Subject | English | Greek |
comp., MS | activate-as-activator server | διακομιστής activate-as-activator (A server or running object table object that is not a service or running under a specific user account) |
chem. | activated alumina | ενεργοποιημένη αλουμίνα |
met. | activated alumina | ενεργό οξείδιο αργιλλίου |
ecol., chem. | activated alumina | ενεργή αλουμίνα |
med. | activated atom | ενεργοποιημένο άτομο |
chem. | activated attapulgite | ενεργοποιημένος ατταπουλγκίτης |
coal. | activated bauxite | ενεργοποιημένος βωξίτης |
industr. | activated carbon | ενεργός ·άνθρακας |
environ. | activated carbon A powdered, granular or pelleted form of amorphous carbon characterized by a very large surface area per unit volume because of an enormous number of fine pores | ενεργός άνθρακας |
industr. | activated carbon | άνθρακας ενεργοποιημένος |
mater.sc., industr. | activated carbon | ενεργός άνθρακας |
med. | activated carbon | ενεργοποιημένος άνθρακας |
environ. | activated carbon filter | φίλτρο ενεργού άνθρακα |
environ. | activated carbon from chlorine production | Ενεργός άνθρακας από την παραγωγή χλωρίου |
environ. | activated carbon in drifting stream process | ενεργός άνθρακας σε ρεύμα αέρος |
environ. | activated carbon treatment | κατεργασία με εvεργό άvθρακα |
med. | activated carrier | ενεργοποιημένος φορέας |
chem. | activated charcoal | ενεργός άνθρακας |
industr. | activated charcoal | ενεργός ·άνθρακας |
industr. | activated charcoal | άνθρακας ενεργοποιημένος |
med. | activated charcoal | ενεργοποιημένος άνθρακας |
industr. | activated charcoal adsorber | προσροφητής ενεργού άνθρακα |
earth.sc. | activated charcoal column | στήλη ενεργού άνθρακα |
earth.sc. | activated charcoal delay bed system | σύστημα καθυστερήσεως με κλίνες ενεργού άνθρακα |
earth.sc. | activated charcoal delay system | σύστημα καθυστερήσεως με κλίνες ενεργού άνθρακα |
chem. | activated charcoal filter | φίλτρο ενεργού άνθρακα |
chem. | activated charcoal iodine filter | φίλτρο ενεργού άνθρακα-ιωδίου |
coal. | activated clay | ενεργοποιημένος άργιλος |
health. | activated coagulation time | ενεργοποιημένος χρόνος πήξης |
earth.sc. | activated corrosion product | ενεργοποιημένο προϊόν διαβρώσεως |
coal. | activated diatomite | ενεργοποιημένη πυριτική γη |
coal. | activated earth | ενεργοποιημένη γη |
med. | activated enhancer | ενεροποιημένος ενισχυτής |
coal. | activated fuller's earth | ενεργοποιημένος άργιλος |
fin. | activated guarantee | απαίτηση από εγγύηση |
industr., construct., chem. | activated hardener | ενεργοποιημένος σκληρυντής |
gen. | activated impurity | ενεργοποιημένες ακαθαρσίες |
commun. | activated link | ενεργός ζεύξη |
med. | activated opsin | ενεργοποιημένη οψίνη |
med. | activated opsin | μεταροδοψίνη |
coal. | activated perlite | ενεργοποιημένος περλίτης |
med. | activated precursor | ενεργοποιημένο πρόδρομο |
nucl.phys. | activated primary sodium | ενεργοποιημένο νάτριο του πρωτεύοντος κυκλώματος |
chem. | activated resin | προκαταλυόμενη ρητίνη |
life.sc., environ. | activated sludge | ενεργοποιημένη ιλύς |
nat.sc. | activated sludge | ενεργοποιημένη λάσπη |
environ. | activated sludge Sludge that has been aerated and subjected to bacterial action; used to speed breakdown of organism matter in raw sewage during secondary waste treatment | ενεργοποιημένη ιλύς |
nat.sc. | activated sludge | ενεργοποιημένη βιομάζα |
environ. | activated sludge plant | εγκατάσταση ενεργοποιήσεως των ιλύων |
environ. | activated-sludge process | ενεργοποιημένος αερισμός |
environ. | activated sludge process | μέθοδος ενεργοποιήσεως των ιλύων |
life.sc., environ. | activated sludge respiration inhibition test | έλεγχος για την αναστολή της αναπνοής της ενεργοποιημένης ιλύος |
life.sc., environ. | activated sludge respiration inhibition test | έλεγχος για την αναστολή της οξυγόνωσης της ενεργοποιημένης ιλύος |
life.sc. | activated sludge simulation test | δοκιμασίες προσομοιώσεως ενεργοποιημένης ιλύος |
commun. | activated state | ενεργοποιημένη |
commun. | activated state | κατάσταση F7 |
med. | activated ubiquitin | ενεργοποιημένη ουμπικιτίνη |
earth.sc. | activated water | ενεργοποιημένο νερό |
med. | activating enzyme | ενεργοποιό ένζυμο |
gen. | activating percentage | ποσοστό κατωφλίου |
econ. | activating price | τιμή ενεργοποιήσεως |
econ. | activating price | τιμή ενεργοποίησης |
agric. | activating price | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού παρεμβάσεων |
fin., agric. | activating threshold price | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως |
agric. | activating threshold price for intervention | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού παρεμβάσεων |
agric. | aid activating price | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως |
agric. | aid activating price | τιμή κατωφλίου ενεργοποίησης του καθεστώτος ενισχύσεως |
lab.law. | alarm activated in the absence of the level of protection normally provided | σύστημα προειδοποίησης το οποίο λειτουργεί όταν το επίπεδο προστασίας είναι χαμηλότερο από εκείνο που κανονικά εξασφαλίζεται |
med. | caspase-activated DNase | DΝάση ενεργοποιούμενη από κασπάση |
industr., construct. | cement activating tunnel | φούρνος ενεργοποίησης κόλλας |
industr., construct. | cement activating tunnel | φούρνος ενεργοποίησης κολλητικής ουσίας |
chem. | collisionally activated dissociation | διάσπαση μέσω συγκρούσεων |
mech.eng. | combined aerosol and activated charcoal filter unit | μονάς φίλτρου για ατμοσφαιρικό αιώρημα και φίλτρου από ενεργό άνθρακα |
fin., industr. | Community of Activated Carbon Importing Companies in Europe | ΄Ενωση Εταιρειών Εισαγωγής Ενεργοποιημένου ΄Ανθρακα στην Ευρώπη |
IT, dat.proc. | to de-activate a variable | απενεργοποίηση μεταβλητής |
mech.eng. | device automatically activated during every coupling procedure | διάταξη που ενεργοποιείται αυτόματα σε κάθε διαδικασία σύζευξης |
environ. | diffused air activated sludge plant | εγκατάσταση ενεργού ιλύος με διάχυση αέρα |
environ. | extended aeration activated sludge process | μέθοδος ενεργοποιημένης λάσπης παρατεταμένου αερισμού |
med. | fluorescence-activated cell sorter | φθορισμοενεργοποιούμενος διαχωριστής κυττάρων |
med. | fluorescence-activated cell sorter | κυτταρικός διαλογέας ενεργοποιούμενος από φθορισμό |
gen. | give a slurry of activated carbon in water to drink | δώστε να πιεί ενεργό άνθρακα διαλυμένο σε νερό |
chem. | granular activated carbon | κοκκώδης ενεργός άνθρακας |
construct. | granular material bound with water activated binders | κοκκώδες υλικό με αδρανή κατεργασμένο με υδραυλικές κονίες |
gen. | heat-activated adhesive | κόλλα που ενεργοποιείται με θέρμανση |
gen. | iodine-sampling device with an activated carbon cartridge | διάταξη δειγματοληψίας ιωδίου με φυσίγγιο ενεργού άνθρακα |
transp., polit. | lifebuoy self-activating smoke signal | αυτόματη καπνογόνα συσκευή κυκλικού σωσιβίου |
el. | light-activated SCR | ανορθωτής ελεγχόμενος από ημιαγωγό φωτοενεργοποιούμενος |
el. | light-activated semiconductor-controlled rectifier | ανορθωτής ελεγχόμενος από ημιαγωγό φωτοενεργοποιούμενος |
environ. | low-rate activated sludge process | διεργασία ιλύος χαμηλού βαθμού ενεργοποίησης |
med. | lymphocyte-activating factor | παράγοντας ενεργοποίησης λεμφοκυττάρων |
med. | lymphokine activated killer | λεμφοκύτταρο φονέας ενεργοποιημένο από ιντερλευκίνη |
med. | lymphokine-activated killer cell | κύτταρο LAK |
med. | lymphokine-activated killer cell | λεμφοκινοενεργοποιημένο φονικό κύτταρο |
med. | Macrophage Activating Factor | παράγοντας ενεργοποίησης μακροφάγων |
med. | mitogen-activated protein kinase | κινάση MAP |
med. | mitogen-activated protein kinase | πρωτεϊνική κινάση ενεργοποιούμενη από μιτογόνα |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμή SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμασία SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένος έλεγχος SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένος έλεγχος ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
med. | non-activated lymphocyte | παρθένο λεμφοκύτταρο |
med. | non-activated lymphocyte | μη ενεργοποιημένο λεμφοκύτταρο |
med. | non-activated lymphocyte | αθώο λεμφοκύτταρο |
med. | nuclear factor of activated T cells | πυρηνικός παράγοντας ενεργοποιημένων Τ κυττάρων |
commun. | PH-ACTIVATE | PH-ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ |
met. | radio-activated surface | ραδιενεργοποιημένη επιφάνεια |
med. | receptor-activated channel | δίαυλος ενεργοποιούμενος από υποδοχέα αύλου |
construct. | region to activate | περιοχή επέμβασης |
construct. | region to activate | περιοχή επιδοτούμενης ανάπτυξης |
earth.sc., mech.eng. | return activated sludge pump | αντλία διασποράς λάσπης |
environ. | returned activated sludge | ανακυκλωμένη ενεργοποιημένη ιλύς |
chem., el. | rosin-activated flux | υγρό καθαρισμού ενεργοποιούμενο με κολοφώνιο |
chem., el. | rosin-mildly-activated flux | υγρό καθαρισμού μέτρια ενεργοποιημένο με κολοφώνιο |
transp., el. | self-activating light | αυτόματο φωτιστικό μέσον |
transp., el. | self-activating light | αυτόματο φως |
transp., el. | self-activating light | αυτόματη φωτιστική συσκευή |
life.sc. | semi-continuous activated sludge test | δοκιμασία SCAS |
life.sc. | semi-continuous activated sludge test | δοκιμασία ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | semi-continuous activated sludge unit | διάταξη για τη δοκιμασία ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | semi-continuous activated sludge unit | μονάδα SCAS |
life.sc. | semi-continuous activated sludge unit | μονάδα ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | semi-continuous activated sludge unit | διάταξη για τη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
chem. | solvent-activated adhesive | ενεργοποιημένον προσκολλητικόν μέσον,συγκολλητικόν μέσον ενεργοποιημένον δια διαλύτου |
environ. | spent activated carbon | Χρησιμοποιημένος ενεργός άνθρακας |
environ. | spent activated carbon except 06 07 02 | Εξαντλημένος ενεργός άνθρακας εκτός του 06 07 02 |
environ. | spent activated carbon from flue gas treatment | Εξαντλημένος ενεργός άνθρακας από κατεργασία καυσαερίου |
agric. | threshold activating price | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού παρεμβάσεων |
med. | tumor-derived activated cell | λεμφοκύτταρο til |
environ. | variable rate activated sludge return | μεταβλητός ρυθμός ανακύκλωσης της ενεργοποιημένης ιλύος |
commun. | voice-activated | φωνοενεργοποιούμενο |
el. | voice activated basis | σύστημα ενεργοποιούμενο με τη φωνή |
commun. | voice-activated dialing | φωοενεργοποιούμενη επιλογή |
commun. | voice-activated dialling | φωοενεργοποιούμενη επιλογή |
el. | water-activated battery | μπαταρία ενεργοποιούμενη με νερό |