DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing acting | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Act/Act conventionβάση Act/Act
Act/Act conventionActual/Actual"Πραγματικό/Πραγματικό"
to act as guarantorπαρέχω εγγύηση
to act as standby underwriter for an issueεγγυώμαι την κανονική περάτωση της έκδοσης
act made in implementation of the Treatiesπράξη που εκδίδεται κατ'εφαρμογή των συνθηκών
act of delegationεξουσιοδότηση
act of delegationμεταβίβαση αρμοδιοτήτων
act of delegationπράξη μεταβίβασης των εξουσιών
act of delegationπράξη μεταβίβασης εξουσιών
to act within the stipulated periodαποφασίζω εντός ορισμένης προθεσμίας
basic actβασική πράξη
basic sectoral actsβασικές κατά τομείς πράξεις
to be empowered to act as a representativeέχω πληρεξουσιότητα
body authorised to act as "counter party"οργανισμός εξουσιοδοτημένος να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος
Council Act drawing up the Convention on the Protection of the European Communities' financial interestsΠράξη του Συμβουλίου για την κατάρτιση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
customs actτελωνειακός κώδικας
Declaration by the European Parliament, the Council and the Commission of 6 March 1995 on the incorporation of financial provisions into legislative actΔήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 6ης Μαρτίου 1995 σχετικά με την εγγραφή δημοσιονομικών διατάξεων στις νομοθετικές πράξεις
finance actνόμος περί προϋπολογισμού
Finance Actνόμος του προϋπολογισμού
Finance Actνομοθεσία κατανομής δημόσιων πιστώσεων
Marrakesh Final ActΤελική Πράξη του Marrakech
to perform acts and formalitiesδιεκπεραίωση των πράξεων και των διατυπώσεων
persons acting in concertπρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση
selection actsπράξεις επιλογής