DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing active | all forms | exact matches only
EnglishGreek
active ageοικονομικά ενεργός ηλικία
active ageingπαρατεταμένος επαγγελματικός βίος
active ageingπαράταση του επαγγελματικού βίου
active ageingενεργός γήρανση
active ageing policyπολιτική παράτασης του επαγγελματικού βίου
active employment policyενεργός πολιτική απασχόλησης
active in civil societyδραστήριο μέρος της κοινωνίας των πολιτών
active inclusionενεργητική ένταξη
active labour market policyενεργητική πολιτική της αγοράς εργασίας
active labour market programmeενεργητικό πρόγραμμα για την αγορά εργασίας
active welfare stateενεργό κράτος πρόνοιας
European Year for Active AgeingΕυρωπαϊκό έτος για την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών
European Year for Active Ageing and Intergenerational SolidarityΕυρωπαϊκό έτος για την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών
European Year for Active Ageing and Solidarity between GenerationsΕυρωπαϊκό έτος για την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών
non-active populationμη ενεργός πληθυσμός
pension of the active spouseσύνταξη του ενεργού συζύγου
policy for active ageingπολιτική παράτασης του επαγγελματικού βίου
separate pension granted to the non-active spouseπροσωπική σύνταξη του ανενεργού συζύγου