Subject | English | Greek |
econ. | accumulated value | σωρευμένη αξία |
chem. | acetic acid value | τιμή οξικού οξέος |
med. | adaptive value | προσαρμοστική τιμή |
econ. | added value | προστιθέμενη αξία |
gen. | added value | πρoστιθέμεvη αξία |
gen. | added value advice | συμβουλευτική προστιθέμενη αξία |
gen. | added value chain | αλυσίδα της προστιθεμένης αξίας |
anim.husb. | additive genetic value | αναπαραγωγική αξία |
law, market. | adjustment to the value of the holding | διόρθωση της αξίας της συμμετοχής |
tax. | Advisory Committee on Value Added Tax | Συμβουλευτική Επιτροπή για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας |
law, fin. | Advisory Committee on Value Added Tax | Συμβουλευτική Eπιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Aξίας |
law, fin. | Advisory Committee on Value Added Tax | Συμβουλευτική Eπιτροπή για το Φόρο Προστιθέμενης Aξίας |
tax. | Advisory Committee on Value Added Tax | συμβουλευτική επιτροπή για τον φόρο προστιθεμένης αξίας |
mater.sc., construct. | aggregate abrasion value | δείκτης αντίστασης σε απότριψη |
agric. | agricultural production of high economic value | γεωργική παραγωγή υψηλής οικονομικής αξίας |
gen. | agricultural value added | προστιθέμενη γεωργική αξία |
agric. | agricultural value of seeds | καλλιεργητική αξία των σπόρων |
chem. | air-saturation value | τιμή κορεσμού με αέρα |
life.sc., construct. | allowance bearing value | επιτρεπομένη πίεσις εδάφους |
chem. | amine value | δείκτης αμίνης |
chem. | amine value | αριθμός αμίνης |
busin., labor.org., account. | amount of the cumulative value adjustments | συγκεντρωτικό κονδύλι των διορθώσεων αξιών |
law, fin. | amount of total value added tax | συνολική επιβάρυνση με φόρο προστιθέμενης αξίας |
gen. | Analog measured value | Τιμή αναλογικής μέτρησης |
gen. | Analog value/voltage | Αναλογική τιμή/τάση |
chem., mech.eng. | antiknock value | αντικρουστικές ιδιότητες |
gen. | assessment of value for money | εκτίμηση της σχέσης κόστους - ωφελείας |
math. | average critical value method | μέση κρίσιμη μέθοδος αξίας |
tech. | average value | μέση τιμή |
law, fin. | average value added | μέση προστιθέμενη αξία |
econ., stat. | basic value | φορολογητέα αξία |
earth.sc., tech. | basic-stress value | ονομαστική τάσις |
med. | biological value of proteins | βιολογική αξία πρωτεϊνών |
med. | biological value of proteins | αναβολική ικανότητα πρωτεϊνών |
med. | biometrical mean value | βιομετρική μέση τιμή |
tech., chem. | blank value | τυφλή τιμή |
med. | blood ph value | pH αίματος |
gen. | book value/Requirement deduction method | μέθοδος "λογιστική αξία - αφαίρεση των απαιτήσεων" |
life.sc. | boundary value problem | πρόβλημα οριακών τιμών |
law | brand value build-up | ενίσχυση της αξίας του σήματος |
law | brand value build-up | ενίσχυση της αξίας της εμπορικής ταυτότητας |
law, market. | break up value | αξία εκκαθάρισης |
law, market. | break-up value | καθαρή αξία ενεργητικού |
law, market. | break-up value | καθαρή αξία αποτιμήσεως ενεργητικού |
anim.husb. | breeding value | αναπαραγωγική αξία |
chem. | bromine value | δείκτης βρωμίου |
med. | buffer value | ρυθμιστική αξία |
med. | C value | τιμή C |
med. | C value paradox | παράδοξο τιμής C |
econ. | calculation of present value | αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή |
tech. | calibration value | τιμή βαθμονόμησης |
med., food.ind. | caloric value | τιμή παρεχόμενης ενέργειας |
med., food.ind. | caloric value | τιμή ενέργειας |
med. | calorific value | θερμογόνος αξία |
med. | calorific value | θερμαντική ικανότητα |
gen. | c.c.value | τιμή ΚΣΑ |
gen. | c.c.value | τιμή κλειστού δοχείου |
gen. | c.c.value | κλειστό σημείο αναφλέξεως |
gen. | Ceiling Value | τιμή οροφής |
gen. | Ceiling Value | ανώτερη οριακή τιμή |
econ. | change in value of the revenue | μεταβολή της αξίας των εσόδων |
econ. | changes in the "value at constant prices" | μεταβολές της "αξίας σε σταθερές τιμές" |
econ. | changes in the value of any flow | μεταβολές στην αξία ροής |
tech., construct. | characteristic value | χαρακτηριστική τιμή |
law | charge, duty or fee which is calculated by reference to the value of the matter in issue | αναλογικός δασμός |
commer., transp. | c.i.f.value | αξία CIF |
econ., transp. | c.i.f.value of the imported goods | αξία cif των εισαγόμενων αγαθών |
econ., market. | c.i.f.unit value | αξία cif ανά μονάδα |
gen. | closed cup value | τιμή ΚΣΑ |
gen. | closed cup value | τιμή κλειστού δοχείου |
gen. | closed cup value | κλειστό σημείο αναφλέξεως |
tax. | Committee on value-added tax | Επιτροπή φόρου προστιθέμενης αξίας |
tax. | Committee on value-added tax | · Επιτροπή ΦΠΑ |
tax. | common system of value added tax | κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας |
tech. | comparison value | τιμή σύγκρισης |
math. | conditional expected value | δεσμευμένη αναμονή |
econ. | constant price value of goods bought for resale | αξία σε σταθερές τιμές των αγαθών που επαναπωλούνται |
econ. | constant price value of goods resold by the wholesale and retail trades | αξία σε σταθερές τιμές των αγαθών που αγοράζονται για μεταπώληση από τους εμπορικούς κλάδους |
econ. | constructed normal value | κατασκευασμένη κανονική αξία |
life.sc. | contour value | υψόμετρο ισοϋψούς καμπύλης |
gen. | Convention concerning Equal Remuneration for Men and Women Workers for Work of Equal Value | Σύμβαση "περί ίσης αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι'εργασίαν ίσης αξίας" |
social.sc. | conventional social value | καθιερωμένη κοινωνική αξία |
tech. | conventional true value | συμβατικά αληθής τιμή |
med. | Cot₁/₂ value | τιμή Cot₁/₂ |
med. | Cot value | τιμή Cot |
tax. | Council Directive 2006/112/EC of 28 November 2006 on the common system of value added tax | οδηγία ΦΠΑ |
tax. | Council Directive 2006/112/EC of 28 November 2006 on the common system of value added tax | Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006 , σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας |
math. | critical value | όριο απόρριψης |
math. | critical value | σημείο σημαντικότητας |
math. | critical value | κριτική τιμή |
agric. | cultural value | καλλιεργητική αξία |
agric. | cultural value | γεωργική αξία |
busin., labor.org., account. | cumulative amount of the additional value adjustments | σωρευτικό ποσό των προσθέτων διορθώσεων αξιών |
busin., labor.org., account. | cumulative value adjustments | συγκεντρωτικό κονδύλι των διορθώσεων αξιών |
econ., stat., market. | current value | πραγματική αξία |
gen. | customs value of goods | δασμολογητέα αξία |
econ., market. | customs value of imported goods | δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων |
chem. | cut-off value | τιμή διαχωρισμού |
life.sc. | D-value | τιμή του D |
life.sc. | d value | τιμή δ |
life.sc., environ. | daytime value of ozone | ημερήσια τιμή όζοντος |
energ.ind. | declared calorific value | συμβατική θερμαντική ικανότητα |
tax. | definitive uniform arrangements for the collection of own resources accruing from value added tax | ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθεμένης αξίας |
life.sc. | delta value | τιμή δ |
gen. | design basis probability value | τιμή πιθανότητας λαμβανόμενη υπόψη κατά το σχεδιασμό |
tech. | design value | τιμή μελέτης |
earth.sc., construct. | design value of a property of a material | τιμή σχεδιασμού ιδιότητας υλικού |
gen. | Determination of acid value | Προσδιορισμός αριθμού οξέος |
agric. | determination of bitterness value | προσδιορισμός των πικρών συστατικών |
gen. | Determination of iodine value | Προσδιορισμός αριθμού ιωδίου |
commer., fin. | determination of normal value | καθορισμός της κανονικής αξίας |
gen. | Determination of oil absorption value | Προσδιορισμός αριθμού απορροφήσεως λαδιού |
gen. | Determination of permanganate value | Προσδιορισμός της οξειδωσιμότητας κατανάλωση KMnO4 |
gen. | Determination of saponification value | Προσδιορισμός αριθμού σαπωνοποιήσεως |
gen. | Determination of the toxic values against Anobium punctatum de geer by egg-laying and larval survival Laboratory method | Προσδιορισμός των τοξικών δόσεων εναντίον του Anobium punctatum de geer με ωοθεσία και επιβίωση των προνυμφών Εργαστηριακή μ έθοδος |
gen. | Determination of the toxic values against Anobium punctatum de geer by larval transfer Laboratory method | Προσδιορισμός των τοξικών δόσεων εναντίον του Anobium punctatum de geer με μεταφορά προνυμφών Εργαστηριακή μέθοδος |
gen. | Determination of the toxic values against Hylotrupes bajulus Laboratory method; Linnaeus | Προσδιορισμός των τοξικών δόσεων εναντίον προνυμφών του Hylotrupes bajulus Linnaeus, Εργαστηριακή μέθοδος |
commer., polit. | to determine the customs value | καθορίζω τη δασμολογητέα αξία |
econ. | difference between the values of two flows of goods and services | διαφορά μεταξύ των αξιών των δύο ροών αγαθών και υπηρεσιών |
life.sc., environ. | diurnal ozone value | ημερήσια τιμή όζοντος |
life.sc., environ. | diurnal value of ozone | ημερήσια τιμή όζοντος |
econ. | documents of value | τίτλοι αξιών |
gen. | dutiable value | δασμολογητέα αξία |
agric. | economic value of unit of irrigation water | οικονομική αξία μονάδος όγκου αρδευτικού ύδατος |
earth.sc., chem. | effective value | πραγματική τιμή |
earth.sc., chem. | effective value | ενεργός τιμή |
energ.ind. | efficiency reference value for separate production | τιμή αναφοράς της απόδοσης για χωριστή παραγωγή |
gen. | electric conductivity value | τιμή ηλεκτρικής αγωγιμότητας |
med. | electronegativity value | τιμή ηλεκτροαρνητικότητας |
med., food.ind. | energy value | τιμή παρεχόμενης ενέργειας |
energ.ind. | energy value | ενεργειακό περιεχόμενο |
med., food.ind. | energy value | τιμή ενέργειας |
law | ensign value | αξία διακριτικού συμβόλου |
med., life.sc. | epidemiological cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
med. | error value | τιμή απόκλισης |
anim.husb. | estimated breeding value | εκτιμώμενη αναπαραγωγική αξία |
nat.sc. | estimated value | εκτιμώμενη τιμή |
commer., econ. | evidence of dumping in relation to the normal values previously established | αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί |
law | evidential value | αποδεικτική ισχύς |
law | evidential value in law | αποδεικτική αξία κατά το νόμο |
law | evidentiary value | αποδεικτική ισχύς |
busin., labor.org., account. | exceptional value adjustments | πρόσθετες έκτακτες διορθώσεις της αξίας των πάγιων στοιχείων |
social.sc., health. | excursion limit value | όριο μέγιστης διακύμανσης |
agric., industr. | ex-farm value | τιμή στην παραγωγή |
agric., industr. | ex-farm value | τιμή παραγωγού |
econ., agric. | expectation value | Πάγιο κεφάλαιο δασοπονίας |
math. | expected value | αναμονή |
econ., agric. | exploitation value | ξυλεία προ της συγκομιδής |
econ., agric. | exploitation value | Αξία ξυλώδους κεφαλαίου |
econ., market. | export contract value | αξία της εξαγωγικής σύμβασης |
nat.sc. | exposure value | δείκτης έκθεσης |
econ., fin. | external value of the currency | εξωτερική αξία του νομίσματος' εξωτερική αξία χρήματος |
tech. | extreme value | ακραία τιμή |
math. | extreme-value distributions | κατανομή Gumbel |
math. | extreme-value distributions | κατανομές ακραίων σημείων |
econ. | face value | ονομαστική τιμή |
hobby, commun. | face value of a postage stamp | ονομαστική αξία γραμματοσήμου |
busin., labor.org., account. | fair value accounting | λογιστική της εύλογης αξίας |
busin., labor.org., account. | fair value accounting | λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία |
busin., labor.org., account. | fair value accounting | αποτίμηση με την εύλογη αξία |
agric. | feed value | αξία χορτονομής |
agric. | feeding value | αξία χορτονομής |
tech. | fiducial value | συμβατική τιμή |
gen. | firm adding little value | επιχείρηση χαμηλής προστιθέμενης αξίας |
tech., el. | fixed value | σταθερή τιμή |
gen. | flash point value | τιμή σημείου ανάφλεξης |
econ. | flat rate redemption value | κατ'αποκοπήν ποσό εξαγοράς |
busin., labor.org., account. | fluctuation in value | οικονομική διακύμανση |
econ. | f.o.b.value | τιμή FOB |
agric. | food value | αξία χορτονομής |
law, fin. | fractioned payment of value added tax | τμηματική πληρωμή του ΦΠA |
busin. | franchise value | αξία δικαιόχρησης |
tech., industr., construct. | freeness value | συντελεστής στραγγίσεως |
tech., industr., construct. | freeness value | δείκτης απορροής |
earth.sc. | G-value | συντελεστής-G |
earth.sc. | G-value | παράμετρος-G |
econ., fin. | GDP in value | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ |
econ. | GDP in value | ονομαστικό AEΠ |
econ. | GDP in value | AEΠ σε τρέχουσες τιμές |
math. | generalised extreme-value distribution | γενικευμένη κατανομή ακραίων-τιμών |
anim.husb. | genetic value | γενετική αξία |
anim.husb. | genomic breeding value | γονιδιωματική αναπαραγωγική αξία |
econ. | geographical allocation of EU exports in value terms | γεωγραφική κατανομή των εξαγωγών της ΕΕ σε όρους αξίας |
econ. | global value chain | παγκόσμια αλυσίδα αξίας |
law, account. | going concern value | αξία εν λειτουργία |
econ., fin. | gross domestic product in value | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ |
agric., polit. | gross value added at factor cost | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε κόστος συντελεστών της σχετικής εκμετάλλευσης |
econ. | gross value added at market prices | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές |
econ. | gross value added at market prices by branch | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές κατά κλάδους |
econ. | gross value added at market prices excluding all VAT | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές εκτός από το σύνολο των ΦΠA |
econ. | gross value added at market prices including VAT | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές συμπεριλαμβανομένου του ΦΠA |
econ., stat. | gross value of output | ακαθάριστη αξία παραγωγής |
econ., stat. | gross value of production | ακαθάριστη αξία παραγωγής |
econ., stat. | gross value of production per capita | ακαθάριστη παραγωγή κατά κεφαλή |
econ., stat. | gross value of production per capita | ακαθάριστη παραγωγή ανά κάτοικο |
econ., stat. | gross value of production per head | ακαθάριστη παραγωγή κατά κεφαλή |
econ., stat. | gross value of production per head | ακαθάριστη παραγωγή ανά κάτοικο |
law, environ., food.ind. | guide value | κατευθυντήρια τιμή |
earth.sc. | half-value layer | επίστρωση υποδιπλασιασμού |
earth.sc. | half-value layer | πάχος υποδιπλασιασμού |
earth.sc. | half-value thickness | πάχος υποδιπλασιασμού |
med. | half-value tissue thickness | ιστικό στρώμα ημιαπορροφήσεως |
gen. | half-life value | τιμή χρόνου υποδιπλασιασμού |
gen. | Head Injury Criteria value | Τιμή του Κριτηρίου Τραυματισμού Κεφαλής |
earth.sc. | heat value | θερμογόνος αξία |
tech., chem. | Hegman value | μονάδα Χέγκμαν |
med. | Hertel value | τιμή Hertel |
mater.sc. | high added value packaging product | προϊόν συσκευασίας με υψηλή προστιθέμενη αξία |
gen. | high-value banknote | τραπεζογραμμάτιο μεγαλύτερης αξίας |
earth.sc., mech.eng. | high value contact | διακόπτης μέγιστης τιμής |
gen. | high-value euro coin | κέρμα ευρώ μεγάλης αξίας |
law, fin. | historic values entered into the accounts of the company | μεταφορά σε παλαιές αξίες στα βιβλία της εταιρείας |
chem. | hydroxyl value | αριθμός υδροξυλίου |
gen. | Ideal final value | Ιδανική τελική τιμή,ιδανική τιμή |
gen. | Ideal value | Ιδανική τιμή |
gen. | ideal value | Ιδανική τελική τιμή,ιδανική τιμή |
chem. | ignition energy value | τιμή ενέργειας ανάφλεξης |
life.sc. | imbibitional water value | τιμή ύδατος διαποτισμού |
life.sc. | imbibitional water value | τιμή ύδατος διαβροχής |
econ. | immediate value | στιγμιαία τιμή |
gen. | important discrepancy between declared and measured value | σημαντική ασυμφωνία μεταξύ δηλωθείσας και μετρηθείσας τιμής |
chem. | in relative value | σε σχετικές τιμές |
busin., labor.org., account. | increase in value which has been actually realised | αύξηση στην αξία που έχει ουσιαστικά πραγματοποιηθεί |
tech. | indicated value | τιμή ένδειξης |
econ., environ., mater.sc. | individual value | αξία του καθένα |
law, fin. | input value added tax | προηγουμένως καταβληθείς φόρος προστιθέμενης αξίας |
agric. | insulation value | βαθμός μόνωσης |
law | insurance against increased value | ασφάλιση για increased value |
life.sc., environ. | integrated ozone value | ολοκληρωμένο όζον |
life.sc., environ. | integrated ozone value | ολοκληρωμένη τιμή όζοντος |
life.sc., environ. | integrated value | ολοκληρωμένο όζον |
life.sc., environ. | integrated value | ολοκληρωμένη τιμή όζοντος |
life.sc. | intensity scale value | τιμή της κλίμακας εντάσεων |
relig. | Intergovernmental Committee for the Protection of the Cultural and Natural Heritage of Outstanding Universal Value | Διακυβερνητική Επιτροπή για την Προστασία της Παγκόσμιας Αξίας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς; Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς |
life.sc., environ., agric. | intrinsic value | ουσιαστική αξία |
econ. | inventory value | τιμή απογραφής |
econ. | inventory value | αξία απογραφής |
chem. | iodine value | δείκτης ιωδίου |
chem. | iodine value | αριθμός ιωδίου |
chem. | isocyanate value | δείκτης ισοκυανικού |
econ. | issue value | ονομαστική αξία έκδοσης |
chem., mech.eng. | knock value | αντικρουστικές ιδιότητες |
econ., agric. | land expectation value | Πάγιο κεφάλαιο δασοπονίας |
law | legal value | νομικό κύρος |
law, fin. | lending value | δανειακή αξία |
construct. | letting value | ενοικιαστική αξία |
nat.sc. | light value | δείκτης έκθεσης |
ecol. | limit value curve | καμπύλη οριακών τιμών |
econ., agric. | liquidation value | Αξία ξυλώδους κεφαλαίου |
agric. | lost productive value | απολεσθείσα παραγωγική αξία |
gen. | low calorific value | μικρή θερμογόνος δύναμη |
commer., agric., food.ind. | low or reduced energy value foodstuff | είδος διατροφής χαμηλής ή μειωμένης θερμιδικής αξίας |
gen. | low-value banknote | τραπεζογραμμάτιο μικρής αξίας |
earth.sc., mech.eng. | low value contact | διακόπτης ελάχιστης τιμής |
econ., met. | market value | εμπορική αξία |
econ. | market value | αγοραίες τιμές |
construct. | maximum net strain value | τιμή της μέγιστης παραμόρφωσης του διχτυού |
econ. | maximum value | τιμή αιχμής |
med. | maximum value | μέγιστη τιμή |
med. | mean value | μέση τιμή |
earth.sc. | mean value of speech power | μέση τιμή ισχύος ρευμάτων ομιλίας |
agric., health., anim.husb. | methods for monitoring performance and assessing the genetic value of pure-bred breeding sheep and goats | μέθοδοι ελέγχου των επιδόσεων και μέθοδοι εκτίμησης της γενετικής αξίας των ανα- παραγωγών αιγοειδών και προβατοειδών καθαρής φυλής |
tech., industr., construct. | micronaire value | δείκτης ή τιμή μικροναίρ |
commer., polit. | minimum customs value | ελάχιστη δασμολογητέα αξία |
law, transp. | Minimum Values Order | διάταγμα περι ελαχίστων τιμών |
mater.sc., chem. | ML-value | τιμή ML |
math. | modal value | κορυφή |
relig. | national treasures possessing/of artistic, historic or archaeological value | εθνικοί θησαυροί που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία |
med. | negative predictive value | αρνητική προγνωστική τιμή |
econ., fin. | net asset value per share | καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχή |
law, market. | net assets value | καθαρή αξία ενεργητικού |
law, market. | net assets value | καθαρή αξία αποτιμήσεως ενεργητικού |
gen. | net back value | καθαρά έσοδα |
econ., fin. | net discounted value | καθαρή παρούσα αξία |
econ., fin., account. | net present value method | μέθοδος των προεξοφλημένων ταμειακών ροών |
econ., fin. | net present value of debt | καθαρή τρέχουσα αξία του χρέους |
econ. | net value added | καθαρή προστιθέμενη αξία |
econ., fin. | Net Value Added | καθαρή προστιθέμενη αξία |
econ. | net value added at market prices | καθαρή προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές |
econ., stat. | net value of output | καθαρή αξία παραγωγής |
econ., stat. | net value of production | καθαρή αξία παραγωγής |
earth.sc., chem. | neutralisation value | δείκτης εξουδετερώσεως |
chem. | neutralization value | αριθμός ουδετεροποίησης |
life.sc., environ. | nighttime ozone value | νυχτερινή τιμή όζοντος |
life.sc., environ. | nighttime value of ozone | νυχτερινή τιμή όζοντος |
law | no par value share | μετοχή χωρίς ονομαστική αξία |
law | no par value share | μετοχικό κεφάλαιο |
law | no par value share | μερίδιο |
life.sc., environ. | nocturnal ozone value | νυχτερινή τιμή όζοντος |
life.sc., environ. | nocturnal value of ozone | νυχτερινή τιμή όζοντος |
busin., labor.org., account. | nominal value or, in the absence of a nominal value | ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία |
tech. | non-automatic measuring instrument for the measurement of mass-related quantities or from mass-derived values | μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζα |
law | no-par value share | μετοχή χωρίς ονομαστική αξία |
law | no-par value share | μετοχικό κεφάλαιο |
law | no-par value share | μερίδιο |
gen. | normal value | κανονική αξία |
law, fin. | normal value added tax scheme | κανονικό καθεστώς εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας |
commer., fin. | notional contract value | ονομαστικό ύψος σύμβασης |
commer., fin. | notional contract value | ονομαστική συμβατική αξία |
earth.sc., chem. | numerical value equation | εξίσωση αριθμητικών τιμών |
med. | nutritive value of control diet | διαιτητική αξία της δίαιτας μάρτυρος |
gen. | o.c.value | τιμή ΑΣΑ |
gen. | o.c.value | τιμή ανοικτού δοχείου |
gen. | o.c.value | ανοικτό σημείο αναφλέξεως |
gen. | occupational exposure limit value | τιμή OEL |
gen. | occupational exposure limit value | οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης |
chem. | octane value | βαθμός οκτανίου |
gen. | open cup value | τιμή ΑΣΑ |
gen. | open cup value | τιμή ανοικτού δοχείου |
gen. | open cup value | ανοικτό σημείο αναφλέξεως |
gen. | open market value | κανονική αξία |
law, fin. | open market value of services | κανονική αξία μιας υπηρεσίας |
gen. | operations to enhance the value of human resources | δράσεις αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού |
econ., agric. | original value | αρχική αξία |
econ. | original value of the asset when it was acquired or created | αρχική αξία της απαίτησης όταν αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε |
life.sc. | osmotic value | συμπύκνωσις δεδομένης ωσμωτικής πιέσεως |
econ. | own resources accruing from the value added tax | πόροι ΦΠA |
econ. | own resources accruing from the value added tax | ίδιοι πόροι που προέρχοναι από τον φόρο προστιθέμενης αξίας |
life.sc. | oxygen saturation value | τιμή κορεσμού σε οξυγόνο |
med. | ozone value | τιμή όζοντος |
life.sc., environ. | ozone value | τιμή του όζοντος |
med. | ozone value | ποσοστό όζοντος |
gen. | Paint media - Determination of saponification value | Συνδετικά μέσα για χρώματα και βερνίκια - Προσδιορισμός του αριθμού σαπωνοποιήσεως |
gen. | par value | άρτια ισοτιμία |
agric., food.ind. | pasteurisation value | τιμή παστεριώσεως |
tech., chem. | peroxide value | αριθμός υπεροξειδίων |
nat.res., agric. | pomological value | δενδροκομική αξία |
tech., mater.sc. | pop-in value | φόρτιση ταχείας διάδοσης ρωγμής |
tech., mater.sc. | pop-in value | φόρτιση ρήγματος |
med. | positive predictive value | θετική προγνωστική τιμή |
agric. | post-harvest adding to the value of products | προστιθέμενη αξία των προϊόντων μετά την συγκομιδή |
med. | predictive value | προγνωστική τιμή |
med. | predictive value | προγνωστική αξία |
tech., el. | printed value of a metered quantity | αποτυπωμένη τιμή μίας μετρηθείσης ποσότητας |
law | probative value | αποδεικτική ισχύς |
commer. | producer's value | τιμή εργοστασίου |
commer. | producer's value | τιμή παραγωγής |
commer. | producer's value | τιμή παραγωγού |
commer. | producer's value | τιμή εκ του εργοστασίου |
commer. | producer's value | αξία σε τιμές παραγωγού |
commer. | producer's value | τιμή στο εργοστάσιο |
gen. | product value | αξία προϊόντος |
econ., stat. | production value | αξία παραγωγής |
tech. | Q-value | μέγεθος Q πυρηνικής αντιδράσεως |
econ., stat. | ratable value | φορολογητέα αξία |
tax. | rate of value added tax | συντελεστής του ΦΠΑ |
econ., agric. | realisation value | Αξία ξυλώδους κεφαλαίου |
law, market. | realisation value | καθαρή αξία ενεργητικού |
law, market. | realisation value | καθαρή αξία αποτιμήσεως ενεργητικού |
econ., agric. | realization value | Αξία ξυλώδους κεφαλαίου |
hobby | recreation value of water | ψυχαγωγικό δυναμικό των υδάτων |
econ. | redemption value | τιμή εξόφλησης |
gen. | reduction in the values | απόσβεση |
law | reference value | τιμή αναφοράς |
tech., el. | reference-value method | μέθοδος τιμής αναφοράς |
earth.sc., tech. | reflectometer value | τιμή ανακλασομέτρου |
construct. | rentable value | ενοικιαστική αξία |
econ., agric. | rental value | τεκμαρτόν ενοίκιον |
construct. | rental value | ενοικιαστική αξία |
tax. | repayment of value added tax | επιστροφή του ΦΠΑ |
med. | representative average value | αντιπροσωπευτική μέση τιμή |
tech., chem. | reproductibility value | τιμή επαναληπτικότητας |
earth.sc. | S-Value | σύνολον ανταλλαξίμων κατιόντων |
agric., chem. | S-Value | τιμή S |
gen. | salvage value | υπολειμματική αξία |
chem. | saponification value | βαθμός σαπωνοποιήσεως |
chem. | saponification value | αριθμός σαπωνοποιήσεως |
gen. | scrap value | αξία απομετάλλων |
gen. | screening distance value | απόσταση πέραν της οποίας αγνοείται η επίδραση του γεγονότος |
med. | selective value | τιμή επιλογής |
social.sc. | sentimental value | συναισθηματική αξία |
mater.sc. | service value | τιμή χρήσης |
tech., mech.eng. | set value | τιμή αναφοράς |
law | share without par value | μετοχικό κεφάλαιο |
law | share without par value | μερίδιο |
gen. | Short Term Exposure Limit value | τιμή STEL |
gen. | Short Term Exposure Limit value | οριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
life.sc., coal. | showing value of a deposit to be worked | χάρτης περιεκτικότητας κοιτάσματος |
math. | singular value decomposition | ενικό αποσύνθεση αξία |
chem. | softness value | δείκτης ευλυγισίας |
chem. | softness value | δείκτης ευκαμψίας |
tech. | stabilized value with the valve open | σταθεροποιημένη τιμή με τη βαλβίδα ανοικτή |
law, fin. | standard rate of value added tax | κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας |
econ., stat. | standard value | φορολογητέα αξία |
gen. | STEL value | τιμή STEL |
gen. | STEL value | οριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | store of value | μέσο αποθήκευσης αξίας |
gen. | surrender value | τιμή εξαγοράς |
med. | taste threshold value | κατώφλιο γεύσης |
med. | taste value | γευστική αξία |
med. | taste value | αξία της γεύσεως |
tax. | tax on the rental value of real property | φόρος ιδιοκατοικήσεως ακινήτου |
tax. | tax value | φορολογητέα αξία |
gen. | tender offering best value for money | πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά |
gen. | tenth-value layer | στρώμα δέκατου της τιμήςTVL |
gen. | tenth-value thickness | στρώμα δέκατου της τιμήςTVL |
econ., agric. | the envisaged movement of added value in agriculture | προβλεπόμενη ανάπτυξη της προστιθέμενης αξίας στην γεωργία |
construct. | the protection of national treasures possessing artistic, historic or archaeological value | η προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική,ιστορική ή αρχαιολογική αξία |
econ. | the total value of the coal and steel output of the Community | η ολική αξία της παραγωγής άνθρακος και χάλυβος της Kοινότητος |
econ. | the value before they were repaired of the re-imported repaired goods | αξία πριν από την επισκευή των επανεισαχθέντων αγαθών που επισκευάστηκαν |
tech. | theoretical value | θεωρητική τιμή |
med. | thermal value | θερμαντική ικανότητα |
med. | thermal value | θερμογόνος αξία |
med. | thermal value | θερμική αξία |
earth.sc., lab.law. | threshold limit value-short-term exposure limit | κατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
earth.sc., lab.law. | threshold limit value-time weighted average | κατωφλιακή οριακή τιμή - χρονικά σταθμισμένος μέσος |
med. | threshold value | τιμή ουδού |
law | total gross debt at nominal value | συνολικό ακαθάριστο χρέος,στην ονομαστική του αξία |
law, fin. | total value | συνολική αξία |
tech., industr., construct. | toughness value | αντοχή στην κρούση |
econ. | transfer value | αξία μεταβίβασης |
med. | triangular threshold value | ουδός τριγωνικής ώσεως |
tech., chem. | tristimulus value | τρισερεθιστική τιμή |
econ. | true basic value | πραγματική βασική αξία |
econ. | true factor value | πραγματική αξία συντελεστών παραγωγής |
earth.sc., tech. | true value | αληθής τιμή |
energ.ind., construct. | U-value | συντελεστής θερμοπερατότητας Κ |
econ. | value added | προστιθέμενη αξία |
gen. | value-added chain | αλυσίδα της προστιθεμένης αξίας |
construct., tax. | value added tax | φόρος προστιθέμενης αξίας |
tax. | Value Added Tax | φόρος προστιθέμενης αξίας |
tax. | value added tax base | βάση του ΦΠΑ |
law, fin. | value added tax charge on inputs | επιβάρυνση με τον προηγουμένως καταβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας |
tax. | Value Added Tax Committee | Επιτροπή ΦΠΑ |
tax. | Value Added Tax Committee | συμβουλευτική επιτροπή για τον φόρο προστιθεμένης αξίας |
tax. | value added tax due or paid | οφειλόμενος ή καταβληθείς φόρος προστιθέμενης αξίας |
tax. | value added tax identification number | αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ |
gen. | Value-added Tax Information Exchange System | σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τον ΦΠΑ |
tax. | value added tax number | αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ |
law, fin. | value added tax on importation | ΦΠA κατά την εισαγωγή |
tax., oil | value-added tax on petroleum products | φόρος προστιθέμενης αξίας πετρελαιοειδών προϊόντων |
econ., tax. | value added tax on real estate | ΦΠΑ επί ακινήτων |
tax. | value added tax return | δήλωση φόρου προστιθέμενης αξίας |
law, fin. | value added tax system | σύστημα φόρου επί της προστιθέμενης αξίας |
gen. | value adjustment | διόρθωση της αξίας |
econ., fin. | value adjustment in respect of claim | διόρθωση αξίας επί πιστώσεων |
busin., labor.org., account. | value adjustments in respect of assets | διορθώσεις της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού |
gen. | value adjustments on investments | αναπροσαρμογές της αξίας των επενδύσεων |
econ. | value at purchasers'prices of goods put into stock by users | αξία σε τιμές αγοραστή των αγαθών που αποθεματοποιούνται από τους χρήστες |
law | value at which it is transfered | αξία της εισφοράς |
econ. | value at which the issuer exchanged the convertible bonds | αξία στην οποία ο εκδότης αντάλλαξε τις μετατρέψιμες ομολογίες |
econ., fin. | value-at-risk | δυνητική ζημία |
econ. | value before repairs of the re-exported repaired goods | αξία πριν από τις επισκευές των επανεξαγόμενων επισκευασθέντων αγαθών |
gen. | value chain | αλυσίδα της προστιθεμένης αξίας |
econ. | value change | μεταβολή της αξίας |
econ. | value changes for certain economic magnitudes | μεταβολές της αξίας ορισμένων οικονομικών μεγεθών |
tax. | value declaration | διασάφηση |
mater.sc. | VALUE dissemination centre | κέντρο αναμετάδοσης VALUE |
med. | value for cropping and use | καλλιεργητική αξία και χρησιμότητα |
agric. | value for cultivation and use | αξία όσον αφορά την καλλιέργεια ή/και τη χρήση |
agric. | value for cultivation and use | αξία καλλιέργειας ή/και χρήσης |
agric. | value for cultivation and/or use | αξία καλλιέργειας ή/και χρήσης |
agric. | value for cultivation and/or use | αξία όσον αφορά την καλλιέργεια ή/και τη χρήση |
gen. | value for money | σχέση κόστους ωφέλειας |
gen. | value for money | δείκτης κόστους ωφέλειας |
law, fin. | value-for-money auditing | έλεγχος της αριστοποίησης των πόρων |
law, IT | VALUE II | Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ |
nat.sc., agric. | value measurement transformer | μετατροπέας τιμών |
nat.sc., agric. | value measurement transformer | μετατροπέας μετρήσεων |
gen. | value numeral | αριθμός |
earth.sc., mech.eng. | value of a basic factor at duty point | η τιμή που παίρνει ένας συντελεστής στο σημείο απόδοσης |
econ. | value of each individual good | αξία κάθε επιμέρους αγαθού |
econ. | value of goods and services supplied in kind to households | αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται σε είδος στα νοικοκυριά |
med. | value of gustatory threshold | αξία γευστικού ορίου |
econ., fin. | value of holdings to be sold off | αξία των προς πώληση συμμετοχών |
econ. | value of imports,revalued at the prices of the base year | αξία των εισαγωγών,αποτιμημένη σε τιμές του έτους βάσης |
med. | value of irrigating the eye | αποτελεσματικότητα του καταιωνισμού του οφθαλμού |
econ., fin. | value of money | αξία του νομίσματος' εσωτερική αξία του νομίσματος ; αγοραστική αξία του χρήματος |
life.sc. | value of one micrometer screw revolution | γωνιακό μέγεθος στροφής ενός μικρομετρικού κοχλία |
econ. | value of output at basic prices | αξία της παραγωγής σε βασικές τιμές |
hobby, commun. | value of postage | προπληρωτέα αξία |
hobby, commun. | value of postage | αξία προπληρωμής |
hobby, commun. | value of prepayment | προπληρωτέα αξία |
hobby, commun. | value of prepayment | αξία προπληρωμής |
econ. | value of processing work | αξία των εργασιών επεξεργασίας |
econ. | value of repairs | αξία των επισκευών |
econ. | value of reserves of mineral resources,standing timber or standing crops | αξία των αποθεμάτων ορυκτού πλούτου,άκοπης ξυλείας και εσοδείας πριν από τη συγκομιδή |
work.fl., IT | value of the data variable | τιμή μεταβλητής δεδομένων |
econ. | value of the exports of services | αξία των εξαγωγών υπηρεσιών |
life.sc. | value of the graduation interval of a bubble | γωνιακό μέγεθος του βαθμονομημένου διαστήματος μιάς αεροστάθμης |
econ., fin. | value of the industrial portfolio | αξία του χαρτοφυλακίου βιομηχανικών επενδύσεων |
econ. | value of the insurance services provided | αξία των παρεχόμενων ασφαλιστικών υπηρεσιών |
econ. | value of the output at producers'prices | αξία της παραγωγής των αντίστοιχων μη εμπορικών κλάδων σε τιμές παραγωγού |
gen. | value of threshold | κατώτατο όριο |
econ. | value of trade | αξία των συναλλαγών |
econ. | value of work in progress carried out during the period | αξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου |
busin., labor.org., account. | value re-adjustments in respect of loans and advances and provisions for contingent liabilities and for commitments | έσοδα από διορθώσεις της αξίας απαιτήσεων από προβλέψεις για ενδεχόμενες υποχρεώσεις |
busin., labor.org., account. | value re-adjustments in respect of transferable securities ..., participating interests and shares in affiliated undertakings | έσοδα από διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών..., συμμετοχών και μεριδίων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις |
busin., labor.org., account. | value re-adjustments on investments | έσοδα από αναπροσαρμογές της αξίας των επενδύσεων |
mater.sc. | VALUE relay centre | κέντρο αναμετάδοσης VALUE |
law, IT | Value subprogramme II on R&D computer communications networks-Action on integrity and confidentiality requirements of Community RTD information | Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ |
econ. | value to be recorded in the accounts | αξία που καταχωρείται στους λογαριασμούς |
busin., labor.org., account. | variation in value | οικονομική διακύμανση |
econ., fin. | volatile value of the assets | ασταθής αξία των περιουσιακών στοιχείων |
med., life.sc. | wild-type cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
social.sc., lab.law. | work of equal value | εργασία της αυτής αξίας |
law, fin. | writing down the book value of the holding | μείωση της λογιστικής αξίας της συμμετοχής |
med., life.sc. | WT cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
chem., met. | yield value | όριο εκροής |
chem., met. | YL-value | τιμή YL |