Subject | English | Greek |
econ. | a continuous and balanced expansion | συνεχής και ισόρροπη επέκταση της οικονομίας |
econ. | account balanced by definition | λογαριασμός ισοσκελισμένος εξ ορισμού |
agric., mech.eng. | air balancing | εξισορρόπηση παροχής |
transp., mech.eng. | assembly balancing spring | ελατήριο συνολικής ισοστάθμισης |
econ. | assets and liabilities corresponding to consolidated clearing balances | απαιτήσεις και υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε ενοποιημένα υπόλοιπα clearing |
transp., mech.eng. | assy balancing spring | ελατήριο συνολικής ισοστάθμισης |
commun. | asynchronous balanced mode | ισότιμος ασύγχρονος τρόπος λειτουργίας |
fin., econ. | available balances of contributions | διαθέσιμα υπόλοιπα των συνεισφορών |
fin. | average daily balances | μέσα ημερήσια υπόλοιπα |
econ. | balance sheet | ισολογισμός |
fin. | balanced accounts | κλεισμένοι λογαριασμοί |
el. | balanced aggregate signal | εξισορροπημένο σύνθετο σήμα |
transp. | balanced aileron | ζυγοσταθμισμένο πτερύγιο κλίσεων |
el. | balanced amplifier | εξισορροπημένος ενισχυτής |
el. | balanced amplifier | Ισοσταθμισμένος ενισχυτής |
social.sc. | balanced approach | ισόρροπη προσέγγιση |
med. | balanced articulation | ισορροπημένη άρθρωσις |
IT, el. | balanced attenuator | συμμετρικός εξασθενητής |
agric., mech.eng. | balanced axle | ταλαντευόμενος άξονας |
math. | balanced bootstrap | ισορροπημένο bootstrap |
el. | balanced bridge interferometer switch | συμβολομετρικός μεταγωγέας ισοσταθμισμένης γέφυρας |
el. | balanced bridge interferometric switch | συμβολομετρικός μεταγωγέας ισοσταθμισμένης γέφυρας |
market. | balanced budget | εξισορροπημένος προϋπολογισμός |
fin. | balanced budget multiplier | πολλαπλασιαστής ισοσκελισμένου προϋπολογισμού |
econ. | balanced budget rule | κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού |
IT, el. | balanced circuit | ισοσταθμισμένο κύκλωμα |
IT | balanced code | ισοσταθμισμένος κώδικας |
law | balanced composition | ισορροπημένη σύνθεση |
IT | balanced computing | ισόρροπη επεξεργασία δεδομένων |
IT | balanced computing | αντισταθμιζόμενος υπολογισμός |
stat., scient. | balanced confounding | ισόρροπη σύμμιξη |
math. | balanced confounding | ισόρροπη σύγχυση |
industr., construct. | balanced construction | εξισορροπημένη κατασκευή |
mater.sc. | balanced construction | ισοζυγισμένη κατασκευή κατά στρώσεις |
earth.sc., el. | balanced converter | ισοσταθμισμένος μετατροπέας συχνότητας |
earth.sc., el. | balanced converter | ισοσταθμισμένος μεταλλάκτης |
agric. | balanced-cup fruit grader | ταξινομητής με ζυγό |
agric. | balanced-cup fruit grader | ταξινομητής με αιωρούμενα δοχεία |
IT | balanced data processing | ισόρροπη επεξεργασία δεδομένων |
IT | balanced data processing | αντισταθμιζόμενος υπολογισμός |
pharma., coal. | balanced diet | ισορροπημένη διατροφή |
med. | balanced diet | ισορροπημένη δίαιτα |
stat., scient. | balanced differences | ισόρροπες διαφορές |
math. | balanced differences | ισορροπημένες διαφορές |
fin. | balanced distribution of holdings | ισόρροπη κατανομή διαθεσίμων περιουσιακών στοιχείων |
chem., el. | balanced door | πόρτα με αντίβαρο |
chem., el. | balanced door | ισοσταθμισμένη πόρτα |
polit., econ. | balanced economic growth | ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη |
IT, tech. | balanced error | Αντισταθμιζόμενο σφάλμα |
IT, dat.proc. | balanced error | ισοσταθμισμένο σφάλμα |
stat., scient. | balanced factorial experimental design | σχεδιασμός ισόρροπου παραγοντικού πειράματος |
stat. | balanced factorial experimental design | ισόρροπη παραγοντικό πειραματικό σχεδιασμό |
agric. | balanced feeding | ισορροπημένη διατροφή |
transp. | balanced field length | ισορροπημένο μήκος διαδρόμου |
commun. | balanced filter | ζυγοσταθμισμένο φίλτρο |
earth.sc., mech.eng. | balanced flow | ισοσταθμισμένη ροή |
chem., el. | balanced flue duct | αγωγός συνδεμένος με διάταξη αέρα-απαερίων |
chem., el. | balanced flue nozzle | εξωτερικό στόμιο διάταξης αέρα-απαερίων |
chem., el. | balanced flue terminal | διάταξη αέρα-απαερίων |
chem., el. | balanced-flued gas heater | αεροθερμαντήρας ισορροπημένου ελκυσμού |
fin. | balanced fund | εξισορροπημένο αμοιβαίο κεφάλαιο |
fin. | balanced fund management | εξισορροπημένη διαχείριση αμοιβαίου κεφαλαίου |
transp., construct. | balanced gate | ισοζυγισμένο θυρόφραγμα |
construct. | balanced gate | ισοζυγισμένη βάνα |
transp., construct. | balanced gate with multiple transoms and multiple vertical frames | ισοζυγισμένο θυρόφραγμα με ράβδους ενίσχυσης και πολλαπλούς ορθοστάτες |
transp., construct. | balanced gate with multiple vertical frames | ισοζυγισμένο θυρόφραγμα με πολλαπλούς ορθοστάτες |
transp., construct. | balanced gate with separate transoms | ισοζυγισμένο θυρόφραγμα με ανεξάρτητες ράβδους ενίσχυσης |
econ. | balanced growth | ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση |
met. | balanced housing | περίβλημα αντιστάθμισης |
stat., scient. | balanced incomplete block | ισόρροπο ελλειπές μπλοκ |
math. | balanced incomplete block | ισόρροπη ελλιπή μπλοκ |
tech. | balanced input | συμμετρική είσοδος |
IT, el. | balanced input impedance | σύνθετη αντίσταση ισοσταθμισμένης εισόδου |
commun. | balanced interchange circuit | ισοσταθμισμένο κύκλωμα ανταλλαγής |
fin. | balanced investment strategy | εξισορροπημένη επενδυτική στρατηγική |
stat., scient. | balanced lattice square | ισόρροπο κιγκλιδωτό τετράγωνο |
stat. | balanced lattice square | ισόρροπη τετραγωνικά πλέγματα |
el. | balanced line | συμμετρική γραμμή |
el. | balanced line | εξισορροπημένη γραμμή |
commun., mater.sc., el. | balanced load | συμμετρικό ηλεκτρικό φορτίο |
commun., mater.sc., el. | balanced load | ισοσταθμισμένο ηλεκτρικό φορτίο |
el. | balanced mixer | ισορροπημένος μίκτης |
el. | balanced mode of operation | συμμετρικός τρόπος τροφοδοσίας |
el. | balanced modulator | συμμετρικός διαμορφωτής |
el. | balanced modulator | εξισορροπημένος διαμορφωτής |
el. | balanced module | ισοσταθμισμένο δομοστοιχείο |
fin. | balanced mutual fund | εξισορροπημένο αμοιβαίο κεφάλαιο |
mech.eng., construct. | balanced needle valve | ισοζυγισμένη βελονοειδής δικλείς |
med. | balanced occlusion | ισοζυγισμένη σύγκλεισις |
el. | balanced output | συμμετρική έξοδος |
el. | balanced output feeder | τροφοδότηση συμμετρικής εξόδου |
industr., construct. | balanced panel | εξισορροπημένο φύλλο |
social.sc. | balanced participation of women and men | ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών |
transp., mech.eng. | balanced piston | έμβολο ισορροπημένων πιέσεων |
med. | balanced polymorphism | ισόρροπος πολυμορφισμός |
el. | balanced polyphase source | ισοσταθμισμένη πολυφασική πηγή |
el. | balanced polyphase system | συμμετρικό,εν ισορροπία |
el. | balanced polyphase system | ισοσταθμισμένο πολυφασικό σύστημα |
el. | balanced 2-port network | ισορροπημένο δίθυρο δίκτυο |
insur. | balanced portfolio | ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο κινδύνων |
market. | balanced positions | εξισορροπημένες συναλλαγματικές θέσεις |
met. | balanced pressure blowpipe | καυστήρας συγκολλήσεως εξισορροπημένης πιέσεως |
met. | balanced pressure regulator | ρυθμιστής σταθερής πίεσης |
met. | balanced pressure torch | καυστήρας συγκολλήσεως εξισορροπημένης πιέσεως |
law | balanced progress | ισόρροπη πρόοδος |
agric. | balanced ration | ισορροπημένο σιτηρέσιο |
stat. | balanced repeated replication | ισορροπημένη επαναλαμβανόμενη αντένσταση |
industr. | balanced rimmed steel | αναβράζων χάλυβας |
transp., nautic. | balanced rudder | ισόρροπο πηδάλιο |
transp., nautic. | balanced rudder | ζυγοσταθμισμένο πηδάλιο |
transp. | balanced runway length | ισορροπημένο μήκος διαδρόμου |
med. | balanced salt solution | ισορροπημένο αλατούχο διάλυμα |
math. | balanced sample | ισορροπημένο δείγμα |
comp., MS | balanced scorecard | πίνακας ισορροπηµένης στοχοθεσίας (A business-oriented scorecard that conveys key metrics related to the service and business of providing service. A balanced scorecard contains a balance of operational, financial and quality driven metrics) |
comp., MS | balanced scorecard methodology | μεθοδολογία πίνακα ισορροπηµένης στοχοθεσίας (A scorecard system that adheres to the framework and components established by the Balanced Scorecard Collaborative) |
econ., busin., labor.org. | balanced scorecard methodology | Μέθοδος των Ισόρροπων Δελτίων Επιδόσεων' μέθοδος BSC |
commun., life.sc., chem. | balanced solution | ισόρροπος διάλυσις |
IT, el. | balanced stage | ελκωθητική βαθμίδα |
el. | balanced state of a polyphase network | συμμετρική κατάσταση πολυφασικού δικτύου |
mater.sc., met., tech. | balanced steel | ημικαθησυχασμένος χάλυβας |
mater.sc., met., tech. | balanced steel | ημιαποξειδωμένος ή ημικαθησυχασμένος χάλυβας |
earth.sc., mech.eng. | balanced suction pump | αντλία διπλής ροής |
transp. | balanced surface | αντισταθμισμένη επιφάνεια |
el. | balanced system | συμμετρικό σύστημα |
el. | balanced system | εξισορροπημένο σύστημα |
el. | balanced 2-terminal-pair network | ισοσταθμισμένο τετράπολο |
el. | balanced to earth | συμμετρία ως προς τη γή |
el. | balanced-to-ground | συμμετρία ως προς τη γή |
commun., el. | balanced-to-unbalanced transformer | μετασχηματιστής σύζευξης συμμετρικού με μη συμμετρικό σύστημα ή στοιχείο |
commun., el. | balanced-to-unbalanced transformer | ζεύκτης συμμετρίας-ασυμμετρίας |
commun., el. | balanced-to-unbalanced transformer | μετασχηματιστής συμμετρίας-ασυμμετρίας |
commun., el. | balanced-to-unbalanced transformer | ζεύκτης ζυγοστάθμισης |
market. | balanced trade | ισορροπία στις συναλλαγές |
mech.eng., construct. | balanced traffic | εξισορροπημένη κυκλοφορία |
med. | balanced translocation | ισόρροπη μετατόπιση |
el. | balanced transmission line | εξισορροπημένη γραμμή μεταφοράς |
commun., IT | balanced tree | Β-δένδρο |
commun., IT | balanced tree | ισόρροπο δένδρο |
IT | balanced tree | ισοσταθμισμένο δέντρο |
industr., construct. | balanced twist | ισόρροπη στρίψη |
el. | balanced two-port network | ισορροπημένο δίθυρο δίκτυο |
el. | balanced two-terminal-pair network | ισοσταθμισμένο τετράπολο |
mech.eng. | balanced vane motor | ζυγοσταθμισμένος πτερυγιοφόρος κινητήρας |
earth.sc., mech.eng. | balanced vane pump | ζυγοσταθμισμένη πτερυγιοφόρος αντλία |
earth.sc., mech.eng. | balanced vane pump | αντλία με ζυγοσταθμισμένη πτερωτή |
industr., construct. | balanced veneer | καπλαμάς για κόντρα-πλακέ |
industr., construct. | balanced weave | ισόρροπη ύφανση |
industr., construct., chem. | balanced yarn | Eξισορροπημένο νήμα |
gen. | balances with central banks | διαθέσιμο κεφάλαιο σε κεντρικές τράπεζες |
gen. | balances with post office bank | διαθέσιμο κεφάλαιο σε γραφεία ταχυδρομικών επιταγών |
fin. | balancing accounts | συμψηφιστικοί λογαριασμοί |
transp. | balancing arm | βραχίονας ζυγοστάθμισης |
agric. | balancing band | ανυψωτικός κρίκος άγκυρας |
hobby | balancing beam | δοκός |
commun., IT | balancing bit | δυαδικό ψηφίο ισορρόπησης |
el. | balancing bus | ρυθμίζων ζυγός |
earth.sc., mech.eng. | balancing by disk | ισορροπία με τη βοήθεια δίσκου |
earth.sc., mech.eng. | balancing by drum | ισορροπία με τη βοήθεια τυμπάνου |
mech.eng. | balancing chamber | θάλαμος ισοζυγισμού |
earth.sc., el. | balancing circuit | κύκλωμα ισοστάθμισης |
agric. | balancing clamp | ανυψωτικός κρίκος άγκυρας |
market. | balancing coefficient | συντελεστής εξισορρόπησης |
earth.sc., el. | balancing coil | πηνίο ισοστάθμισης τάσης |
el. | balancing components | στοιχεία εξισορρόπησης |
el. | balancing components | Στοιχεία ισοστάθμισης |
tech., construct. | balancing depth | βάθος ισοζυγισμένης διατομής |
transp., environ., chem. | balancing device | συσκευή εξισορρόπησης |
transp., environ., chem. | balancing device | συσκευή αντιστάθμισης |
energ.ind. | balancing energy | εξισορροπητική ενέργεια |
account. | balancing entry | ισοσκελιστική εγγραφή |
account. | balancing entry | εξισωτική εγγραφή |
tech., mech.eng. | balancing equipment | συσκευή ζυγοσταθμίσεως |
med. | balancing facets | μικραί περιοχαί επί της επιφανείας των οδόντων της μη λειτουργούσης πλευράς αι οποίαι εδημιουργήθησαν λόγω αποτριβής |
earth.sc., mech.eng. | balancing hole | οπή εξισορρόπησης |
econ., fin., account. | balancing item | εξισωτικά μεγέθη |
econ., account., stat. | balancing item | εξισωτικό μέγεθος |
industr., construct., chem. | balancing layer | υλικό στήριξης |
astronaut., transp. | balancing load | Φορτίo ζυγοστάθμισης |
mech.eng. | balancing machine | μηχανισμός ισοστάθμισης |
transp., mech.eng. | balancing machine | συσκευή ζυγοστάθμισης |
industr., construct. | balancing machine | αργαλειός με ρυθμιστή |
industr., construct. | balancing machine | μηχανή ζυγοστάθμισης |
tech. | balancing machine fitted with a machine tool | μηχανή ζυγοστάθμισης με εργαλειομηχανή |
chem., el. | balancing main | αντισταθμιστικός αγωγός |
med. | balancing mechanism | μηχανισμός της ισορροπίας |
IT, el. | balancing network | δικτύωμα συμπλήρωσης |
IT, el. | balancing network | δικτύωμα ισοστάθμισης γραμμής |
commun. | balancing network | αντιζύγιο |
IT, el. | balancing network | δικτύωμα ισοστάθμισης |
commun. | balancing network | ισοδύναμο γραμμής |
el. | balancing network | δικτύωμα προσομοίωσης σύνθετης αντίστασης |
el. | balancing of a distribution network | εξισορρόπηση φάσεων δικτύου διανομής |
earth.sc., mech.eng. | balancing of axial thrust | εξισορρόπηση της αξονικής δύναμης ή ώσης |
environ. | balancing of interest | στάθμιση συμφερόντων |
environ. | balancing of interests Considering, weighing or counterbalancing the competing political or financial concerns of different parts of society, including industries, consumers, trade unions and other groups or organizations | στάθμιση συμφερόντων |
environ. | balancing of interests | στάθμιση συμφερόντων |
earth.sc., transp. | balancing of masses | ισορροπία των μαζών |
earth.sc., transp. | balancing of masses | εξισορρόπηση των μαζών |
el. | balancing operational amplifier | λειτουργικός ενισχυτής εξισορρόπησης |
earth.sc., mech.eng. | balancing orifice | στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι |
energ.ind. | balancing period | περίοδος εξισορρόπησης |
mech.eng. | balancing plate | πλάκα ζυγοστάθμισης |
construct. | balancing pond | δεξαμενή εξ σορρόπησης |
med. | balancing potential | δυναμικό της ισορροπίας |
construct. | balancing regional conurbation | πόλη αντιστάθμισης |
commun., el. | balancing relay | διαφορικός ρωστήρας |
commun., el. | balancing relay | ηλεκτρομαγνητικός διαφορικός ηλεκτρονόμος |
commun., el. | balancing relay | ηλεκτρονόμος διαφορικός |
commun., el. | balancing relay | ρελέ διαφορικός |
commun., el. | balancing relay | διαφορικός ηλεκτρονόμος |
commun., el. | balancing relay | διαφορική προστασία |
construct. | balancing reservoirs | ρυθμιστικαί δεξαμεναί |
transp. | balancing service | συμπληρωματική αμαξοστοιχία εξυπηρέτησης ωρών αιχμής |
transp. | balancing service | επικουρική αμαξοστοιχία |
industr., construct. | balancing sheet | φύλλον αντισταθμίσεως |
med. | balancing side | πλευρά αντιρροπήσεως η άλλη πλευρά της εργαζομένης |
construct. | balancing storage | όγκος αποθήκευσης για εφεδρεία |
commun. | balancing stripe | πλευρική λωρίδα αντιστάθμισης |
environ., tech. | balancing tank | ισοσταθμιστικός ταμιευτήρας |
el. | balancing transformer | μετασχηματιστής εξισορρόπησης |
commun., IT | balancing unit | μονάδα εξισορρόπησης |
IT, el. | balancing unit | εξισορροπητής |
earth.sc., mech.eng. | balancing water | νερό που χρησιμεύει για εξισορρόπηση |
IT | batch balancing | έλεγχος ισοζύγισης κατά παρτίδες |
med. | Biaggi balanced articulator | ισοζυγισμένος αρθρωτήρας Biaggi |
transp. | bicycle equipped with a wheeled balancing-support | δίτροχο ποδήλατο με σταθεροποιητικούς μικρούς πλάγιους τροχούς |
transp. | brake balancing-arm | εγκάρσιος εξισορροπητική ράβδος |
transp. | brake balancing-arm | εγκάρσια εξισορροπητική ράβδος του χειριστηρίου της πέδης |
fin. | budget-balancing resource | πόρος εξισορρόπησης του προϋπολογισμού |
earth.sc., el. | capacity balancing in cables | συσκευή αντιεπαγωγική |
fin. | cash balances | μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο |
fin. | cash balances | πόροι σε μετρητά |
fin. | cash balances | ταμείο |
fin. | cash balances | χρηματικοί πόροι |
fin. | cash balances | χρήμα |
fin. | cash balances | μετρητά |
industr. | centrifugal multiplane balancing machine | φυγοκεντρικό μηχάνημα πολυεπίπεδης ζυγοστάθμισης |
el. | channel balancing | εξισορρόπηση διαύλων |
IT | charge balancing a/d converter | ADC εξισορροπητής φορτίων |
law | checks and balances | σύστημα ελέγχων και ισορροπιών |
law | checks and balances | σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων |
el. | circuit balancing | ισοστάθμιση κυκλώματος |
el. | circuit balancing | εξισορρόπηση κυκλώματος |
fin., polit., loc.name. | Community initiative concerning trans-European cooperation intended to encourage harmonious and balanced development of the European territory | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τη διευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό την ενθάρρυνση της αρμονικής και ισόρροπης ανάπτυξης του ευρωπαϊκού εδάφους |
stat. | completely balanced lattice square | πλήρως ισόρροπο κιγκλιδωτό τετράγωνο |
stat. | completely balanced lattice square | εντελώς ισορροπημένη τετράγωνο πλέγμα |
market. | confirmation of balances | υπόλοιπο |
market. | confirmation of balances | βεβαίωση υπολοίπου λογαριασμού |
econ. | convergence of general budgetary balances | σύγκλιση των γενικών δημοσιονομικών ισορροπιών |
transp. | counter-balanced brake | πέδη με αντίβαρο |
el. | current-balancing components | στοιχεία εξισορρόπησης |
IT | double-balanced mixer | μείκτης διπλής εξισορρόπησης |
el. | double-balanced switched modulator | διαμορφωτής μεταγωγής με διπλή εξισορρόπηση |
mech.eng., construct. | dynamic balancing | δυναμική ζυγοστάθμιση |
industr., construct. | dynamic balancing machine | δυναμική μηχανή για τη ζυγοστάθμιση των μηχανικών τεμαχίων |
health., anim.husb. | Earle's balanced salt solution | μαγιά γαλακτοαλβουμίνης του Earle's |
gen. | Earle's yeast lactalbumin balanced salt solution | ισορροπημένο διάλυμα αλάτων και μαγιάς γαλακτοαλβουμίνης του Earle's |
fin. | facility providing medium-term financial assistance for Member States' balances of payments | στήριξη των ισοζυγίων πληρωμών |
earth.sc., transp. | fore and aft balancing | εξισορρόπηση κατά μήκος |
earth.sc., transp. | fore and aft balancing | ισορροπία κατά μήκος |
earth.sc., transp. | fore and aft balancing | διαμήκης εξισορρόπηση |
fin., econ. | foreign-exchange working balances | τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα |
law | foreign-exchange working balances | τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα |
econ. | foreign-held balances | ρευστά διαθέσιμα διακρατούμενα στο εξωτερικό |
polit. | Framework for Strong, Sustainable and Balanced Growth | πλαίσιο για ισχυρή, βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη |
environ. | Global Legislators Organisation for a Balanced Environment | Παγκόσμια Οργάνωση Νομοθετών για ένα Ισόρροπο Περιβάλλον |
life.sc. | Hank's balanced salt solution | ισορροπημένο διάλυμα αλάτων του Hank's |
astronaut., transp. | horn balanced surface | Επιφάνεια με προεξοχή αντιστάθμισης |
market. | idle balances | αδρανή ρευστά διαθέσιμα |
econ. | inter-bank balances | διατραπεζικά υπόλοιπα |
fin., account. | intra-Eurosystem balances on euro banknotes in circulation | υπόλοιπα εντός του Ευρωσυστήματος που αφορούν τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ |
transp. | knife edges for balancing | ακμές ζυγοστάθμισης |
IT | link access procedure balanced | εξισορροπημένη διαδικασία πρόσβασης ζεύξης |
IT | link access protocol balanced | ισοσταθμισμένο πρωτόκολλο πρόσβασης ζεύξης |
account. | list of closing balances | τελικός ισολογισμός |
market. | list of ledger balances | κατάλογος υπολοίπων των λογαριασμών καθολικού |
account. | list of opening balances | ισολογισμός έναρξης της χρήσης |
law | medium-term financial assistance for balances of payments | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών |
mater.sc., mech.eng. | multiplane balancing machine | μηχάνημα πολυεπίπεδης ζυγοστάθμισης |
gen. | mutual and balanced force reductions | αμοιβαία και ισόρροπη μείωση δυνάμεων |
stat., scient. | nested balanced incomplete block design | δενδροειδής ισόρροπος ελλιπής μπλοκ-σχεδιασμός |
stat. | nested balanced incomplete block design | τοποθετημένο ισορροπημένο ελλιπές σχέδιο φραγμών |
astronaut., transp. | net balancing load | καθαρός φορτίο εξισορρόπησης |
astronaut., transp. | net balancing load | καθαρού φορτίου εξισορρόπησης |
med. | occlusal balancing | αντιρροπιστική οδοντική σύγκλειση |
el. | output-balancing diode | δίοδος ισορρόπισης εξόδου |
el. | output-balancing diode | δίοδος αντιστάθμισης εξόδου |
coal. | oxygen balanced | ισοζυγισμένη σε οξυγόνο εκρηκτική ύλη |
stat., scient. | partially balanced arrays | μερικά ισόρροποι σχηματισμοί |
math. | partially balanced arrays | μερικώς ισορροπημένες σειρές |
stat. | partially balanced incomplete block design | μερικώς ισορροπημένος μη πλήρης σχεδιασμός κατά ομάδες |
math. | partially balanced incomplete block design | μερικώς ισορροπημένο ελλιπές σχέδιο φραγμών |
stat. | partially balanced lattice | μερικώς ισορροπημένο δικτυωτό πλέγμα |
stat., scient. | partially balanced lattice square | μερικά ισόρροπο κιγκλιδωτό τετράγωνο |
stat., scient. | partially balanced linked block design | μερικά ισόρροπος συνδεδεμένος μπλοκ-σχεδιασμός |
math. | partially balanced linked block design | μερικώς ισορροπημένο συνδεμένο σχέδιο φραγμών |
earth.sc., el. | phonetically balanced word | φωνητικά εξισορροπημένη λέξη |
transp., mater.sc. | power balanced rudder | ενεργά ζυγοσταθμισμένο πηδάλιο |
market. | precautionary balances | ρευστά διαθέσιμα διακρατούμενα για λόγους πρόνοιας |
econ., stat. | price and volume indices of aggregate balancing item | δείκτες τιμών και όγκου συνολικών εξισωτικών μεγεθών |
stat. | resolvable balanced incomplete block design | αναλύσιμος ισόρροπος ατελής μπλοκ-σχεδιασμός |
stat. | resolvable balanced incomplete block design | διαχωρίσιμο σχεδιασμός ισόρροπης ατελής μπλοκ |
gen. | rules shall determine the manner in which demand is to be balanced against supply | οι τρόποι για την αντιπαράθεση προσφορών και ζητήσεων καθορίζονται με κανονισμό |
econ. | to secure for the transPort undertakings a properly balanced financial position | εξασφαλίζουν την οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων μεταφορών |
market. | self-balancing accounting | αυτόνομη λογιστική |
econ. | self-balancing scheme on a year to year basis | ισοσκελισμός αφεαυτού σε ετήσια βάση |
stat., scient. | semi-balanced lattice square | μερικά ισόρροπο κιγκλιδωτό τετράγωνο |
stat. | serially balanced sequence | σειριακά ισόρροπη ακολουθία |
math. | serially balanced sequence | σειριακά ισορροπημένη ακολουθία |
IT | set asynchronous balanced mode | τοποθετώ σε ισότιμο ασύγχρονο τρόπο λειτουργίας |
IT | set asynchronous balanced mode | τοποθέτηση σε ισότιμο ασύγχρονο τρόπο λειτουργίας |
IT | set asynchronous balanced mode extended | τοποθετώ σε εκτεταμένο και ισότιμο τρόπο |
IT, el. | side of a balanced circuit | πλευρά ενός ισοσταθμισμένου κυκλώματος |
fin., econ. | single facility providing medium-term financial assistance for Member States' balances of payments | ενιαίος μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών |
fin. | single facility providing medium-term financial assistance for Member States' balances of payments | ενιαίος μηχανισμός μεσοπρόθεσμης χρηματοοικονομικής στήριξης των ισοζυγίων πληρωμών των κρατών μελών |
econ. | stable and balanced economic relations | σταθερές και ισόρρροπες οικονομικές σχέσεις |
mech.eng., construct. | static balancing | στατική ζυγοστάθμιση |
industr., construct. | static balancing machine | στατική μηχανή για τη ζυγοστάθμιση των μηχανικών τεμαχίων |
comp., MS | static load balancing | στατική εξισορρόπηση φόρτου (The process of manually moving a group between nodes to balance the load across the nodes) |
fin. | subsidy for balancing budgets | επιχορήγηση για την εξισορρόπηση προϋπολογισμού |
energ.ind. | system balancing | εξισορρόπηση του συστήματος |
law | system of checks and balances | σύστημα ελέγχων και ισορροπιών |
econ. | the balanced and steady development | η ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη |
econ. | transaction which makes it possible for the accounts to be balanced | συναλλαγή που καθιστά δυνατή την ισοσκέλιση των λογαριασμών |
market. | variances of balances | μεταβολές των κονδυλίων του ισολογισμού |
fin., econ. | working balances | τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα |
econ. | working balances | εν χρήσει υπόλοιπαworking balances |
gen. | writing-off of balances on commitments | εκκαθάριση του υπόλοιπου των αναλήψεων |