Subject | English | Greek |
gen. | divided into two totally different systems | διαιρεμένο εις δύο εντελώς ανεξάρτητα συστήματα |
proced.law. | heir who cannot be totally disinherited | δικαιούχος νόμιμης μοίρας |
crim.law., immigr. | totally counterfeit identity card | εξ ολοκλήρου πλαστό δελτίο ταυτότητος |
mech.eng., el. | totally-enclosed | μηχανή κλειστού τύπου |
mech.eng., el. | totally-enclosed fan-ventilated | μηχανή κλειστού τύπου με ανεμιστήρα αερισμού |
mech.eng., el. | totally-enclosed fan-ventilated air-cooled | αερόψυκτη μηχανή κλειστού τύπου με ανεμιστήρα αερισμού |
mech.eng. | totally-enclosed motor | κλειστός κινητήρας |
mech.eng. | totally-enclosed motor | μη αεριζόμενος κινητήρας |
el. | totally-enclosed motor | κινητήρας ολικά κλειστός |
mech.eng., el. | totally-enclosed separately fan-ventilated | μηχανή κλειστού τύπου με χωριστό ανεμιστήρα αερισμού |
mech.eng., el. | totally-enclosed separately fan-ventilated air-cooled | αερόψυκτη μηχανή κλειστού τύπου με χωριστό ανεμιστήρα αερισμού |
mech.eng., el. | totally-enclosed water-cooled | υδρόψυκτη μηχανή κλειστού τύπου με εσωτερικό κύκλωμα αέρα ψύξης |
lab.law., transp., construct. | totally unemployed person | μισθωτός σε πλήρη ανεργία |
transp., el. | ventilated totally-enclosed motor | αεροστεγής αεριζόμενος κινητήρας |