DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing annual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
annual accounts of the ESAετήσιοι λογαριασμοί του ΕΣΟΛ
annual Community priceετήσια κοινοτική τιμή
annual competition reportΈκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού' ετήσια έκθεση για θέματα ανταγωνισμού
annual dataετήσια στοιχεία
annual data linked to the annual input-output tableετήσια στοιχεία που συνδέονται με τον ετήσιο πίνακα εισροών-εκροών
annual fixed chargesσταθεραί ετήσιοι επιβαρύνσεις
Annual Growth Surveyετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης
annual input-output tableετήσιοι πίνακες εισροών-εκροών
annual management accountsετήσιος λογαριασμός διαχείρισης
Annual Meeting of the Board of GovernorsEτήσια Συνέλευση του Συμβουλίου Διοικητών
annual notification for informationετήσια γνωστοποίηση για ενημέρωση
annual payments into pension fundsετήσιες πληρωμές σε συνταξιοδοτικά ταμεία
annual reportέκθεση δραστηριοτήτων
annual salesετήσιος κύκλος εργασιών
annual totalsστοιχεία σε ετήσια βάση
annual turnoverετήσιος κύκλος εργασιών
annual use method of reservoir operationμέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος διά πλήρους ετησίας χρήσεως υδαταποθηκεύσεως
current annual forest per centτρέχον επιτόκιο σηματισμού αξίας
current annual forest percentτρέχον επιτόκιο σηματισμού αξίας
estimation on the basis of a single annual enquiryεκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα
final,more detailed annual dataτελικά πιο αναλυτικά στοιχεία
group annual reportετήσιος απολογισμός του ομίλου
group annual reportετήσια έκθεση εργασιών του ομίλου
holiday pay for annual holidaysετήσιες άδειες
mean annual rate of increaseμέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης
preliminary annual data,compiled prior to the completion of the input-output tableπροκαταρκτικά ετήσια στοιχεία που συγκεντρώνονται πριν την κατάρτιση του πίνακα εισροών-εκροών