Subject | English | Greek |
econ., commer. | "a" area | περιοχή "α" |
met. | a circular area heated to red heat to remove local distortion | τοπικό πύρωμα μέχρι ερυθροπυρώσεως σε κυκλική επιφάνεια για διόρθωση παραμορφώσεων |
transp., avia. | Agreement on the Establishment of a European Common Aviation Area | Πολυμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Κροατίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο για τη δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Εναέριου Χώρου |
fin., agric. | area affected by a poor surface and ground water balance | ζώνη στην οποία επικρατούν κακές υδρογεωλογικές συνθήκες |
agric., construct. | area covered by a sprinkler | καλυπτόμενη έκταση από έναν εκτοξευτή |
agric., construct. | area covered by a sprinkler | καλυπτομένη επιφάνεια από έναν εκτοξευτή |
life.sc. | areas covered by a projection | βοηθητική επιφάνεια προβολής |
gen. | book inventory of a material balance area | λογιστικό απόθεμα μιας ζώνης ισολογισμού υλικών |
el., construct. | catchment area of a hydro-installation | επιφάνεια αποχετευόμενη ενός υδροηλεκτρικού σταθμού |
commun. | Community policy for a single telecommunications area | κοινοτική πολιτική για έναν ενιαίο χώρο τηλεπικοινωνιών |
law, fin. | company located in a development area | εταιρεία εγκατεστημένη σε ζώνη ανάπτυξης |
IT, dat.proc. | constraint on a value area | περιορισμός ως προς μια περιοχή τιμών |
construct. | cross-section area of a well | εμβαδόν διατομής φρέατος |
el. | cross-sectional area of a conductor | εμβαδόν διατομής αγωγού |
met. | cross-sectional area of a weld nugget at interface | διατομή πυρήνος συγκόλλησης |
transp. | distribution area of a marshalling yard | περιοχή διανομής σταθμού διαλογής |
earth.sc., mech.eng. | mean area of a blade | μέση τιμή επιφάνειας πτερυγίου,σκελετός πτερυγίου |
transp., avia. | Multilateral Agreement between the European Community and its Member States, the Republic of Albania, Bosnia and Herzegovina, the Republic of Bulgaria, the Republic of Croatia, the former Yugoslav Republic of Macedonia, the Republic of Iceland, the Republic of Montenegro, the Kingdom of Norway, Romania, the Republic of Serbia and the United Nations Interim Administration Mission in Kosovo on the establishment of a European Common Aviation Area | Πολυμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Κροατίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο για τη δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Εναέριου Χώρου |
IT, dat.proc. | to name a cell area | ονομάζω περιοχή κελιών |
fin., econ., account. | open invitations to tender, confined to a specific geographical area | προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, που πραγματοποιείται σε γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή |
gen. | person apprehended in a border area | πρόσωπο που συλλαμβάνεται σε μεθοριακή ζώνη |
chem. | plate with a large area | πλάκα μεγάλης επιφάνειας |
transp., mater.sc. | to prepare a reference area | να προετοιμασθεί ένα επίπεδο αναφοράς |
environ. | provisions can be made for suitable screening or for establishing a control area | Είναι δυνατό να ληφθούν μέτρα για κατάλληλη θωράκιση ή για καθορισμό μιας ελεγχόμενης περιοχής. |
environ. | quiet area in a conurbation | ήσυχη περιοχή πολεοδοµικού συγκροτήµατος |
gen. | social dimension of a frontier-free area | κοινωνική διάσταση του χώρου χωρίς σύνορα |
crim.law. | Strengthening mutual trust in the European judicial area – A Green Paper on the application of EU criminal justice legislation in the field of detention | ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ Ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο-Πράσινη Βίβλος για την εφαρμογή της ενωσιακής ποινικής νομοθεσίας στον τομέα της κράτησης |
stat. | tail area of a distribution | περιοχή ουράς |
stat. | tail area of a distribution | περιοχή ουράς κατανομής |
commun. | test area inside a stripline | περιοχή δοκιμής μέσα στην διάταξη ταινιογραμμής |
met. | the equivalent cross-sectional area of a straight bar | ισοδύναμη διατομή |
met. | the maximum cross-sectional area of mild steel than can be welded within the rated capacity of a machine | μέγιστη διατομή μαλακού σιδήρου που συγκολλιέται από τη συσκευή |
law | the United Kingdom is not a single legal and judicial area | οι ουσιαστικοί κανόνες |
gen. | transfer to a new geographical area of employment | αλλαγή τόπου υπηρεσίας |
transp. | transparent area of a windscreen | διαφανής επιφάνεια ενός αλεξηνέμου |
chem. | Use only outdoors or in a well-ventilated area. | Να χρησιμοποιείται μόνο σε ανοικτό ή καλά αεριζόμενο χώρο. |
transp., mil., grnd.forc. | vision area A | οπτική ζώνη Α |