop coordinated initiatives on the combating of trade in human beings and the sexual exploitation of children, on disappearances of minors and on the use of telecommunications facilities for the purposes of trade in human beings and the sexual exploitation of children | πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, τις εξαφανίσεις ανηλίκων και τη χρησιμοποίηση των μέσων τηλεπικοινωνίας για σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
econ., fin. | provision being underwritten | κάλυψη από την ανάληψη υποχρεώσεων |
work.fl., IT | quality of being worthy of documentation | τεκμηριωτική εγκυρότητα |
gen. | to recognize as being equivalent | αναγνωρίζω ως ισοδύναμη |
nat.sc., agric. | resistance to being beaten down by winds | αντοχή στις ριπές των ανέμων |
law | risk of rules being circumvented | κίνδυνος παράκαμψης του κανονισμού |
polit. | Risk Prevention and Well-being at Work Unit | Μονάδα Πρόληψης και Ευεξίας στον Χώρο Εργασίας |
gen. | second phase of the programme of incentives, exchanges, training and cooperation for persons responsible for combating trade in human beings and the sexual exploitation of children Stop II | δεύτερη φάση του προγράμματος ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών STOP II |
law | sign capable of being represented graphically | διακριτικό σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης |
social.sc., health. | sign of cocaine being used | ένδειξη χρήσης κοκαΐνης |
econ. | social well-being | κοινωνική ευημερία |
nat.res., anim.husb. | state of being in heat | οργασμός (oestrus) |
nat.res., anim.husb. | state of being in heat | οίστρος (oestrus) |
agric., health., anim.husb. | suspected of being infected by BSE | ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από ΣΕΒ |
gen. | territory designated as being of military importance | ζώνη που έχει κηρυχθεί ως στρατιωτικής σημασίας |
law | the courts of the country concerned shall have jurisdiction over complaints that enforcement is being carried out in an irregular manner | ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων |
gen. | the item of the agenda being dealt with | το θέμα της ημερησίας διατάξεως που συζητείται |
industr., construct. | the paper is dried by being passed over heated cylinders | ξηρή συμπίεση |
polit. | the postmark being taken as proof | ως ημερομηνία αποστολής θεωρείται η ημερομηνία σφραγίδας του ταχυδρομείου |
met. | the spaces being filled with flux | ηλεκτρόδιο με δικτυωτό περίβλημα |
patents. | the three texts being equally authoritative | των τριών κειμένων εχόντων την αυτήν ισχύν |
law, immigr. | trade in human beings | εμπορία προσώπων |
gen. | trade in human beings | εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία |
gen. | trade in human beings | εμπορία ανθρώπων |
social.sc. | trade in human beings for the purpose of prostitution | εκμετάλλευση ανθρωπίνων υπάρξεων με την πορνεία |
transp., avia. | traffic being transferred to another flight at the same airport | μετεπιβίβαση ή μεταφόρτωση σε άλλη πτήση εντός του ιδίου αερολιμένα |
gen. | traffic in human beings | εμπορία ανθρώπων |
gen. | traffic in human beings | εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία |
law, immigr. | trafficking in human beings | εμπορία ανθρώπων |
law, immigr. | trafficking in human beings | εμπορία προσώπων |
gen. | trafficking in human beings | εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία |
law, immigr. | trafficking of human beings | εμπορία προσώπων |
law, immigr. | trafficking of human beings | εμπορία ανθρώπων |
met. | two-side coatings being equal on both sides | ισοδύναμη επένδυση επί των δύο πλευρών |
gen. | undertaking being awarded a contract | ανάδοχος επιχείρηση της σύμβασης |
law | university teacher being national of a Member State | καθηγητής υπήκοος ενός κράτους μέλους |
coal., mech.eng. | very light and more manoeuvrable drilling machines are now being tested | μικρού βάρους και περισσότερο εύχρηστες γεωτρητικές μηχανές βρίσκονται στο στάδιο των δοκιμών |
polit. | well-being | ευημερία |
polit. | well-being | ευεξία |
social.sc., health., empl. | well-being at work | ευεξία κατά την εργασία |
patents. | while being aware of the use of a later Community trade mark | γνωρίζοντας άν και εγνώριζε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος |
gen. | within one month of being called upon to do so | εντός μηνός από την αίτηση |
law, lab.law. | without being answerable to an employer | χωρίς εξάρτηση από εργοδότη |