DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing at | all forms | exact matches only
EnglishGreek
age at which he is entitled to a retirement pensionσυντάξιμη ηλικία
appropriate signs at workplacesκατάλληλη σήμανση των χώρων εργασίας
burning particle at high speedπυρακτωμένο σωματίδιο που κινείται με μεγάλη ταχύτητα
Code of Practice on the protection of the dignity of women and men at workκώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον
compensation for an accident at workαποκατάσταση των ατυχημάτων εργασίας
compensation for an accident at workαποζημίωση ατυχημάτων εργασίας
dignity at workαξιοπρέπεια στην εργασία
ecology at workοικολογία στην εργασία
European human capital at the dawn of the 21st centuryανθρώπινο κεφάλαιο της Ευρώπης στην αυγή του ΧΧΙου αιώνα
ground staff at airportsπροσωπικό εδάφους στα αεροδρόμια
groups at particular riskομάδες ιδιαίτερου κινδύνου
hour paid at above standard rateπροσαυξημένη ώρα εργασίας
Human Resources in Europe at the Dawn of the 21st Centuryανθρώπινο κεφάλαιο της Ευρώπης στην αυγή του ΧΧΙου αιώνα
MAC at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
maximum allowable concentration at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
negotiation at firm levelδιαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης
participation at group levelσυμμετοχή στον όμιλο επιχειρήσεων
pension for accident at workσύνταξη εργατικού ατυχήματος
person who sustains an accident at workθύμα εργατικού ατυχήματος
programme to improve safety, hygiene and health at work, in particular in small and medium-sized enterprisesΠρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
report on safety at workέκθεση σχετικά με την εργασιακή ασφάλεια
standby duty at place of work or at homeυποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία
supplementary collective bargaining activities at undertaking levelσυμπληρωματική συμβατική δραστηριότητα στο επίπεδο των επιχειρήσεων
threshold limit value at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
threshold value at which physical injury can be expected to occurόριο πέραν του οποίου επέρχονται σωματικές βλάβες
TLV at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
underperformance at workχαμηλή απόδοση στην εργασία
unemployment rate at a historically high levelποσοστό ανεργίας σε πρωτοφανώς υψηλό επίπεδο
work at piece-ratesεργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν