DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Without | all forms | exact matches only
EnglishGreek
be without prejudiceδεν θίγω
be without prejudice to the applicabilityδεν θίγω τη δυνατότητα εφαρμογής
Belgian judgments can be enforced without difficulty in Italyάμεσα εκτελεστός
country without agreementχώρα χωρίς σύμβαση
deliver an opinion without delayγνωμοδοτώ επειγόντως
enforceable without further formalityεκτελεστός αυτοδικαίως
equal pay without discrimination based on sexισότητα των αμοιβών χωρίς διακρίσεις φύλου
equal pay without discrimination based on sexισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου
estate accepted without liability to debts beyond the assets descendedαποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής
exemption without deduction of lossesαπαλλαγή χωρίς έκπτωση των ζημιών
foreign national without identity documentsαλλοδαπός χωρίς έγγραφο ταυτότητας
foreign national without identity documentsαλλοδαπός στερούμενος δελτίου ταυτότητας
to give decision without delayεκδικάζω απόφαση σε σύντομο χρόνο
liability without faultαντικειμενική ευθύνη
Member State without a derogationκράτος μέλος χωρίς παρέκκλιση
no punishment without lawμη επιβολή ποινής άνευ νόμου (nullum crimen, nulla poena sine lege)
order without statement of reasonsΔιάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί
ownership without usufructψιλή κυριότητα
patent system without examinationσύστημα ευρεσιτεχνίας χωρίς εξέταση
sexual assault, without coercion, on a minorπροσβολή της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων χωρίς καταναγκασμό
share without par valueμετοχικό κεφάλαιο
share without par valueμερίδιο
system without alleviationσύστημα χωρίς φορολογικές εκπτώσεις
the Commission shall without delay initiate the procedureη Eπιτροπή κινεί αμελλητί τη διαδικασία
travel without hindranceελευθερία μετακινήσεων
use without due cause of the trade mark appliedχρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος
voting without meetingψηφοφορία χωρίς συνέλευση
without being answerable to an employerχωρίς εξάρτηση από εργοδότη
without considerationεκ χαριστικής αιτίας; χωρίς αντιπαροχή
without distinction on grounds of nationalityχωρίς διάκριση ιθαγενείας
without distinction on grounds of nationality or residenceχωρίς διακρίσεις ιθαγενείας ή διαμονής
without having the right to voteχωρίς δικαίωμα ψήφου
without leaving any rights outstandingχωρίς να διατηρούνται δικαιώματα
without prejudice to ...με την επιφύλαξη ...
without prejudice to any practiceδεν θίγω τα έθη
without prejudice to its decision on the substanceχωρίς να προδικάσει την ουσία
without undue delayχωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση
without valuable considerationεκ χαριστικής αιτίας; χωρίς αντιπαροχή
worker dismissed without a valid reasonεργαζόμενος που απολύθηκε καταχρηστικά