English | Greek |
abuse of authority | κατάχρηση εξουσίας |
appeal authority | όργανο προσφυγής |
authorities'power of investigation | αρμοδιότητες έρευνας των αρχών |
authorities with jurisdictions on certain territories | τοπική αυτοδιοίκηση |
authority hierarchy | ιεραρχία υπηρεσίας |
authority of res judicata | δεδικασμένο από οριστική δικαστική απόφαση |
authority to sign | δικαίωμα υπογραφής |
be entitled to protection by the diplomatic or consular authorities of any Member State | απολαύω της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους |
breach of warranty of authority | υπέρβαση των ορίων της εξουσίας προς αντιπροσώπευση |
budgetary authority | αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή |
budgetary authority | αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή |
Central Authority | κεντρική αρχή |
central authority | κεντρική αρχή |
civil liability of public authorities | αστική ευθύνη του Δημοσίου |
Common programme for the exchange and training of, and cooperation between, law enforcement authorities | Κοινό πρόγραμμα για ανταλλαγές, εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου |
Common Programme for the exchange and training of, and cooperation between, law enforcement authorities | κοινό πρόγραμμα για ανταλλαγές, εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου |
common programme for the exchange and training of,and cooperation between,law enforcement authorities | κοινό πρόγραμμα για ανταλλαγές,εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου |
common programme for the exchange and training of,and cooperation between,law enforcement authorities | πρόγチαμμα OISIN |
competent authorities | αρμόδιες αρ?ές |
competition authority | αρχή ανταγωνισμού |
control by the customs authorities | τελωνειακός έλεγχος |
control by the customs authorities | έλεγχος από τις τελωνειακές αρχές |
cooperation of victims of human trafficking with authorities | συνεργασία με τις αρχές για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών |
cooperation of victims of human trafficking with authorities | συνεργασία με τις αρχές για την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης |
Council Framework Decision on simplifying the exchange of information and intelligence between law enforcement authorities of the Member States of the European Union | Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Crime Victim Compensation and Support Authority | Αρχή αποζημίωσης και συνδρομής των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση |
data protection authority | υπηρεσία προστασίας δεδομένων |
data surveillance authority | υπηρεσία επίβλεψης δεδομένων |
delegation of authority | εκχώρηση εξουσιών |
discretionary authority | διακριτική ευχέρεια |
district administrative authority | περιφερειακή διοικητική αρχή |
financial signing authority | αρμοδιότητα υπογραφής χρηματοοικονομικών εγγράφων |
fiscal authority | εφορία |
fiscal authority | φορολογικές αρχές |
fiscal authority | φορολογική αρχή |
fiscal authority | δημοσιονομική αρχή |
governmental authority | δημόσια αρχή |
governmental supervisory authority | κυβερνητική υπηρεσία επιθεώρησης |
Handbook for police and security authorities concerning cooperation at major events with an international dimension | εγχειρίδιο για τις αστυνομικές αρχές και τις αρχές ασφαλείας όσον αφορά τη συνεργασία σε σημαντικά γεγονότα με διεθνή διάσταση |
to have legal authority | υφίσταται τελεσιδικία |
High Authority | Ανωτάτη Αρχή |
initiation of prosecutions conducted by competent national authorities | κίνηση ποινικών διώξεων που διεξάγονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές |
interference by a public authority | επέμβαση δημόσιας αρχής |
interference by a public authority | παρέμβαση δημόσιας αρχής |
judicial authority | δικαστική αρχή' δικαστήριο |
judicial authority | δικαστικό σώμα |
judicial authority | δικαστική αρχή |
law enforcement authorities | αρχές επιβολής του νόμου |
law enforcement authority | διωκτική αρχή |
law enforcement authority | αρχή καταστολής |
law enforcement authority | αρχή εφαρμογής του νόμου |
law enforcement authority | αρχή επιβολής του νόμου |
law enforcement authority | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή |
legislative authority | νομοθετική αρχή |
licensing authority | υπηρεσία χορήγησης αδειών |
licensing authority | αρχή χορήγησης αδειών |
line authority | ιεραρχική εξουσία |
line authority | εξουσία ιεραρχικά προϊστάμενης αρχής |
local and regional authorities | τοπικές και περιφερειακές αρχές |
misuse of authority | κατάχρηση εξουσίας |
monetary authorities of third countries | νομισματικές αρχές τρίτων χωρών |
national criminal investigation and security authorities | εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τις ποινικές διώξεις και την ασφάλεια |
official authority | δημόσια εξουσία |
parental authority | γονική μέριμνα (patria potestas) |
parental authority | γονική εξουσία |
persuasive authority | νομικό κύρος |
planning authority | αρχή σχεδιασμού |
police and judicial authorities | αστυνομικές και δικαστικές αρχές |
police authority | αστυνομική αρχή |
prosecuting authority | διωκτική αρχή |
prosecutorial authority | διωκτική αρχή |
protective intervention of the public authorities | προστατευτική παρέμβαση της δημόσιας αρχής |
Protocol No.2 to the European Outline Convention on Transfrontier Cooperation between Territorial Communities or Authorities concerning interterritorial co-operation | Πρωτόκολλο αριθ. 2 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ περιοχών |
provisional self-governing authority | Προσωρινή Αρχή Αυτοδιακυβέρνησης |
public authority | δημόσια αρχή |
regional and local authorities | οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης |
regional and local authorities | οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης |
regional, local or other public authorities | περιφερειακές,τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές |
requested authority | αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση |
requested authority | αρμόδια αρχή |
requested authority | αποδέκτρια αρχή |
responsible authority | αρμόδια αρχή |
sale by authority of law | παραχώρηση με δικαστική απόφαση |
supervisory authority | επιβλέπουσα αρχή |
supervisory authority | υπηρεσία επίβλεψης |
Surveillance Authority | όργανο επιτηρήσεως |
system of surrender between judicial authorities | σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών |
tax authorities | φορολογική αρχή |
tax authorities | εφορία |
tax authorities | φορολογικές αρχές |
tax authorities | δημοσιονομική αρχή |
tax authority | φορολογικές αρχές |
tax authority | δημοσιονομική αρχή |
tax authority | εφορία |
tax authority | φορολογική αρχή |
telecommunications authorities | οργανισμοί τηλεπικοινωνιών |
territorial authorities | τοπική αυτοδιοίκηση |
testing authority | εξεταστική αρχή |
the competent authorities shall give their assistance to the Commission | οι αρμόδιες αρχές παρέχουν τη συνδρομή τους στην Eπιτροπή |