Subject | English | Greek |
tech., mater.sc. | accidental action | απροσδόκητη δράση |
construct., ed. | Action aimed at young people | Δραστηριότητα - "Κοινό μας: οι νέοι" |
construct. | action area | περιοχή επιδοτούμενης ανάπτυξης |
construct. | action area | περιοχή επέμβασης |
gen. | Action at Union level in the field of satellite personal communications services in the European Union | Δράση σε επίπεδο'Ενωσης στον τομέα των υπηρεσιών δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή'Ενωση |
gen. | action by the Council | παρέμβαση του Συμβουλίου |
life.sc. | action center | κέντρο ατμοσφαιρικής δραστηριότητας |
life.sc. | action centre | κέντρο ατμοσφαιρικής δραστηριότητας |
med. | action current | ρεύμα ενέργειας |
med. | action current | ηλεκτρικό ρεύμα ενέργειας |
med. | action current | βιοηλεκτρικό ρεύμα |
earth.sc. | action device | συσκευή εκτέλεσης |
tech., construct. | action effect | δρώσα καταπόνηση |
social.sc. | Action for employment in Europe: A confidence pact | Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη: σύμφωνο εμπιστοσύνης |
nat.sc. | Action for faster technological integration in Europe | ενέργειες για ταχύτερη τεχνολογική ολοκλήρωση της Ευρώπης |
gen. | action in favour of peace and disarmament | ενέργειες για την ειρήνη και τον αφοπλισμό |
patents. | action in respect of threatened infringement | αγωγή για επαπειλούμενη παραποίηση κοινοτικού σήματος |
relig. | action in the field of regional or minority languages and cultures | ενέργειες στον τομέα των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και πολιτιστικών συνηθειών |
gen. | Action line | Γραμμή δράσεως |
gen. | action managers | υπεύθυvoς δράσης |
earth.sc. | action of blast | κρουστικό κύμα πιέσεως από έκρηξη |
tech. | action on clearing the Danube | δράση για την απόφραξη του Δούναβη |
gen. | action on employment | ενέργεια υπέρ της απασχόλησης |
nat.sc. | action-oriented research programme | πρόγραμμα ειδικής έρευνας |
gen. | Action "Parliaments representing the youth of Europe" | Δράση "Κοινοβούλια εκπροσώπησης της ευρωπαϊκής νεολαίας" |
construct. | Action plan | πρόγραμμα ενεργειών |
gen. | action plan | σ?έδιo δράσης |
gen. | Action Plan for Civilian Aspects of ESDP | Σχέδιο Δράσης για τη διαχείριση μη στρατιωτικών κρίσεων |
gen. | Action Plan for Civilian Aspects of ESDP | Πρόγραμμα Δράσης για τις μη στρατιωτικές πτυχές της ΕΠΑΑ |
obs., econ. | Action plan for coordinated aid to Poland and Hungary | Πολωνία, Ουγγαρία: Ενίσχυση για την οικονομική αναδιάρθρωση |
energ.ind. | Action Plan for Energy Efficiency | Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση |
gen. | Action Plan for ESDP support to Peace and Security in Africa | Σχέδιο δράσης υποστήριξης ΕΠΑΑ για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Αφρική |
gen. | Action Plan for Modernising the Administration of the General Secretariat of the Council | Σχέδιο δράσης για τον εκσυγχρονισμό της Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου |
gen. | Action plan for the exchange between Member State administrations of national officials who are engaged in the implementation of Community legislation required to achieve the internal market | Πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
gen. | Action Plan for the exchange between Member State administrations of national officials who are engaged in the implementation of Community legislation required to achieve the internal market | πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
gen. | Action Plan for the Mediterranean | Πρόγραμμα Δράσης για τη Μεσόγειο |
gen. | Action Plan for the Northern Dimension in the external and cross-border policies of the European Union | Σχέδιο δράσης για τη Βόρεια Διάσταση στις εξωτερικές και διασυνοριακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Action Plan on biological and toxin weapons | σχέδιο δράσης σχετικά με τα βιολογικά και τοξινικά όπλα |
agric. | Action Plan on food price volatility and agriculture | σχέδιο δράσης για την αστάθεια των τιμών των τροφίμων και τη γεωργία |
social.sc., construct. | action plan on the prevention of the urban violence | σχέδιο δράσης για την πρόληψη της βίας των πόλεων |
med. | action potential | δυναμικό ενέργειας |
hobby | Action programme for European Tourism Year 1990 | Πρόγραμμα δράσης για το Ευρωπαϊκό ΖΕτος Τουρισμού1990 |
social.sc., ed., empl. | Action programme for the development of continuing vocational training in the European Community | Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας; Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής εκπαίδευσης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας |
gen. | Action Programme for the Implementation of the Territorial Agenda of the European Union | Πρόγραμμα δράσης για την εφαρμογή της εδαφικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Action Programme for the Mediterranean | Πρόγραμμα Δράσης για τη Μεσόγειο |
social.sc., ed. | Action programme for the promotion of youth exchanges in the Community | Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση των ανταλλαγών νέων μέσα στην Κοινότητα - Πρόγραμμα "Νεολαία για την Ευρώπη" |
social.sc., ed., lab.law. | Action programme for the training and preparation of young people for adult and working life | πρόγραμμα δράσης για την επαγγελματική κατάρτιση των νέων και την προετοιμασία τους για τη ζωή του ενηλίκου και την επαγγελματική ζωή |
social.sc., ed., lab.law. | Action programme for the training and preparation of young people for adult and working life | πρόγραμμα δράσης για την επαγγελματική κατάρτιση των νέων και την προετοιμασία τους για τη ζωή τους ως ενήλικοι και εργαζόμενοι |
social.sc., ed., lab.law. | Action programme for the training and preparation of young people for adult and working life | Πρόγραμμα δράσης για την εκπαίδευση και την προετοιμασία των νέων για την ενήλικη και επαγγελματική ζωή |
social.sc., ed., lab.law. | Action Programme for the vocational training of young people and their preparation for adult and working life | πρόγραμμα δράσης για την επαγγελματική κατάρτιση των νέων και την προετοιμασία τους για τη ζωή του ενηλίκου και την επαγγελματική ζωή |
social.sc., ed., empl. | Action Programme for the Vocational Training of Young People and their Preparation for Adult and Working Life | Πρόγραμμα δράσης για την επαγγελματική κατάρτιση των νέων και την προετοιμασία τους για τη ζωή του ενηλίκου και την επαγγελματική ζωή |
social.sc., ed., lab.law. | Action Programme for the vocational training of young people and their preparation for adult and working life | πρόγραμμα δράσης για την επαγγελματική κατάρτιση των νέων και την προετοιμασία τους για τη ζωή τους ως ενήλικοι και εργαζόμενοι |
social.sc., ed., lab.law. | Action Programme for the vocational training of young people and their preparation for adult and working life | Πρόγραμμα δράσης για την εκπαίδευση και την προετοιμασία των νέων για την ενήλικη και επαγγελματική ζωή |
social.sc. | Action Programme of the Fundamental Social Rights of Older People | Πρόγραμμα Δράσης για τα Θεμελιώδη Κοινωνικά Δικαιώματα των Ηλικιωμένων |
social.sc. | Action Programme on equal opportunities for women | πρόγραμμα δράσης για τις ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες |
social.sc., lab.law. | Action Programme relating to the implementation of the Community Charter of basic social rights for workers | πρόγραμμα δράσης σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων |
social.sc., empl. | Action programme relating to the implementation of the Community charter of basic social rights for workers | Κοινωνικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων |
social.sc. | Action Programme to assist Migrant Workers and their Families | πρόγραμμα δράσης υπέρ των διακινούμενων εργαζόμενων και των οικογενειών τους |
relig., ed., commun. | Action Programme to Promote the Development of the European Audiovisual Industry 1991-1995 | Πρόγραμμα δράσης για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας 1991-1995 |
gen. | action programmes for long-term institution-building and staff development | προγράμματα δράσεων για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των θεσμών και του προσωπικού |
med. | action resulting from affective discharge | δράση προερχόμενη από συγκινησιακή εκφόρτιση |
med. | action spectrum | φάσμα βιολογικής δράσης |
earth.sc. | action spectrum | φάσμα επίδρασης |
med. | action spectrum | φάσμα απόδοσης |
med. | action spectrum | φάσμα δράσης |
chem., el. | action spindle | άξονας εμπλοκής |
gen. | action statement | δήλωση για ανάληψη δράσης |
agric. | action tailored to the market situation | συγκεκριμένο μέτρο |
gen. | action taken against infringements | καταστολή των παραβάσεων |
social.sc. | Action to combat racism and xenophobia | Δράση για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας |
med. | action tremor | δυναμικός τρόμος |
med. | action tremor | εκούσιος τρόμος |
med. | action tremor | κινητικός τρόμος |
med. | action tremor | τελικός τρόμος |
law | additional powers of action | πρόσθετες εξουσίες δράσης |
patents. | to adjudicate on an application relating to the same subject-matter and cause of action | κρίνω αίτηση που έχει το ίδιο το αυτό αντικείμενο και την ίδια την αυτή αιτία |
law | administrative law action | προσφυγή κατ' αντιδικίαν |
law | admissible action | παραδεκτή προσφυγή |
gen. | Advisory Committee on the Community plan of action in the field of radioactive waste | Συμβουλευτική επιτροπή στο θέμα της διαχείρισης του σχεδίου δράσης της Κοινότητας για τα ραδιενεργά απόβλητα |
gen. | advocacy action | δράση προώθησης |
social.sc. | affirmative action | θετική δράση |
gen. | Agenda for Regional Action | Ατζέντα Περιφερειακής Δράσης |
gen. | AMIS EU Supporting Action | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν |
agric. | ancient action of treading out corn | κτύπημα σιτηρών |
med. | antagonistic action | ανταγωνισμός |
med. | antipyretic action | αντιπυρετική δράση |
gen. | anti-submarine action | ανθυποβρυχιακή ενέργεια |
social.sc. | assertive action | θετική δράση |
med. | automatic action | αυτόματη απάντηση |
med. | automatic action | αντανακλαστική απάντηση |
social.sc., food.ind. | Baby Milk Action Coalition | ΄Ενωση δράσης για το γάλα των βρεφών |
life.sc. | bark affected by action of frost | φλοιός προσβεβλημένος από παγετό |
gen. | Basic Action Unit | Ομάδες βάσης |
social.sc. | Beijing Platform for Action | πλατφόρμα δράσης του Πεκίνου της 4ης παγκόσμιας διάσκεψης για τις γυναίκες |
social.sc. | Beijing Platform for Action | πλατφόρμα δράσης του Πεκίνου |
social.sc. | Beijing Platform for Action of the Fourth World Conference on Women | πλατφόρμα δράσης του Πεκίνου |
social.sc. | Beijing Platform for Action of the Fourth World Conference on Women | πλατφόρμα δράσης του Πεκίνου της 4ης παγκόσμιας διάσκεψης για τις γυναίκες |
med. | biological action | βιολογική δράση |
med. | biological action spectrum | φάσμα βιολογικής δράσης |
energ.ind. | Biomass action plan | Σχέδιο δράσης για τη βιομάζα |
life.sc., R&D. | Biotechnology Action Programme | Πολυετές πρόγραμμα έρευνας για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στον τομέα της βιοτεχνολογίας 1985-1989 |
med. | biphasic action potential | διφασικό δυναμικό ενέργειας |
life.sc. | blocking action | φραγμός |
earth.sc., transp., mater.sc. | brake action | επενέργεια του φρένου |
earth.sc., transp., mater.sc. | brake action | πέδηση |
earth.sc., transp., mater.sc. | brake action | φρενάρισμα |
earth.sc., transp., mater.sc. | brake action | επενέργεια της πέδης |
patents. | to bring an action | ασκώ αγωγή |
life.sc., chem. | buffer action | Ρυθμιστική ικανότητα |
med. | buffer action | ρυθμιστική δράση |
gen. | ...calls for concerted action in order to | ...απαιτεί συντονισμένη δράση για να |
life.sc. | capillary action | τριχοειδής ιδιότητα |
med. | capillary action | τριχοειδική ενεργότητα |
life.sc., agric. | capillary action | τριχοειδική δράση |
med. | capillary action | τριχοειδικότητα |
med. | cardiac action | λειτουργία της καρδιάς |
chem. | catalytic action | καταλυτική αντίδραση |
earth.sc. | cataract action | ενέργεια καταρράκτου |
life.sc. | centers of action of the atmosphere | κέντρα ενέργειας της ατμόσφαιρας |
life.sc. | centre of action | κέντρο ατμοσφαιρικής δραστηριότητας |
law | certain classes of action or proceeding | ορισμένες κατηγορίες προσφυγών |
social.sc., health. | Chemical Action Task Force | ομάδα δράσης για τα χημικά προϊόντα |
chem. | cleansing action | ενέργεια καθαρισμού |
energ.ind. | Climate Action and Renewable Energy Package | πακέτο Μπαρóζο |
energ.ind. | Climate Action and Renewable Energy Package | δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές |
law | collective action | συλλογική προσφυγή |
earth.sc., lab.law., mech.eng. | collective action | συλλογική αγωγή |
gen. | Commercial Action Committee | Επιτροπή Εμπορικής Δράσης |
relig. | Committee for Cultural Action | Επιτροπή Πολιτιστικής Δράσης |
energ.ind. | Committee for implementation of the multiannual programme for action in the field of energy "Intelligent Energy - Europe" | Επιτροπή για την εφαρμογή του πολυετού προγράμματος δράσεων στο πεδίο της ενέργειας "Ευφυής ενέργεια - Ευρώπη" |
gen. | Committee on the Community action programme in the field of civil protection | Επιτροπή του κοινοτικού προγράμματος δράσης στον τομέα της πολιτικής άμυνας |
gen. | Committee on the Community action programme to combat discrimination | Επιτροπή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων |
gen. | Committee on the consultation procedure on relations between Member States and third countries in shipping matters and on action relating to such matters in international organizations and the authorization procedure for agreements concerning maritime transport | Επιτροπή για τη διαδικασία διαβουλεύσεων για τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών σε ναυτιλιακά θέματα και για τις συναφείς προς τα θέματα αυτά ενέργειες σε διεθνείς οργανισμούς και, αφετέρου, διαδικασία εξουσιοδότησης για την σύναψη συμφωνιών που αφορούν θαλάσσιες μεταφορές |
gen. | Committee on the second phase of the Community action programme in the field of education Socrates II | Επιτροπή για το δεύτερο στάδιο του κοινοτικού προγράμματος δράσης στοω τομέα της εκπαίδευσης Σωκράτης II |
construct. | common action | από κοινού δράση |
gen. | Community action for analysis, research, cooperation and action in the field of employment | Κοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση,την έρευνα,τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης |
hobby, agric. | Community Action for R ural Tourism | Κοινοτικές δράσεις προς όφελος του αγροτικού τουρισμού |
hobby | Community Action for Rural Tourism | Κοινοτική δράση υπέρ του αγροτικού τουρισμού |
gen. | Community action in the field of forecasting and assessment in science and technology | Κοινοτική δράση πρόβλεψης και εκτίμησης στον τομέα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας |
med. | Community action in the field of information technology and telecommunications applied to health care-Advanced informatics in medicine-Exploratory action | Κοινοτική δράση στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών και των τηλεπικοινωνιών που εφαρμόζονται σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη-προηγμένη πληροφορική στον τομέα της ιατρικής-διερευνητική δράση |
nat.res. | Community Action Plan on the Protection and Welfare of Animals | κοινοτικό σχέδιο δράσης για την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων |
social.sc. | Community action programme "European voluntary service for young people" | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία των νέων" |
social.sc. | Community action programme - European voluntary service for young people | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία για τους νέους" |
social.sc., health. | Community action programme for disabled people | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την αποτελεσματικότερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας |
gen. | Community action programme for the creation of trans-European infrastructure networks | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων υποδομών |
social.sc., lab.law. | Community action programme for the vocational rehabilitation of handicapped persons | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσεως για την επαγγελματική επαναπροσαρμογή των μειονεκτούντων ατόμων |
social.sc., ed. | Community action programme for youth | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Νεολαία" |
gen. | Community action programme in the field of civil protection | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης στον τομέα της πολιτικής προστασίας |
relig. | Community action programme in the field of cultural heritage | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομίας; πρόγραμμα RAPHAEL |
social.sc. | Community action programme on the accessibility of transport to persons with reduced mobility | κοινοτικό πρόγραμμα δράσεως για τη συμμετοχή προσώπων με μειωμένη κινητικότητα στην κυκλοφορία |
social.sc. | Community action programme on the promotion of equal opportunities for women 1982-85 | Πρόγραμμα για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών για τις γυναίκες1982-1985 |
med. | Community action programme on toxicology for health protection | Πρόγραμμα δράσης της Κοινότητας στον τομέα της τοξικολογίας με σκοπό την προστασία της υγείας |
social.sc. | Community Action Programme to combat discrimination | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων |
gen. | Community action programme to promote the integration of refugees | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ένταξης των προσφύγων |
med. | Community action to combat the use of drugs, including the abuse of medicinal products, particularly in sport | Κοινοτική δράση καταπολέμησης της φαρμακοδιέγερσης,συμπεριλαμβανομένης της κατάχρησης φαρμάκων,στον αθλητισμό |
gen. | Community development and demonstration action in the field of open and distance learning | Κοινοτική δράση ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκμάθησης |
tax. | Community programme of action on the subject of the vocational training of customs officials | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων |
gen. | Community Programme of Policy and Action in relation to the Environment and Sustainable Development "Towards sustainability" | κoιvoτικό πρόγραμμα πoλιτικής και δράσης σχετικά με τo περιβάλλov και τηv αειφόρo αvάπτυξη "Στόχoς η αειφoρία" |
gen. | Community regional action | περιφερειακή δράση της Κοινότητας περιφερειακή ενέργεια της Κοινότητας |
chem. | Community rolling action plan for substance evaluation | κυλιόμενο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την αξιολόγηση των ουσιών |
social.sc. | Community specific action programme on the fight against poverty | ειδική κοινοτική δράση για την καταπολέμηση της φτώχειας |
gen. | complementary action | συμπληρωματική δράση |
gen. | complementary action | δράση συμπλήρωσης |
construct. | composite action | σύνθετος ενέργεια |
life.sc., tech. | Concerted Action Committee on Bioengineering | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Βιοϊατρική Μηχανική, Τεχνολογική Αξιολόγηση, Μεταφορά και Τυποποίηση ; Βιοϊατρική Μηχανική |
life.sc., tech. | Concerted Action Committee on Bioengineering, Technology Evaluation, Transfer and Standardisation | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Βιοϊατρική Μηχανική, Τεχνολογική Αξιολόγηση, Μεταφορά και Τυποποίηση ; Βιοϊατρική Μηχανική |
gen. | concerted European action on magnets | συντονισμένη ευρωπαϊκή δράση σε μαγνήτες |
nat.sc. | concerted European action on permanent magnets | εναρμονισμένη ευρωπαϊκή δράση στον τομέα των μόνιμων μαγνητών |
gen. | consistency of the Union's external action | συνοχή της εξωτερικής δράσης της Ένωσης |
chem. | contact action | δράση επαφής |
agric. | continuous action atomizer | ψεκαστήρας χειρός |
agric. | continuous action atomizer | ψεκαστήρας με χειροκίνητο έλεγχο |
agric. | continuous action atomizer | ψεκαστήρας με συντηρούμενη πίεση |
gen. | Continuous action controller | Ελεγκτής διαρκούς λειτουργίας |
med. | continuous action hormone implant | ορμονικό εμφύτευμα παρατεινόμενης ενέργειας |
social.sc. | Convention concerning the Prohibition and Immediate Action for the Elimination of the Worst Forms of Child Labour | Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τους |
gen. | coordinating action | συντονιστική δράση |
gen. | coordinating action | δράση συντονισμού |
law | coordination, organisation and implementation of investigative and operational action | συντονισμός, διοργάνωση και διεξαγωγή ερευνών και επιχειρησιακών δράσεων |
gen. | Core Action Programme | Κεντρικό Πρόγραμμα Δράσης |
gen. | Council and Commission Action Plan implementing the Hague Programme on strengthening freedom, security and justice in the European Union | Σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εφαρμογή του Προγράμματος της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
obs., commun. | Council Directive 89/552/EEC on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the pursuit of television broadcasting activities | οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα" |
gen. | Council of Europe Convention on action against trafficking in human beings | Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων |
law | counter-action | ανταγωγή |
med. | cumulative action | αθροιστική δράση |
med. | cumulative action | επισωρευτική επίδραση |
med. | cumulative action | αθροιστική επίδραση |
med. | cumulative action | επίδραση συσσώρευσης |
gen. | dashpot action | δράση αποσβεστήρα βίαιας προσκρούσεως |
gen. | Decision action | Ενέργεια απόφασης |
chem. | delayed action electric detonator | βραδύς ηλεκτρικός πυροκροτητής |
earth.sc., el. | delayed-action fuse | ασφάλεια με χρονυστέρηση |
patents. | derogatory action which would be prejudicial to the author's honor or reputation | προσβολή ενός έργου που θίγει την τιμή ή την φήμη του δημιουργού του |
tech., construct. | design action effect | δράση σχεδιασμού |
tech., construct. | design action effect | διαστατική καταπόνηση |
gen. | Determination of curative action against larvae of Anobium punctatum Laboratory method; de geer | Προσδιορισμός της κατασταλτικής δράσεως εναντίον των προνυμφών του Anobium punctatum de geer, Εργαστηριακή μέθοδος |
gen. | Determination of eradicant action against Hylotrupes bajulus Linnaeus larvae Laboratory method | Προσδιορισμός της κατασταλτικής δράσεως εναντίον των προνυμφών του Hylotrupes bajulus Linnaeus, Εργαστηριακή μέθοδος |
gen. | Determination of the preventive action against Lyctus Brunneus Laboratory method; Stephens | Προσδιορισμός της προληπτικής δράσεως κατά του εντόμου Lyctus Brunneus Stephens, Εργαστηριακή μέθοδος |
chem. | to detonate under the action of a striker | εκρήγνυμαι με τη βοήθεια επικρουστήρα |
earth.sc. | differential transformer action | επενέργεια διαφορικού μετασχηματιστού |
law | direct action | ευθεία αγωγή |
law | direct action by the injured party against the insurer | αγωγή του ζημιουμένου κατά του ασφαλιστή |
obs., commun. | Directive 89/552/EEC of 3 October 1989 of the European Parliament and of the Council on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the provision of audiovisual media services Audiovisual Media Services Directive | οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα" |
social.sc. | Disability Action Plan 2004-2010 | Σχέδιο δράσης για τα άτομα με αναπηρίες 2004-2010 |
gen. | disciplinary action | πειθαρχική ποινή |
gen. | disciplinary action | πειθαρχική κύρωση |
gen. | Discontinuous action controller | Ασυνεχής ελεγκτής ενεργειών |
med. | distant local action | τοπικές αντιδράσεις σε απόσταση |
earth.sc., el. | double-action switch | διακόπτης διπλής ενέργειας |
law | duplication of the procedure before action | διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής που ακολουθήθηκε δύο φορές |
tech., construct. | dynamic action | δυναμική δράση |
gen. | early action | έγκαιρη αντίδραση |
chem. | electrochemical valve action | δράση ηλεκτροχημικής βαλβίδας |
med. | electrolyte osmotic action | ωσμωτική δραστηριότητα του ηλεκτρολύτη |
law, lab.law. | employer's unilateral action | ετεροβαρής πράξη του εργοδότη |
energ.ind. | Energy Action Plan | ενεργειακό πρόγραμμα δράσης |
earth.sc., construct. | energy dissipation action | φαινόμενον διασκεδασμού ενεργείας |
energ.ind. | Energy Efficiency Action Plan | εθνικό σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση |
earth.sc., construct. | energy-reducing action | φαινόμενον διασκεδασμού ενεργείας |
gen. | enforcement action | αστυνόμευση |
gen. | ENP Action Plan | σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας |
med. | erythema action spectrum | φάσμα ερυθηματικής δράσης |
med. | erythemal action | ερυθηματώδης δράση |
med. | erythemal action spectrum | φάσμα ερυθηματικής δράσης |
gen. | EU Action Plan on combating terrorism | Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας |
gen. | EU Action Plan on Human Rights and Democracy | Σχέδιο δράσης της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία |
gen. | EU Agenda for Action on the MDGs | θεματολόγιο δράσης της ΕΕ για τους ΑΣΧ |
energ.ind. | EU Energy Security and Solidarity Action Plan | Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την ενεργειακή ασφάλεια και αλληλεγγύη |
gen. | EU Plan of Action on Combating Terrorism | Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | δράσης&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | ΕΕ &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | το &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | ρόλο&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | για&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | της &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | ισότητας &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | φύλων&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | χειραφέτησης &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | γυναικών &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | ανάπτυξη |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | Σχέδιο δράσης για θέματα φύλου |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | στην&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | των&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | και&1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | των &1 |
social.sc. | EU Plan of Action on Gender Equality and Women's Empowerment in Development | Σχέδιο &1 |
med. | euphoriant action | ευφορική δράση |
social.sc., health. | European Action on Disability | Ευρωπαϊκή δράση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες |
gen. | European Capabilities Action Plan | Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τις Δυνατότητες |
gen. | European Capability Action Plan | Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τις Δυνατότητες |
social.sc., lab.law. | European Community action programme for the long term unemployed | πρόγραμμα δράσης υπέρ των μακροχρόνια ανέργων |
social.sc., empl. | European Community Action Programme for the Long-term Unemployed | Πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων |
law | European External Action Service desk | μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης |
gen. | European Neighbourhood Policy Action Plan | σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας |
social.sc. | European Parliament action programme to redress the balance | πρόγραμμα δράσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την επίτευξη μεγαλύτερης ισορροπίας |
social.sc. | European programme on action to combat poverty | ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της φτώχειας |
gen. | European Union civilian-military supporting action to the African Union mission in the Darfur region of Sudan | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν |
gen. | European Union military coordination action in support of UN Security Council resolution 1816 | Δράση στρατιωτικού συντονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της απόφασης 1816 2008 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών |
social.sc. | European Year of action to combat violence against women | Eυρωπαϊκό έτος κατά της βίας εις βάρος των γυναικών |
mater.sc. | failure corrective action report | αναφορά διορθωτικών ενεργειών βλάβης |
gen. | failure to take action | παράλειψη λήψης απόφασης |
med. | Field Safety Corrective Action | επιτόπιο διορθωτικό μέτρο ασφάλειας |
chem. | final regulatory action | οριστική ρυθμιστική πράξη |
patents. | First action plan for Innovation in Europe | Πρώτο σχέδιο δράσης για την καινοτομία στην Ευρώπη |
tech., construct. | fixed action | σταθερή δράση |
agric. | Forestry Action Programme | Πρόγραμμα Δασικής Δράσης |
agric. | forestry action programme | πρόγραμμα δράσης στο δασικό τομέα |
gen. | Framework for Community action in the field of public health | Πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
tech., construct. | free action | ελεύθερη δράση |
life.sc. | frost action | δράση παγετού |
agric. | fumigant action | δράση με ατμούς |
social.sc. | Gender Action Plan | το &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | των &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | της &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | Σχέδιο &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | για&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | γυναικών &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | δράσης&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | και&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | στην&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | ρόλο&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | ισότητας &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | ανάπτυξη |
social.sc. | Gender Action Plan | ΕΕ &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | των&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | χειραφέτησης &1 |
social.sc. | Gender Action Plan | φύλων&1 |
social.sc. | Gender Action Plan | Σχέδιο δράσης για θέματα φύλου |
gen. | general action programmes | προγράμματα γενικών δράσεων |
earth.sc., transp. | to graduate the brake action | σφίγγω βαθμιαία το φρένο |
earth.sc., transp. | to graduate the brake action | διαβαθμίζω την ενέργεια της πέδης |
law, IT | Green Paper - Legal protection for encrypted services in the internal market - Consultation on the need for community action | Πράσινο Βιβλίο για τη νομική προστασία των κρυπτογραφημένων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά - Διαβούλευση για την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης |
patents. | Green Paper on copyright and the challenge of technology - Copyright issues requiring immediate action | Πράσινη βίβλος για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και την τεχνολογική πρόκληση - Προβλήματα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση |
gen. | Guidelines for strengthening operational co-ordination and communication of EU action in the Western Balkans | Kατευθυντήριες γραμμές για την ενίσχυση του επιχειρησιακού συντονισμού και της επικοινωνίας στη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια |
gen. | Hague Action Plan | Σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εφαρμογή του Προγράμματος της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
patents. | to have jurisdiction for an action | είμαι αρμόδιος για την εκδίκαση αγωγής |
tech., mech.eng. | high-low action | έλεγχος υψηλής και χαμηλής τιμής |
gen. | Holding action | Ενέργεια διατήρησης |
gen. | horizontal action | οριζόντιο θέμα |
gen. | if action by the Community should prove necessary to | αν ενέργεια της Kοινότητος θεωρείται αναγκαία για |
gen. | immediate action plan | πρόγραμμα αμέσου δράσης |
med. | immunotoxic action | ανοσοτοξική επίδραση |
med. | impulsive action | παρορμητική λειτουργία |
med. | impulsive action | ανεξέλεγκτη συμπεριφορά |
life.sc. | increase of tidal action | ενίσχυση παλιρροϊκής δράσεως |
social.sc. | industrial action | εργατική κινητοποίηση |
social.sc. | industrial action | συνδικαλιστική δράση |
social.sc. | industrial action | εργασιακή κινητοποίηση |
gen. | industrial action | συλλογική δράση |
chem., el. | integral action controller | ολοκληρωτικός ρυθμιστής |
social.sc., UN | International Plan of Action on Ageing | Διεθνές Πρόγραμμα Δράσης υπέρ των ηλικιωμένων |
law | to join as party to the action | προσεπικαλώ στη δίκη |
law | joint action in matters covered by the foreign and security policy | κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
gen. | judgment delivered in action | απόφαση που εκδόθηκε μετά από προσφυγή |
patents. | to justify one's action | αποδεικνύω την κακοπιστία του δικαιούχου |
gen. | key action | κεντρική δράση |
med. | law of mass action | νόμος Guldberg-Waage |
med. | law of mass action | νόμος δράσεως των μαζών |
agric., chem. | lesions of the hepatic mitochondria are caused by the action of parathion | με τη δράση του παραθείου προκαλούνται αλλοιώσεις των ηπατικών μιτοχονδρίων |
earth.sc. | line of action | γραμμή ενέργειας |
tech. | line of action of forces | άξονας επενέργειας των δυνάμεων |
social.sc., lab.law. | Local Employment Development Action Programme | Πρόγραμμα δράσης για την τοπική ανάπτυξη της απασχόλησης |
gen. | mass action product | γινόμενο δράσης μαζών |
gen. | means of action | μέσα δράσης |
gen. | Mediterranean Action Plan | Μεσογειακό πρόγραμμα δράσης |
social.sc. | Medium-term Community action programme concerning the economic and social integration of the economically and socially less privileged groups in society | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα Κοινοτικής δράσης για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων |
social.sc. | Medium-term Community action programme to combat social exclusion and promote solidarity | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την προώθηση της αλληλεγγύης |
gen. | Medium-term social action programme | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής δράσης |
gen. | Member States shall consult each other for the purpose of concerting the action they take | τα Kράτη μέλη συνεννούνται μεταξύ τους,για να συντονίσουν τη δράση τους |
gen. | missing in action | αγνοούμενος πολεμικών επιχειρήσεων |
gen. | missing in action | αγνοούμενος πολέμου |
med. | mitosis-reducing action | αντιμιτωτική δράση |
med. | mode of action of the test substance | τρόπος δράσεως της δοκιμαζομένης ουσίας |
law | moment at which an event occurs or an action takes place | χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως |
med. | monophasic action potential | μονοφασικό δυναμικό ενέργειας |
gen. | Moslem Democratic Action Party | Κόμμα Δημοκρατικής Δράσεως |
gen. | Moslem Party of Democratic Action | Κόμμα Δημοκρατικής Δράσεως |
law, IT | multi-annual European e-Justice action plan 2009-2013 | Πολυετές σχέδιο δράσης 2009-2013 σχετικά με την ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνη |
gen. | Multiannual programme of action in the nuclear sector, relating to the safe transport of radioactive materials and to safeguards and industrial cooperation to promote certain aspects of the safety of nuclear installations in countries currently participating in the Tacis programme | Πολυετές πρόγραμμα δράσεων στον πυρηνικό τομέα σχετικά με την ασφαλή μεταφορά ραδιενεργών υλικών, τους ελέγχους των διασφαλίσεων και τη βιομηχανική συνεργασία ώστε να προωθηθούν ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα Tacis |
life.sc., R&D. | Multiannual Research Action Programme for the European Economic Community in the field of Biotechnology 1985 to 1989 | Πολυετές πρόγραμμα έρευνας για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στον τομέα της βιοτεχνολογίας 1985-1989 |
med. | Multiannual research programme for the European Economic Community in the field of biotechnology-Biotechnology Action Programme | Πολυετές πρόγραμμα έρευνας για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στον τομέα της βιοτεχνολογίας |
gen. | multiregional action | πολυπεριφερειακή ενέργεια |
med. | muscle action potential | μυϊκό δυναμικό ενέργειας |
energ.ind., UN | Nairobi Programme of Action | Πρόγραμμα του Ναϊρόμπι για την ανάπτυξη και τη χρήση νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας |
energ.ind., UN | Nairobi Programme of Action for the Development and Utilization of New and Renewable Sources of Energy | Πρόγραμμα του Ναϊρόμπι για την ανάπτυξη και τη χρήση νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας |
med. | narcotic action | ναρκωτική δράση |
social.sc. | national action plan on social inclusion | Εθνικό σχέδιο δράσης για την κοινωνική ένταξη |
gen. | National Adaptation Programme of Action | εθνικό πρόγραμμα δράσης για την προσαρμογή |
energ.ind. | National Energy Efficiency Action Plan | εθνικό σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση |
gen. | Nationalist Action Party | Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης |
med. | neurotoxic action | νευροτοξική επίδραση |
gen. | operational action | επιχειρησιακή δράση |
gen. | osmotic action | ωσμωτική δράση |
med. | paralysant action | παραλυτική δράση |
gen. | Party for Democratic Action | Κόμμα Δημοκρατικής Δράσεως |
gen. | Party of Democratic Action | Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης |
law, insur. | party that is first to take action | το επιμελέστερο μέρος |
gen. | Paulian action | παυλιανή αγωγή' αγωγή διαρρήξεως' αγωγή διαρρήξεως καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως (actio pauliana) |
law | pending action | εκκρεμής υπόθεση (lis pendens) |
law | pending action | εκκρεμούσα υπόθεση (lis pendens) |
tech., construct. | permanent action | μόνιμη δράση |
gen. | physiological action | φυσιολογική δράση |
gen. | Pilot action Euromanagement-Environment | Πρότυπη δράση Euromanagement-Περιβάλλον |
nat.sc. | pilot project of action research | πρότυπο πρόγραμμα δράσης-έρευνας |
med. | Plan of action against cancer within the framework for action in the field of public health | Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
law, commun., IT | plan of action for setting up an information services market | Σχέδιο δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών |
med. | Plan of action in the framework of the 1991 to 1993 "Europe against AIDS" programme | Σχέδιο δράσης σχετικά με το πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του ΑIDS" 1991-1993 |
gen. | Plan of Action on combating racism, xenophobia, antisemitism and intolerance | Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας |
gen. | Police Action Plan | Πρόγραμμα δράσης στον αστυνομικό τομέα |
gen. | political action units | ΄Οργανα πολιτικής παρέμβασης |
med. | polymerase action | δραστικότητα πολυμεράσης |
social.sc. | positive action | θετική δράση |
social.sc. | positive action for women | θετική ενέργεια υπέρ των γυναικών |
agric. | positive action valve | ελεγχόμενη βαλβίδα |
agric. | positive action valve | ελεγχόμενο επιστόμιο |
agric. | positive action valve | ελεγχόμενη βάνακν. |
tech. | preventive action | προληπτική ενέργεια |
gen. | principle of least action | νόμος της ελαχιστοποίησης του καταναγκασμού |
gen. | proceedings in the principal action | κύρια διαδικασία |
gen. | Programme of action concerning safety, hygiene and health at work | Πρόγραμμα δράσης στο τομέα της ασφάλειας,της υγιεινής και της προστασίας της υγείας στο χώρο εργασίας |
med. | Programme of action of the European Communities against cancer | Πρόγραμμα δράσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του καρκίνου |
med. | programme of action of the European Communities on the environment | Πρόγραμμα Δράσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα του Περιβάλλοντος |
med. | Programme of Community action on health monitoring within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
med. | Programme of Community action on health promotion, information, education and training within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή, ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
gen. | Programme of Community action on health promotion, information, education and training within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
med. | Programme of Community action on injury prevention in the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
med. | Programme of Community action on pollution-related diseases in the context of the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά τις ασθένειες που σχετίζονται με τη ρύπανση εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
social.sc. | programme of Community action the Daphne programme, 2000-2003 on preventive measures to fight violence against children, young persons and women | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης Πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών |
med. | Programme of Community action on rare diseases within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τις σπάνιες ασθένειες εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
med. | Programme of Community action on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
med. | programme of Community action on the prevention of drug dependence | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την πρόληψη της τοξικομανίας |
med. | Programme of Community action on the prevention of drug dependence within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά την πρόληψη της τοξικομανίας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
gen. | Programme of Community Action on the subject of the Vocational Training of Customs Officials | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων |
tax. | Programme of Community action to ameliorate the indirect taxation systems of the internal market | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programme of Community action to ameliorate the indirect taxation systems of the internal market | πρόγραμμα Fiscalis |
tax. | Programme of Community action to ameliorate the indirect taxation systems of the internal market | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programme of Community action to ameliorate the indirect taxation systems of the internal market | πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programme of Community action to reinforce the functioning of the indirect taxation systems of the internal market | πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programme of Community action to reinforce the functioning of the indirect taxation systems of the internal market | πρόγραμμα Fiscalis |
tax. | Programme of Community action to reinforce the functioning of the indirect taxation systems of the internal market | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
gen. | proposal for joint action | πρόταση κοινής δράσης |
gen. | pump-action gun | τυφέκιο τύπου "χράπα-χρούπα" |
gen. | punitive action | πλήγμα ανταπόδοσης |
gen. | punitive action | ανταποδοτικό πλήγμα |
med. | quotient of action | πηλίκο ενέργειας |
agric., chem. | radius of action | φάσμα δραστικότητας |
life.sc. | raising of the water level by the action of wind | υπερύψωση της στάθμης του νερού λόγω ανέμου |
med. | reflex action | αντανακλαστική δράση |
med. | reflex action | αντανακλαστική ενέργεια |
gen. | Regulation establishing common rules and procedures for the implementation of the Union's instruments for external action | κανονισμός σχετικά με τον καθορισμό κοινών κανόνων και διαδικασιών για την εφαρμογή των μηχανισμών εξωτερικής δράσης της Ένωσης |
tech. | remedial action | διορθωτική ενέργεια |
law, fin. | to render the institution liable to civil action | επιφέρω την αστική ευθύνη για το όργανο |
law | reversing the responsability for action | αντιστροφή της διαφοράς |
gen. | revocatory action | παυλιανή αγωγή' αγωγή διαρρήξεως' αγωγή διαρρήξεως καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως (actio pauliana) |
earth.sc., industr., construct. | rope action | φαινόμενον αποσπάσεως |
gen. | safety action | ενέργεια ασφαλείας |
social.sc., empl. | Safety Action for Europe | δράση για την ασφάλεια στην Ευρώπη; πρόγραμμα SAFE |
social.sc., health. | Second Community action programme for disabled people | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες |
social.sc. | second phase of a programme of Community action 2004-2008 to prevent and combat violence against children, young people and women and to protect victims and groups at risk | δεύτερη φάση του προγράμματος κοινοτικής δράσης 2004-2008 σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου πρόγραμμα ΔΑΦΝΗ II |
med. | secondary action | δευτερογενές αποτέλεσμα |
med. | secondary action | δευτερογενής δράση |
med. | secondary action | παρενέργεια |
med. | sense of action | αίσυημα δράσης |
med. | sense of action | αίσθημα ενέργειας,λειτουργίας |
gen. | Shared Cost Action Research Programme 1985 to 1987 on Reactor Safety | Ερευνητικό πρόγραμμα δράσης με από κοινού χρηματοδότηση για την ασφάλεια των αντιδραστήρων 1985-1987 |
chem. | shattering action | συντριπτικό αποτέλεσμα |
chem. | shattering action | εκρηκτικό αποτέλεσμα |
chem. | shattering action | διαρρηκτικό αποτέλεσμα |
chem. | shear action | δράση της κλίσης κατά την απόχυση |
math. | similar action | παρόμοια δράση |
agric. | single-action atomizer | ψεκαστήρας με συντηρούμενη πίεση |
agric. | single-action atomizer | ψεκαστήρας με χειροκίνητο έλεγχο |
agric. | single-action atomizer | ψεκαστήρας χειρός |
agric. | single action disc | απλή δισκοσβάρνα |
agric. | single action disc | δισκοσβάρνα απλής ενέργειας |
agric. | single action disc | δισκοσβάρνα με απλούς δίσκους |
nat.sc., agric. | single action knapsack duster | απλός επιπαστήρας πλάτης |
nat.sc., industr. | snap-action switch | διακόπτης ακαριαίας δράσης |
social.sc. | social action policy | πολιτική κοινωνικής παρέμβασης |
social.sc. | Social action programme | Πρόγραμμα κοινωνικής δράσης |
social.sc. | social action programme | πρόγραμμα κοινωνικής δράσης |
social.sc. | Social Action Programme | πρόγραμμα κοινωνικής δράσεως |
agric. | socio-structural action | κοινωνικοδιαρθρωτικά μέτρα |
earth.sc. | soil susceptible to frost action | έδαφος υποκείμενο σε δράση παγετού |
gen. | Special Action Programme | πρόγραμμα ειδικής δράσης |
energ.ind. | Special Action Programme for Vigorous Energy Efficiency | ενέργειες για την αύξηση της ενεργειακής αποδόσεως |
energ.ind. | Special Action programme for Vigorous Energy Efficiency | Συγκεκριμένες δράσεις για την αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας |
energ.ind. | Special Action Programme for Vigorous Energy Efficiency 1990-94 | Ειδικό πρόγραμμα δράσης για μεγαλύτερη επάρκεια ενέργειας |
social.sc. | specific community action to combat poverty | ειδική κοινοτική δράση καταπολέμησης της φτώχειας |
social.sc. | Specific Community action to combat poverty | Ειδική κοινοτική δράση καταπολέμησης της φτώχειας |
med. | spontaneous action | αυθόρμητη αντίδραση |
gen. | spurious action | άστοχη ενέργεια |
tech., construct. | static action | στατική δράση |
med. | stimulating action | ερεθιστική δράση |
agric. | stump-jump action | συνάντηση εμποδίου |
chem. | substance having a gestagenic action | ουσίες με γεσταγόνο δράση |
gen. | substance having an oestrogenic action | ουσίες με οιστρογόνο δράση |
chem. | substance with a gestagenic action | ουσίες με γεσταγόνο δράση |
med. | substance with a thyrostatic action | ουσία με θυρεοστατική ενέργεια |
gen. | substance with an oestrogenic action | ουσίες με οιστρογόνο δράση |
law | such provisions as are a matter for regulation or administrative action | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα; διοικητικές διατάξεις |
law | such provisions as are a matter for regulation or administrative action | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα |
med., pharma. | synergistic action | συνέργεια |
med., pharma. | synergistic action | συνεργική δράση |
law | take action | σύρω |
earth.sc. | to take action with regard to noise sources | λαμβάνω μέτρα σχετικά με τις πηγές θορύβου |
gen. | target action | επικεντρωμένη δράση |
nat.sc. | targeted research action | δραστηριότητες στοχοθετημένης έρευνας |
gen. | the absence of an opinion shall not prevent further action | η έλλειψη της γνώμης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να ενεργήσουν |
gen. | the action brought by the Parliament is admissible | το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο |
gen. | the action that has been agreed in respect of the development and reinforcement of the Communities | οι επιλογές που έχουν αποφασισθεί στον τομέα της αναπτύξεως και της ενισχύσεως των Kοινοτήτων |
patents. | the court shall reject the action | το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή |
gen. | the Union's external action | εξωτερική δράση της Ένωσης |
gen. | the unity, consistency and effectiveness of action by the Union | ενότητα, συνοχή και αποτελεσματικότητα της δράσης της Ένωσης |
gen. | they shall refrain from any action incompatible with their duties | απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς το χαρακτήρα των καθηκόντων τους |
social.sc., health. | Third Community action programme for disabled people | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες HELIOS II, 1993-1996 |
social.sc., health. | Third Community action programme to assist disabled people | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες HELIOS II, 1993-1996 |
social.sc., nat.sc. | TIDE Pilot Action Work Plan | πρόγραμμα εργασιών της δοκιμαστικής δράσης του ΤΙDΕ |
gen. | toggle action | μηχανισμός σύνδεσης |
gen. | Trade Facilitation Action Plan | Σχέδιο δράσης για τη διευκόλυνση του εμπορίου |
law, lab.law. | trade union action | συνδικαλιστική δράση |
hobby | transnational action | διεθνική ενέργεια |
gen. | Tripartite Action Plan on Revenues, Expenditures and Donor Funding for the Palestinian Authority | Τριμερές σχέδιο δράσης για τα έσοδα, τις δαπάνες και τη χρηματοδότηση των χορηγών υπέρ της Παλαιστινιακής Αρχής |
gen. | Union for French Democracy - Democratic Action | ΄Ενωση για τη Γαλλική Δημοκρατία - AD |
construct., mun.plan. | Urban Research and Action Workshop | Κέντρο Αστικής ΄Ερευνας και Δράσης |
agric., food.ind. | urgent action to supply agricultural products | επείγουσα δράση για την προμήθεια ορισμένων γεωργικών προϊόντων |
gen. | urgent nuclear safety action programme | πρόγραμμα επείγουσας δράσης για την πυρηνική ασφάλεια |
law, IT | Value subprogramme II on R&D computer communications networks-Action on integrity and confidentiality requirements of Community RTD information | Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ |
tech., construct. | variable action | μεταβλητή δράση |
social.sc. | Vienna Declaration and Plan of Action | Δήλωση και πρόγραμμα δράσεως της Βιέννης |
law | violation of the law leading to action | κολάσιμο ποινικό αδίκημα |
life.sc. | wave action | δράση κύματος |
construct. | whip action | δράση απλού ανυψωτικού συστήματος |
construct. | Working Group on external action | Ομάδα "Εξωτερική Δράση" |
social.sc., UN | World Plan of Action | Παγκόσμιο πρόγραμμα δράσης |
social.sc., UN | World Programme of Action for Youth to the Year 2000 and Beyond | Παγκόσμιο Πρόγραμμα Δράσης για τη Νεολαία εν όψει του 2000 και μετά το 2000 |
social.sc., ed. | "Youth" Community action programme | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Νεολαία" |