DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing additional | all forms | exact matches only
EnglishGreek
additional benefitεπικουρικό επίδομα
additional clause to the agreementσυμπληρωματική ρήτρα του πρωτοκόλλου συμφωνίας
additional consolidated lossσυνολική πρόσθετη ζημία
additional dutyπρόσθετη δασμολογική επιβάρυνση
additional instrumentσυμπληρωματικό μέσον; συμπληρωματικό όργανο
additional instrumentsσυμπληρωματικά όργανα
additional instrumentsσυμπληρωματικά μέσα
additional personal allowanceσυμπληρωματική έκπτωση στους φόρους επί ατομικού εισοδήματος
additional protection for geographical indicationsεπιπρόσθετη προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων
Additional Protocol to the European Convention on State ImmunityΠρόσθετο πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση περί ασυλίας των κρατών
additional reservesσυμπληρωματικά αποθεματικά
additional resourcesπρόσθετοι πόροι
non-protocol additional operationσυμπληρωματική ενέργεια εκτός πρωτοκόλλου